Η κρίση, είναι για τον Χάμπερμας όπως και για τον Χούσερλ,
κάτι το πραγματικό. Τι εννοώ, στον Χέγκελ για παράδειγμα, η κρίση είναι
φαινομενική, είναι ένα τέχνασμα που χρησιμοποιεί ο λόγος για να μπορέσει να
επιτύχει το πέρασμα σε μια ανώτερη θριαμβευτική του επέλαση. Η κρίση είναι ένας
δόλος, ένα τέχνασμα του λόγου για να μπορέσει να επιτύχει μια ανώτερη κοινωνική
σύνθεση. Το αποτέλεσμα είναι προδεδομένο στον Χέγκελ. Στον Χούσερλ και στον
Χάμπερμας, η κρίση είναι πραγματική. Οδηγεί σ’ ένα δίλλημα, οδηγεί σε μια
απόφαση, σ’ ένα μετεωρισμό. Πριν, πολύ πριν, απ’ τον Χούσερλ, πολύ πριν απ’ τον
Χάμπερμας, στην περίοδο που ζούσε ο Χέγκελ κι ο Σέλλινγκ, υπήρχε ένας πολύ
σπουδαίος Γερμανός λυρικός ποιητής που έζησε στο πετσί του με δραματικό τρόπο,
αυτό που πομπωδώς λέμε: Κρίση του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Ήταν ο Φρειδερίκος Χαίλντερλιν,
ο οποίος είχε γράψει ένα υπέροχο τετράστιχο σ’ έναν ύμνο του, που λέγεται «Πάτμος».
Έλεγε εκεί ο ποιητής:
Είναι κοντά και δύσκολος
να τον συλλάβεις ο Θεός
Όμως, εκεί που είν’ ο κίνδυνος
Εκεί και το σωτήριον φύεται
Φύεται το σωτήριο, όχι η σωτηρία. Φύεται η σωτήρια δύναμη. Η
αξιοποίηση αυτής της σωτήριας δύναμης, η οποία μπορεί να μας οδηγήσει στη
σωτηρία, στην διέξοδο απ’ την κρίση, εναπόκειται σε αυτό το άγριο πράττειν των ανθρώπων. Οι οιωνοί βέβαια
δεν είναι άριστοι.
Απαντήσεις
Ο Χούσερλ ανήκει στη μεγάλη πλατωνική παράδοση, η πρώτη απονομιμοποίηση της τεχνικής υπήρξε στον Πλάτωνα και ήταν η κριτική του στη σοφιστική. Οι σοφιστές τι κάνανε; Προσπαθούσαν χωρίς να έχουνε αίσθηση της ουσίας των πραγμάτων, να διαχειριστούν τεχνικά τον λόγο ούτως ώστε να έχουνε πάντοτε δίκιο και να κερδίζουν. Είχανε ένα know-how αποσυνδεδεμένο από μία γνώση των ουσιών. Από ‘κει ξεκινάει στη Δυτική φιλοσοφία ένα είδος δύσκολης σχέσης με την τεχνολογία. Αυτό το συνεχίζει κι ο Χούσερλ, στην ουσία τον τρομοκρατεί η τεχνολογία. Από ποια άποψη; Τον τρομοκρατεί η τεχνολογία όχι στο επίπεδο των μηχανών τόσο πολύ. Τον τρομοκρατεί αυτή η στάση ζωής που ενυπάρχει μέσα σ’ αυτή την τεχνική, μηχανική σκέψη. Του ίδιου του μαθητή του, του Χάιντεγκερ, στην ουσία το μεγάλο ερώτημα ήταν: τι είναι αυτή η τεχνολογία, τι είναι η τεχνική. Και κυρίως ήθελε να δείξει ότι η τεχνολογία, η τεχνική, ήτανε καταρχάς, μία μορφή αποκάλυψης του πραγματικού, δεν ήταν απλά μια εφαρμογή μιας προδεδομένης θεωρίας. Η τεχνική έχει έναν δημιουργικό χαρακτήρα, μας δίνει έναν τρόπο συνολικής στάσης του κόσμου. Ήταν μια μεταφυσική, λέει ο Χάιντεγκερ. Μας δίνει μια συνολική θεώρηση του κόσμου η τεχνική, είναι μία στάση συνολική. Η οποία στάση ζωής, αφορά και τον τρόπο που κατανοούμε τον εαυτό μας και τη σχέση μας με τον άλλον και τους θεσμούς και τον κόσμο. Είναι μία συνολική μεταφυσική θεώρηση, ένας φωτισμός του είναι.
