Διώξεις Καλλιτεχνών: Όταν η Τέχνη Γίνεται "Κίνδυνος"

Από τον Μεταξά στον 21ο αιώνα: Η λογοκρισία ως πολιτικό εργαλείο

 

(γράφει η Ζέτα Φλισκανοπούλου)

Το άρθρο 16 του Συντάγματος παράγραφο 1 ορίζει ότι «Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες, η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του κράτους. Η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον υπακοής στο Σύνταγμα.»

Η τέχνη είναι ελεύθερη· αυτό είναι ένα ανεπιφύλακτο συνταγματικό δικαίωμα. Η τέχνη έχει τον ρόλο να αφυπνίζει, να θίγει τα κακώς κείμενα, μπορεί να είναι ενοχλητική και καυστική. Τα έργα τέχνης χρησιμοποιούν την αλληγορία και τα σύμβολα για να περάσουν τα μηνύματά τους και επιτελούν μια τεράστια κοινωνική αποστολή.

Στις 11 Φεβρουαρίου του 2021 ψηφίστηκε ένα νομοσχέδιο στη Βουλή, που ενσωμάτωσε τις κοινοτικές οδηγίες για την παροχή υπηρεσιών στον οπτικοακουστικό τομέα. Το άρθρο 8 του συγκεκριμένου νομοσχεδίου διεύρυνε τα άρθρα 187Α και 187Β του Ποινικού Κώδικα: «όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου απειλεί με τέλεση τρομοκρατικής πράξης ή προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξη της και έτσι θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη τιμωρείται με φυλάκιση.» Το συγκεκριμένο άρθρο εφαρμόζεται πλέον και για τα έργα πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η ασάφεια του νόμου δημιουργεί περιθώρια ερμηνείας για το ποιο τραγούδι, βιβλίο ή άλλη καλλιτεχνική δημιουργία μπορεί να θεωρηθεί κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, ικανός να υποκινήσει εκδηλώσεις μίσους ή να προτρέψει σε σύσταση τρομοκρατίας.

Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχει ήδη εφαρμοστεί ο νόμος, όπως στη Γερμανία και Ισπανία που έχουν διωχθεί και φυλακιστεί καλλιτέχνες που άσκησαν κριτική στην πολιτική με τα έργα τους.

Η δίωξη του Καταλανού κομμουνιστή ράπερ Pablo Hasel


Στο πλαίσιο της πολιτικής του τρόμου το ισπανικό κράτος ενέτεινε τις διώξεις απέναντι σε προοδευτικούς καλλιτέχνες. Η δίωξη του Καταλανού κομμουνιστή ράπερ Pablo Hasel αποτελεί ένα τρανταχτό παράδειγμα. Τον Μάρτιο του 2015 καταδικάστηκε για πρώτη φορά σε δύο χρόνια φυλάκιση, μαζί με πρόστιμο 24.300 για τα τραγούδια του, που θεωρήθηκαν ότι υποκινούν κατά των κρατικών θεσμών. Κατηγορήθηκε ότι, μέσα από τους στίχους του, «πρόβαλε την τρομοκρατία», «υπονόμευσε το στέμμα» και «άλλους κρατικούς θεσμούς, όπως τις ένοπλες και αστυνομικές δυνάμεις».

 Η ποινή αυτή μειώθηκε στο εφετείο αλλά εν τέλει προστέθηκαν άλλες δυο ποινές για επίθεση σε δημοσιογράφο και για παρεμπόδιση της δικαιοσύνης. Όλες αυτές αθροιστικά ανέρχονται σε κάτι παραπάνω από 6 χρόνια και δύο μήνες. Ο Pablo Hasel θα αποκτήσει την ελευθερία του στις 14 Απρίλη του 2027.

Η Διεθνής Αμνηστία δήλωσε ότι η σύλληψη του Pablo Hasel αποτελεί πλήγμα για την ελευθερία της έκφρασης. Χιλιάδες διαδηλωτές κατέβηκαν σε δρόμους πόλεων της Ισπανίας απαιτώντας την απελευθέρωσή του. Περισσότεροι από 200 καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Pedro Almodóvar και ο Javier Bardem, υπέγραψαν αίτημα κατά της φυλάκισης του ράπερ.