Στον Χούσερλ έχουμε μία πλατωνική αντίδραση, που σου λέει: «όλος αυτός ο φορμαλισμός που χρησιμοποιούν -για παράδειγμα τα μαθηματικά, που είναι μέσα κι ο ίδιος ως μαθηματικός- με τρομοκρατεί, διότι είναι μία μηχανική του νοήματος. Χρησιμοποιεί σύμβολα, παράγει αποτελέσματα και δεν τα καταλαβαίνω. Δεν μπορώ να τα εντάξω σ’ έναν ορίζοντα εποπτικό. Δεν μπορώ να καταλάβω από που προκύπτει η νομιμότητά τους». Από που προκύπτει όμως το αίτημα της κατανόησής τους; Απ’ το γεγονός ότι αυτό το τυφλό στοιχείο, που είναι ο τεχνικός φορμαλισμός, μου αμφισβητεί την δύναμή μου ως υποκειμένου. Με τρομάζει, γιατί δημιουργεί μέσα μου ένα αίσθημα τυφλότητας. Είμαι ένα τυφλό υποκείμενο, που αντί εγώ να υποτάσσω τα δεδομένα αυτά με υποτάσσουν. Προσέξτε τώρα την στάση του Χάιντεγκερ, ακριβώς αντίθετη: Ακριβώς γιατί η τεχνολογία υπονομεύει την ιδέα του αυτάρεσκου, αυτόνομου υποκειμένου, του ευρωπαϊκού κυρίως. Αυτός ο υπέροχος λευκός άνθρωπος υφίσταται μέσω της τεχνολογίας μια ταπείνωση, διότι κάνει κάτι που δεν το καταλαβαίνει και που τον ελέγχει. Γίνεται, μέσα στον κύκλο αναπαραγωγής των τεχνικών σημείων, ο ίδιος ένα σημείο. Κι όρος «ποιητική κατοίκηση» είναι ακριβώς αυτό, το ότι αντί να προσπαθήσεις να ελέγξεις ως υποκείμενο το σύνολο των ενεργειών και των ενεργημάτων, αντί να θες να ελέγξεις όλες τις συνέπειες της τεχνικής εφαρμογής, ας πούμε. Έχεις μια ιδιότυπη εμπιστοσύνη, αφήνεσαι κι αφήνεις να είναι. Η «ποιητική κατοίκηση», λέει ο Χάιντεγκερ, είναι ένα «αφήνω να είναι», σημαίνει μία ιδιότυπη εμπιστοσύνη. Η οποία εμπιστοσύνη, δεν στηρίζεται στη θεωρία, ούτε στη σύλληψη, ούτε στη κατανόηση, αλλά στο γεγονός ότι υπάρχει μια αναγκαία τυφλότητα σε κάθε τι που κάνει ο άνθρωπος.
Το παράξενο είναι ότι ο Χούσερλ, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για να σκεφτεί ο Χαίντεγκερ την τεχνολογία με τον δικό του τρόπο. Διότι, προσέξτε, έλεγε: «Στην ουσία η κατανόηση, ακόμα και του φορμαλισμού του μαθηματικού, είναι ένα άπειρο καθήκον, μία άπειρη ιδέα». Τι σημαίνει μία άπειρη ιδέα στην ουσία, στην πράξη; Στην πραγματικότητα που είναι πεπερασμένη, ποτέ δεν επιτυγχάνουμε αυτή την κατανόηση και στην πράξη, κάθε κατανόηση δεν συνοδεύεται από μία ριζική ακατανοησία, άρα απ’ την αναγκαιότητα μιας τεχνικής. Πότε παρεμβαίνει ή παραμένει η τεχνική; Εκεί όπου δεν υπάρχει δυνατότητα έλλογης κατανόησης και φωτισμού, εκεί λειτουργούμε τεχνικά, μηχανικά. «Κι επιτέλους», θα ‘λεγε ένας τεχνικός, μηχανικός, «βρε παιδιά ας μιλήσουμε κι εμείς οι τεχνικοί για την τεχνολογία, διότι μας έχετε τρελάνει οι φιλόσοφοι με όλες τις κατασκευές που φτιάχνετε. Διότι μας απονομιμοποιείτε, χωρίς να μας δώσετε το λόγο για να μιλήσουμε». Η φιλοσοφία όμως η ευρωπαϊκή, χαρακτηρίζεται από αυτή τη διάθεση ελέγχου. Ο πολίτης… τι είναι ο πολίτης; Το υποκείμενο που θέλει να κατανοεί, να ελέγχει. Να μπορεί, ας πούμε, με τις διακρίσεις του τις ορθολογικές, τις έλλογες, τις ταξινομικές, να μπορεί να επιτυγχάνει την κυριαρχική του επέκταση. Είναι μια λογική ισχύος. Απλώς, μια άλλη λογική προκύπτει αν δεχθούμε ότι σε κάθε κατανόηση που έχουμε υπάρχει και μία αναγκαία τύφλωση, που δε μπορούμε να την υπερβούμε. Τα πράγματα αλλάζουν, σε κάθε τι που κάνουμε υπάρχουνε τυφλές κηλίδες. Αυτό είναι και μια ποιητική κατοίκηση. Ποιητικά κατοικώ ως θνητός, τι σημαίνει θνητός; Αποδέχομαι τον θάνατο. Αθάνατος σημαίνει έλλειψη κατανόησης, αδυναμία νοήματος.
Είναι γεγονός ότι ο Χούσερλ, επιμένοντας στην ανάγκη να επανακάμψει η ιδέα του καθημερινού εποπτικού κόσμου της ζωής, δημιούργησε προϋποθέσεις για μια επανανοηματοδότηση των αφηρημένων, όπως λέει, εξιδανικεύσεων των μαθηματικών. Θεωρούσε ότι τα μαθηματικά, μπορούν να αποκτήσουν ένα καινούριο νόημα εάν επανασυνδεθούν με τις εποπτικές δραστηριότητες που υπάρχουν στον καθημερινό κόσμο της ζωής. Αυτό στην αρχαιότητα μπορεί να έχει γίνει, να ήταν πολύ πιο εύκολο γιατί ο κόσμος των αρχαίων Ελλήνων ήταν ένας πεπερασμένος, όπως λέγανε, κόσμος. Τώρα, που έχουμε περάσει σ’ έναν άπειρο κόσμο, σ’ έναν αχανή κόσμο, αυτό το ιδεώδες: να έχουμε μια διαφάνεια των μαθηματικών, «μία νέα διαπερατότητα» όπως την έλεγε ο Χούσερλ, έμοιαζε ανέφικτο. Ο ίδιος ήτανε σ’ αυτήν την άποψη πλατωνικός μέχρι τέλους. Ήθελε οπωσδήποτε να επιτύχει την απόλυτη διαφάνεια στα μαθηματικά και πίστευε ότι είχε βρει ένα πρόγραμμα μέσα απ’ το οποίο θα το επιτύχει. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το πρόγραμμα έμεινε πρόγραμμα. Και από την αποτυχία των συγκεκριμένων τμημάτων του προγράμματος, προέκυψαν μετά οι μεταμοντέρνες αντιδράσεις, που απαξιώνανε αυτή τη δυνατότητα του υποκειμένου να επιτύχει μία καινούρια απόλυτη διαφάνεια στα μαθηματικά. Βρισκόμαστε ανάμεσα στο αίτημα για μερική έστω διαφάνεια των μαθηματικών, με βάση το υποκείμενο του καθημερινού κόσμου, του εποπτικού υποκειμένου, ας το πούμε και στην αδυναμία πλήρους ελέγχου των φορμαλισμών της μαθηματικής επιστήμης. Έχουμε και μία παρέκκλιση, προσέξτε, ο Χούσερλ χρησιμοποιεί μία ωραία λέξη -καντιανή- που έχει αμφισημία, λέει: «Η ιδέα της διαφάνειας είναι ένα άπειρο καθήκον, που σημαίνει ότι ποτέ δεν ολοκληρώνεται. Αλλά η λέξη «καθήκον» έχει και μία άλλη έννοια, την έννοια της παραίτησης. Δηλαδή, σημαίνει, ότι έχω μια συνείδηση, ότι αυτή την πλήρη διαφάνεια των φορμαλισμών, των τεχνικών, δεν μπορώ ποτέ να την πετύχω. Κι από ‘κει προέκυψε και σε φιλοσόφους όπως ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, αλλά και σε κοινωνιολόγους όπως ο Νούμαν, που εκφράζει την Θεωρία των Συστημάτων, η ιδέα μιας εμπιστοσύνης χωρίς κατανόηση. Εμπιστεύομαι χωρίς να μπορώ να κατανοήσω. Έτσι είναι ο σημερινός κόσμος που ζούμε. Και το άλλο πρόταγμα: όλα να τα μεταφράσουμε σε υποκειμενικά ενεργήματα κατανόησης, μπορεί να οδηγήσει σε μία βιαιότατη διέξοδο, αυταρχική.
Κριτική
Το κείμενο του Μισέλ Φουκό μου έρχεται στο μυαλό, που είναι ένα σχόλιο στο τι είναι ο διαφωτισμός του Καντ. Γιατί ο Καντ, είναι ας πούμε, ένα σημείο καμπής στη νεωτερικότητα διότι στην ουσία εισάγει τη σύνθεση κρίσης, κριτικής και λόγου. Θυμόμαστε ότι τα τρία βασικά έργα του Καντ είναι: «Η Κριτική του Καθαρού Λόγου», «Η Κριτική του Πρακτικού Λόγου» και «Η Κριτική της Κριτικής Δύναμης». Η έννοια της «κριτικής» εκεί, στην ουσία παραπέμπει στην αρχαία έννοια του κρίνειν, που σημαίνει διάκριση. Δεν είναι καταγγελία του Καθαρού Λόγου, δεν είναι απόρριψη, σημαίνει διακρίνω. Ξεδιαλέγω τι ανήκει στις δυνατότητες της θεωρητικής γνώσης και τι δεν ανήκει. Κάνω μια διάκριση, επίσης, ποια ηθικά αιτήματα - ποιες ηθικές αξίες μπορεί να έχουνε αξιώσεις καθολικότητας και ποιες όχι. Και, κάνω επίσης μια διάκριση, ποια αισθητικά φαινόμενα μπορεί να διεκδικήσουν από ‘μένα την κρίση ότι είν’ ωραία και ποια όχι. Η κριτική σημαίνει οριοθέτηση δυνατοτήτων, το πρόβλημα είναι η κριτική από που αντλεί τη νομιμότητα. Γιατί το μεγάλο πρόβλημα που έθεσε ο Μισέλ Φουκό και οι μεταγενέστεροι, είναι ότι ο τρόπος που θεμελιώνεται η κριτική στην κλασική διαφωτιστική παράδοση, είναι ότι είναι αυτάρεσκος τρόπος. Δηλαδή, που στηρίζεται; Σε μια μεταφυσική έννοια, ποια είναι η μεταφυσική έννοια; Ας πούμε, ο Καντ, που μιλά για κριτική του Καθαρού Λόγου, ξεκινάει με την ιδέα ότι υπάρχει μία κοινή δομή σε όλα τα ανθρώπινα υποκείμενα. Είναι απριόρι δομές και στη βάση αυτή των απριόρι δομών συγκροτούμε τον κοινό αντικειμενικό κόσμο και άρα, έχουμε τη δυνατότητα να θεμελιώσουμε πάνω σ’ αυτήν την κοινή διυποκειμενική βάση τις προϋποθέσεις για να δείξουμε τι είναι νόμιμο – τι δεν είναι νόμιμο, είναι θεμιτό – δεν είναι θεμιτό, είτε στην επιστημονική γνώση, είτε στην ηθική, είτε στην πολιτική. Η ιδέα, όμως, μιας απριόρι δομής των ανθρώπων σήμερα, είναι μια ιδέα που δεν υπάρχει. Σήμερα ξεκινάμε από μία πολύ-κουλτουραλιστική, πέστε την, αντίληψη, που λέει: «διαμορφώνονται ανθρωπολογικά είδη ανάλογα με τους πολιτισμούς στους οποίους βρισκόμαστε». Άρα, η κριτική δεν μπορεί να έχει καμία αξίωση καθολικότητας για κάθε πολιτισμό, αλλά πρέπει να ξεκινάει από τα πολιτισμικά δεδομένα κάθε συγκεκριμένης κουλτούρας. Το ζήτημα είναι, όμως, ότι παράγεται έτσι ένας επικίνδυνος σχετικισμός. Η κριτική ας πούμε, που ασκούμε στον ευρωπαϊκό χώρο, δεν έχει καμία σημασία για τον υπόλοιπο κόσμο.
Υπάρχει η δυνατότητα να διευρύνουμε αυτόν τον ορίζοντα της κριτικής, θεωρώντας ότι μέσα από την διαλογική ώσμωση διαφορετικών πολιτισμών -που ποτέ οι πολιτισμοί δεν είναι περίκλειστοι μεταξύ τους αλλά βρίσκονται πάνω σε μια συνεχή ανταλλαγή- δημιουργούνται βαθμιαία κοινές παραδόσεις που επιτρέπουν να ασκούμε ο ένας στον άλλον μια κριτική. Υπάρχει η δυνατότητα δηλαδή, μιας διεύρυνσης ενός κοινού πολιτισμικού ορίζοντα, μέσα απ’ τις κοινωνιακές συνδιαλλαγές. Η κριτική τι προϋποθέτει, κατά τη γνώμη μου, κάποιες κοινές αξίες, δεν γίνεται αλλιώς. Αυτές όμως δε μπορεί να θεωρηθούν απριόρι δεδομένες πλέον αλλά πρέπει να δημιουργηθούν. Και πως δημιουργούνται; Μόνο στο μέτρο που οι πολιτισμοί είναι ανοιχτοί απέναντι στον άλλο. Αν είναι κάποιος κλειστός στον εαυτό του δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, είναι σαν να χτυπάς στον τοίχο. Αλλά ξεκινάμε υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει τέτοιος περίκλειστος πολιτισμός, ή ακόμη κι αν υπήρχε, με τη δύναμη που έχει η τεχνολογία σήμερα -που έχει και αυτά τα θετικά- αναγκαστικά κάθε πολιτισμός ανοίγεται σε κάτι άλλο και ποτέ δεν είναι ταυτόσημος με τον εαυτό του. Εισάγεται ένα στοιχείο ξενότητας μέσα από τις επικοινωνιακές δυνατότητες της τεχνολογίας σε κάθε περίπτωση, και πρωτόγονων ακόμη πολιτισμών. Άρα, λειτουργείται μια ανοιχτότητα των πολιτισμών, μια δυνατότητα διαλόγου και μέσα από ‘κει δημιουργούνται βαθμιαία κοινές αξίες, κοινές προϋποθέσεις. Και, πάνω σ’ αυτή τη βάση, δημιουργούνται και δυνατότητες κριτικής σύλληψης της πραγματικότητας ή κριτικές οριοθετήσεις.
Τώρα η κρίση πώς σχετίζεται με την κριτική; Η κρίση έχει να κάνει με το γεγονός, κατά τη γνώμη μου (αυτό διατυπώθηκε και στον Διαφωτισμό από τον Καντ), ότι δεν έχουμε πλέον κάποια σημεία αναφοράς τα οποία να θεωρούμε ότι είναι δεδομένα σωστά. Η κρίση προκύπτει απ’ το ότι όλες οι παραδόσεις είναι ανοικτές εκ των προτέρων στην κριτική, δεν έχουμε δηλαδή κάτι που να μπορούμε να σταθούμε ως αυτονόητο∙ κι αν το κάνουμε αυτό, το κάνουμε με όρους προσωρινότητας. Επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο −δεν μπορούμε αυτή τη στιγμή να υποβάλουμε κάποια παράδοση στην κριτική, γιατί δεν είμαστε όντα που διαρκώς μπορούμε να τ’ αποβάλλουμε όλα ταυτοχρόνως στη κριτική, γιατί είμαστε πεπερασμένοι- κάποια πράγματα, προσωρινά, τ’ αποδεχόμαστε ως δεδομένα. Αλλά ξέρουμε, παραδόξως, ότι έχουμε μία προσωρινή στάση, υιοθετούμε μια προσωρινή ηθική όπως θα έλεγε ο Ντεκάρτ. Βλέπω ορισμένα πράγματα ως δεδομένα αλλά ξέρω ότι απλώς τα δέχομαι κι ότι είμαι σε μία διαρκή κρίση. Δηλαδή η κρίση δεν είναι (αυτή είναι η δική μου άποψη), ασυνεννοημένη της σημερινής εποχής, είναι κοινές στο νεωτερικό πρόταγμα. Γιατί το νεωτερικό πρόταγμα πώς ορίζεται; Από την αυτονόμησή του από κάθε παραδεδομένη ηθική κι αξία. Ο Κοσέλεκ, έλεγε: «Πώς ορίζεται η νεωτερικότητα; Απ’ το γεγονός ότι θεωρεί αναγκαίο να αυτονομείται από κάθε παραδοσιακή πεποίθηση». Αυτό το αίτημα αυτονομίας τι σημαίνει; Ότι είμαστε σε μία διαρκή κρίση: κρίση αξιών, κρίση πεποιθήσεων, κρίση βεβαιοτήτων. Κι η νεωτερικότητα στην ουσία, είναι ταυτισμένοι με την κρίση, είναι μία διαρκής κρίση η οποία παράγει μία φοβερή δυναμική, ένα creatio continua, που έλεγε ο Κασίρερ και η οποία creatio continua, οδηγεί και σε μία creatio falimenta, μία κατάσταση αποτυχίας. Δυστυχώς είμαστε στη φάση της αποτυχίας αυτή τη περίοδο αλλά η κρίση έχει αυτή τη διπλή όψη, ότι δημιουργεί προϋποθέσεις δημιουργίας∙ καινούριας δημιουργίας. Δηλαδή, θεωρώ, ότι η κρίση δεν πρέπει να μας τρομάζει γιατί είναι συστατικό στοιχείο της νεωτερικότητας και ένας τρόπος που μας τρομάζει η νεωτερικότητα, είναι ακριβώς αυτό το σχέδιο που δε μπορούμε να δεχθούμε, αυτή τη διαρκή κρίση στην οποία μας εισάγει αυτό το νεωτερικό πρόταγμα, μας τρομάζει αυτό. Νομίζω ότι η κρίση παράγεται απ’ αυτό το γεγονός, ότι δεν υπάρχουν πεποιθήσεις, παραδόσεις, αξίες που μπ0ρούμε να θεωρούμε ότι είναι δεδομένες. Και κάτι που θεωρήσαμε δεδομένο κάποια στιγμή θα καταρρεύσει και πρέπει να ‘χούμε τη δύναμη απέναντι σε αυτή τη κατάρρευση, να σταθούμε με νηφαλιότητα και να σκεφτούμε μελλοντικές δυνατότητες δημιουργίας ενός καινούριου πολιτισμού.
Νατουραλισμός
Ο νατουραλισμός στην φιλοσοφία, έχει μια διαφορετική διάσταση απ’ ότι στην ιστορία της τέχνης. Ο Χούσερλ θεωρούσε με τη λέξη natura (στην ουσία έτσι όπως εμφανίστηκε από τον Γαλιλαίο και μετά στην μαθηματική επιστήμη, δημιουργήθηκε μία έννοια φύσεως που δεν έχει καμία αντιστοιχία με την αρχαία ελληνική έννοια της φύσεως −κρύπτεσθαι φιλεί- έλεγε ο Ηράκλειτος. Είχε μια άλλη λογική, μια άλλη διάσταση) ότι πάει προς την φύση η οποία κατασκευάζεται μαθηματικά. Ότι είναι κατασκευάσιμο μαθηματικώς λειτουργεί μ’ έναν τρόπο αντικειμενικό, αντικειμενικά προσλήψιμο. Ότι δεν είναι αντικειμενικά προσλήψιμο, μαθηματικά προσλήψιμο, στην ουσία πάει στο πυρ το εξώτερο διότι είναι ανορθολογικό. Ο Χούσερλ θεωρεί, ότι ο νατουραλισμός είναι επικίνδυνος αντικειμενισμός γιατί περιορίζει την ορθολογικότητα του ανθρώπου σε ένα πολύ στενό τομέα, στο χώρο της: μαθηματικά κατασκευάσιμης φύσης και, στην ουσία, όλη την ανθρώπινη εμπειρία την αφήνει στο πέλαγος, στον ωκεανό του ανορθολογισμού. Αυτό, θεωρούσε, οφείλεται στο ότι έχουμε μία πολύ στενή εργαλειακή αντίληψη για την ορθολογικότητα, η οποία είναι η απόρροια ενός κακού Διαφωτισμού και το όλο ερώτημα του Χούσερλ είναι: τι πρέπει να είναι στην εποχή μας ο Διαφωτισμός. Ο ίδιος επιμένει ότι πρέπει να διαφοροποιήσουμε την αποτυχία του ιστορικού διαφωτισμού από το αίτημα για έναν διαφωτισμένο λόγο, που θα λειτουργεί με όρους ορθολογικότητας, που θα ξεπερνάει κατά πολύ την μαθηματικοποίηση της ορθολογικότητας. Ο νατουραλισμός ήτανε στο στόχαστρό του, γιατί οδηγούσε αυτόν τον επικίνδυνο, τεχνικό εξιδανικευτικό-αντικειμενικό τρόπο σκέψης. Ήτανε ανάθεμα γι’ αυτόν, διότι θεωρούσε ότι αυτό επικράτησε. Τώρα, προσέξτε, αν πάρει κάποιος τη γνωσιακή επιστήμη σήμερα, αν πάρει διάφορες επιστήμες του νου σήμερα, θα διαπιστώσει πόσο προσπαθούν να κατασκευάσουν ένα μαθηματικά έξυπνο ανθρώπινο εγκέφαλο. Τίποτα το μεμπτό από μία άποψη, όλα μπορούν να γίνουν, απλώς, πρέπει να υπάρχουν όρια λέει ο Χούσερλ κι ότι η απόλυτη κατασκευασμάτωση του ανθρώπου, είναι κάτι το απάνθρωπο. Αυτό θεωρούσε ότι είναι επικίνδυνο, ένας νατουραλισμός που μεταφέρεται από τον εξωτερικό φυσικό κόσμο στον εσωτερικό φυσικό κόσμο του ανθρώπου, γιατί κι ο άνθρωπος φύση είναι κι ο νατουραλισμός ο εξωτερικός, μεταφέρεται στον εσωτερικό και δημιουργούν προϋποθέσεις ελέγχου και κυριαρχίας της ανθρώπινης υποκειμενικότητας.
Αναγέννηση
Ο Χούσερλ λέει, ότι ναι μεν ξεκίνησε επιφανειακά, υποτίθεται από κάποια δεδομένα της παράδοσης της αρχαίας ελληνικής, αλλά την σκέφτηκε αυτήν την παράδοση όχι με αρχαίο ελληνικό τρόπο, αλλά με όρους άκριτους, θεωρώντας ορισμένα πράγματα ως δεδομένα και πάνω εκεί κατασκεύασε κάτι τελείως διαφορετικό. Ο Χούσερλ κάνει μια διάκριση ανάμεσα σε αυτή την πρωταρχική καθίδρυση νοήματος που έγινε στην αρχαία Ελλάδα −stiftung- και μετά έγινε −aufrichtung- το οποίο είναι σαν την επανίδρυση του Καραμανλή, η οποία διέλυσε ουσιαστικά ό,τι ίδρυσε το πρώτο νόημα. Στην ουσία -ξεκινώντας με άκριτο τρόπο η αναγέννηση από ορισμένα υποτίθεται δεδομένα της αρχαίας ελληνικής σκέψης- αντί να τα υποβάλει -σύμφωνα με το πνεύμα της κριτικής αντίληψης των αρχαίων- σε κριτικό έλεγχο, τα πήρε ως δεδομένα κι από ‘κει κατασκεύασε την ιδέα ενός άπειρου κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας μαθητής του Χούσερλ, ο Κοϋρε, ο ιστορικός των ιδεών, έχει γράψει ένα βιβλίο που λέγεται: «Από τον Κλειστό Κόσμο στο Άπειρο Σύμπαν», αυτό είναι απόρροια της ελληνικής επιστήμης. Η ιδέα του άπειρου κόσμου είναι για τους αρχαίους Έλληνες κάτι το τελείως αρνητικό, κάτι το τελείως μη αποδεκτό. Ο άπειρος κόσμος, το λέει και το στερητικό «α-», δημιουργεί την αίσθηση αυτού που δεν έχει όρια, που δεν έχει μορφή, αυτό το άμορφο, το χάος. Σε εμάς όμως, ο άπειρος κόσμος έχει μία άλλη, θετική διάσταση. Αυτό είναι απόρροια της αναγέννησης, δημιουργείται ένα τελείως καινούριο, διαφορετικό νόημα.
Δεν πρέπει να υποτιμούμε τη δύναμη της Αναγέννησης. Λέγοντας: «διαφοροποιούμε την αρχαία Ελλάδα από την Αναγέννηση», πρέπει να ξέρουμε ότι ο τρόπος που έχουμε προσεγγίσει την αρχαία Ελλάδα, είναι ο διαμεσολαβημένος από χιλιάδες παραδόσεις. Μία απ’ τις χιλιάδες παραδόσεις είναι η Αναγέννηση. Δεν θα δούμε ένα καθαρό είναι της αρχαία Ελλάδας αδιαμεσολάβητα. Μέσα από τους τρόπους που προσλαμβάνουμε την αρχαία Ελλάδα έχουμε επηρεαστεί και από την Αναγέννηση. Όπως, φυσικά, κι απ’ τη Ρωμαϊκή παράδοση. Δυστυχώς ή ευτυχώς, η επικοινωνία με τα ιστορικά φαινόμενα ποτέ δε γίνεται με αδιαμεσολάβητο μάτι. Ξαφνικά, ας πούμε, μπορώ να πάω εγώ στην αρχαία Ελλάδα αγνοώντας όλη αυτή τη Δυτική ή Ανατολική παράδοση και να δω -στην καθαρότητά του- το τι ήτανε η αρχαία Ελλάδα. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, καθαρή Ελλάδα, ξεχάστε το, είναι μια απλή κατασκευή. Είναι μια σειρά ερμηνειών και μέσα απ’ την ασυνεκτικότητα που εμφανίζουν αυτές οι ερμηνείες, προσπαθούμε εμείς να βγάλουμε μια συνοχή λέγοντας αυτό δεν μπορεί να ισχύει γιατί είναι αντιφατικό με κάτι άλλο. Η ασυνεκτικότητα των πολλαπλών ερμηνευτικών προσεγγίσεων μας δημιουργεί την ανάγκη να πάμε και να πούμε: «Έτσι θα ‘πρεπε να ‘ναι η Ελλάδα», να θέλουμε να έχουμε μία συνεκτική εικόνα. Το λέω αυτό γιατί νομίζω είναι μία πλάνη να πιστεύουμε ότι μπορούμε εύκολα να πούμε τι είναι το αρχαίο ελληνικό, τι είναι το ρωμαϊκό, τι είναι το βυζαντινό, τι είναι το αναγεννησιακό και το τι είναι η Αναγέννηση.
Η τεχνική στην τέχνη
Ο Χαίντεγκερ είχε πει κάτι όπως κι ο Φουκό, θεωρεί ότι η τεχνολογία, η τεχνική δεν είναι απλώς ένα σύνολο μηχανών. Τεχνική είναι κάτι σαν ένας τρόπος σκέψης, ένας τρόπος ζωής κι αυτό επηρεάζει ακόμα και την τέχνη. Όταν ο Χάιντεγκερ ασχολείται με την ιστορία της αισθητικής, προσπαθεί να δείξει ότι όλη η τέχνη έχει γίνει μια τεχνολογία κατασκευής αισθητικής απόλαυσης, παραγωγής βιωμάτων, ας πούμε. Όλο αυτό είναι στοιχείο της τεχνικής. Δηλαδή κι η ίδια η τέχνη, στην ουσία, που νομίζει ότι είναι ελεύθερη από τεχνικές εργαλειακές ορθολογικότητες, υπακούει σ’ έναν τεχνικό τρόπο σκέψης. Λέει ο Χάιντεγκερ: «Και μόνο η ιδέα του βιώματος, που παράγουνε στους αισθητικούς παρατηρητές μέσα από το έργο τέχνης, είναι καθαρά τεχνική έννοια». Προσπαθώ να συγκινήσω, να δημιουργήσω εκστάσεις στα υποκείμενα, στα αντικείμενα κ.τ.λ. Χρησιμοποιώ τεχνικές μέσα απ’ την τέχνη για να παράγω βιώματα, να παράξω ανατάσεις υποκειμενικές, αισθητηριακές. Στην ουσία η τέχνη γίνεται τεχνική. Αυτή η έννοια της τεχνικής διαπερνάει το σύνολο των εκδηλώσεών μας. Όταν ο Μισέλ Φουκό, γράφει το περίφημο έργο που λέει: «Η ιστορία της σεξουαλικότητας» στην ουσία δείχνει πως η τεχνική διαπερνά όλο τον τρόπο της σεξουαλικότητάς μας, ακόμα και εκεί που νομίζουμε ότι είμαστε αυθόρμητοι. «Ειδικά όταν είμαστε αυθόρμητοι», λέει ο Φουκώ, εκεί να δείτε τεχνικές που χρησιμοποιούμε και πόσο υποκείμεθα στη δυναστεία αυτών των τεχνικών. Είναι κάτι απίστευτο η δύναμη της τεχνικής και η έννοια της τεχνικής.
Η ιδέα της ουσίας του ανθρώπου
Η ουσία του ανθρώπου είναι πολύ δύσκολη έννοια. Οι φιλόσοφοι είναι πολύ σκεπτικιστικοί απέναντι σ’ αυτήν την έννοια της ουσίας του ανθρώπου. Ο Χάμπερμας αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό την ουσία του ανθρώπου, γιατί μιλάει για μια ιδεολογικά κατασκευαζόμενη ταυτότητα, η οποία αυτή ιδεολογική κατασκευή έχει και κάποια στοιχεία… απριόρι τα ονομάζει, τα οποία βέβαια είναι πεπερασμένης αξίας αλλά υπάρχουνε. Ας πούμε, όταν κάνουμε ένα διάλογο, κατ’ ανάγκη προϋποθέτουμε έναν αμοιβαίο σεβασμό γιατί αλλιώς δεν είναι διάλογος. Αυτή η αμοιβαιότητα είναι ένα απριόρι. Αυτά είναι στοιχεία που προκύπτουν απ’ τη διαδικασία του διαλόγου δεν αναφέρονται σε μια ουσία του ανθρώπου. Από αυτά τα διαδικαστικά στοιχεία του διαλόγου ο Χάμπερμας, προσπαθεί να βρει μία βάση για να οικοδομήσει αυτή τη λογική κάποιων καθολικών οικουμενικών δικαιωμάτων, μέσα από τη λογική της επιχειρηματολογίας. Αποφεύγει δηλαδή την αναφορά σε κάποια ουσία του ανθρώπου, στην οποία ζούμε τη διαδικασία της επιχειρηματολογίας∙ και λέει: Εμείς, οι επαρκείς συνομιλητές, όταν μιλούμε με κάποιες προϋποθέσεις αμοιβαίας αναγνώρισης-αμοιβαίου σεβασμού, αυτές τις προϋποθέσεις σ’ έναν πραγματικό διάλογο τις χρησιμοποιούμε απριόρι κι από ‘κει μπορούμε να οικοδομήσουμε μια θεωρία οικουμενικών ανθρώπινων δικαιωμάτων και να συνδέσουμε επίσης αυτό το δίκτυο με μία στοιχειώδη ηθικότητα. Γιατί το χαρακτηριστικό, είχε πει ο Μαξ Βέμπερ, είναι ότι αποκόπτεται κάθε νομιμότητα του δικαίου από την ηθική. Είναι μία τυπικού τύπου νομιμότητα η οποία, στο χώρο του δικαίου αυτονομιμοποιείται -κατά κάποιο τρόπο- από την ορθολογικότητά της, η οποία είναι εργαλειακού τύπου, διαχειριστικού, επιλύει προβλήματα. Αν βάλουμε και την ηθικότητα κάνουμε περίπλοκη πλέον τη δικαιοσύνη και γι’ αυτό λέει ο Μαξ Βέμπερ: «Η αποσύνδεση ηθικότητας, νομιμότητας και δικαίου είναι ένα εξαιρετικό επίτευγμα, διότι αν βάλουμε την ηθικότητα χανόμαστε». Η ηθικοποίηση του δικαίου δημιουργεί μια συνθήκη περιπλοκότητας, είναι που είναι περίπλοκες οι κοινωνίες μας, άσε την ηθικότητα στην άκρη. Ο Χάμπερμας και ο Ρόουζ, είναι από αυτούς που προσπαθούν να δημιουργήσουν γέφυρες. Τα επιχειρήματά τους αξίζουν να συζητηθούν ως βάση στον καντενιανό σκεπτικισμό, ο οποίος πραγματικά σ’ αφήνει άναυδο.
Έχει ένα κυνικό πράγμα ο Μαξ Βέμπερ αλλά η κυνικότητα αυτή προκύπτει από μία απίστευτη εντιμότητα που έχει αυτός ο άνθρωπος. Εγώ τον Μαξ Βέμπερ τον θεωρώ μέγιστο, απ’ τους μέγιστους στοχαστές του 20ου αιώνα. Έλεγε το εξής φοβερό, ότι: «Στην εποχή που ζούμε, στην εποχή της απομάγευσης» - απομάγευση σημαίνει απώλεια της ιερότητας κάθε ανθρώπινης συμβολικής επικοινωνίας- «η ηθική της εντιμότητας επιβάλει να μην αναζητούμε πλέον αντικειμενικά νοήματα, να μην αναζητούμε θεμελιώσεις αξιών. Αυτά είναι προσωπικές υπαρξιακές επιλογές, καθαρά ιδιωτικές. Και όποιος αναζητάει στο χώρο της επιστήμης θεμελίωση αξιών, είναι ανέντιμος, ανειλικρινής». Αυτό το έκανε μέχρι τέλους, αυτή η συνέπεια τον οδήγησε σε μία κατάπτωση φοβερή, έπεσε σε κώμα για πολλά χρόνια κι αν δεν ήταν η σύζυγός του να τον κρατάει δεν θα επανερχότανε. Ήταν τόσο ειλικρινής απέναντι στην επιστημονικότητά του, τόσο ριζοσπαστικός, που στο τέλος κατέρρευσε προσωπικά. Διότι, ξέρετε κανέναν άνθρωπο να μπορεί να ζήσει πραγματικά χωρίς ένα αντικειμενικό αξιακό προσανατολισμό; Θέλει κάποιες αξίες για να προσανατολίζεται, θέλει να έχει την αίσθηση ότι είναι έλλογα τεκμηριωμένες. Αυτός έλεγε: «Δεν υπάρχει έλλογη τεκμηρίωση» και υπέβαλε διαρκώς τον εαυτό του σε μία αυτοκριτική, απίστευτη αυτοκριτική. Η απομάγευση γι’ αυτόν ήτανε κανονιστική έννοια. Σημαίνει να ‘σαι ειλικρινής ότι δεν υπάρχουν αντικειμενικά νοήματα, δεν υπάρχει ηθικότητα. Υπάρχουν ορολογικές διαχειριστικές δομές που οδηγούν σε μία γραφειοκρατικοποίηση, που οδηγούν στην αιγυπτιοποίηση της κοινωνίας μας. Δηλαδή, το αυτόνομο άτομο είναι κάτι παρωχημένο και τα οικολογικά κινήματα, τα κινήματα τα εργατικά, είναι ανορθολογικές παραδόσεις του παρελθόντος, ρομαντικές εξάρσεις, που στην ουσία τι κάνουν; Δημιουργούν καινούριες προϋποθέσεις στην γραφειοκρατία για να ανανεώσει την γραφειοκρατική της διακίνηση. «Ακόμη και ο σοσιαλισμός», λέει, «τελικά, είναι μια ενίσχυση της γραφειοκρατικής κοινωνίας μέχρις εσχάτων. Και δυστυχώς», λέει, «το άτομο είναι ένας ψίθυρος στις παρυφές του συστήματος».
_____________________
Διοργάνωση ομιλίας: η
πρωτοβουλία «Για την υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας στην Ελλάδα».