Ο ίδιος, μέσα από τη φυλακή, συνεχίζει να καταγγέλλει το ισπανικό κράτος, τους υποστηρικτές της μοναρχίας, καθώς και τα φαινόμενα αστυνομικής βίας εντός αυτής: «Θα περάσω όσο καιρό χρειαστεί στη φυλακή για εγκλήματα γνώμης, αλλά δεν θα παραδοθώ ποτέ. Ποτέ, σκατοφασίστες.» Με τη συμπλήρωση τριών χρόνων στη φυλακή κυκλοφόρησε το τραγούδι από τον αμερικανό ράπερ Samuel Omare και τον παραγωγό Έρμες Λε Μπελ με τίτλο « Ανοικτή επιστολή στον Pablo Hasel», ένα τραγούδι που υπενθυμίζει στον κόσμο, ότι στην Ισπανία υπάρχει ένας ράπερ φυλακισμένος για αδικήματα σχετικά με την έκφραση γνώμης.

Σε απάντηση του ίδιου μέσα από την φυλακή, γιατί κάποιος Ισπανός ράπερ δεν έγινε η φωνή του σ΄αυτό το τραγούδι, εκείνος επεσήμανε «Έχει υπάρξει αλληλεγγύη από αρκετούς ράπερ, όμως με αμελητέο αποτέλεσμα στην πράξη. Όπως ο υπόλοιπος κόσμος της Τέχνης και του πολιτισμού, η σκηνή είναι ένα πανόραμα με πολύ ατομικισμό, δειλία και μισθοφορία. Δεν καταλαβαίνουν ή δεν θέλουν να καταλάβουν τι διακυβεύεται με την υπεράσπιση της ελεύθερης έκφρασης και άλλων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Κάποιοι γνωρίζουν, όμως φορούν παρωπίδες από πάκους χρημάτων. Η ιδέα που μοιράζομαι με τον Άλμπερτ είναι ότι αντανακλάται η σημασία της διεθνιστικής αλληλεγγύης.»

Λογοκρισία σε τραγούδια που θεωρήθηκαν προσβλητικά για τα «χρηστά ήθη»

Μόλις δώδεκα ημέρες μετά την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά, το καθεστώς προβαίνει σε μια θεαματική ενέργεια: στο κάψιμο βιβλίων σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, μιμούμενο αντίστοιχες πράξεις του ναζιστικού καθεστώτος. Χιλιάδες βιβλία ρίχτηκαν στην πυρά σ’ εκείνες τις τελετές, ενώ είχαν απαγορευτεί από το καθεστώς περισσότεροι από 445 τίτλοι "αντεθνικών" βιβλίων.


Η δικτατορία του Μεταξά με πρόσχημα τα «χασικλίδικα» τραγούδια και τους «ξενόφερτους» αμανέδες όπως τους αποκαλούσε προσπάθησε να βάλει τέλος και σε ένα είδος τραγουδιού που ενοχλούσε τους κυβερνώντες και τους υπενθύμιζε τις ευθύνες που είχαν για την μεγάλη εθνική καταστροφή του 1922. Όσα τραγούδια μιλούσαν για χασίς, φυλακή, φτώχεια, μετανάστευση απαγορεύονταν και καταστρέφονταν δημόσια.

Στις αρχές του 1936, η Columbia ηχογραφεί το σατιρικό τραγούδι «Βαρβάρα», σε σύνθεση του Παναγιώτη Τούντα και ερμηνεία του Στελλάκη Περπινιάδη. Ο δίσκος σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία και κάποιος έβαλε στα αυτιά της Χούντας ότι τα καμώματα της Βαρβάρας υπονοούν την κόρη του Μεταξά που έκανε παρόμοια ζωή. Αν και αυτό δεν στοιχειοθετήθηκε ούτε δηλώθηκε ποτέ και από κανέναν ήταν αρκετό για να κατασχεθούν όλοι οι δίσκοι γραμμοφώνου, όπου κι αν βρίσκονταν (σε σπίτια, μαγαζιά, πλανόδιους πωλητές, δισκογραφικές εταιρείες, οπουδήποτε) και να απαγορευτεί η δημόσια εκτέλεση του τραγουδιού για πάντα λόγω: «του άσεμνου περιεχομένου του».

Ο κρατικός μηχανισμός λειτούργησε στον πιο κατασταλτικό του ρόλο την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας: «Παφίεται ημίν το δικαίωμα όπως δι’ αποφάσεων ημών απαγορεύωμεν την χρησιμοποίησην πλακών φωνογράφου ως το περιεχόμενο κρίνεται παρ΄ημιν ως άσεμνων και προσβάλει γενικός τα χρηστά ήθη».

Για την παραγωγή δίσκων γραμμοφώνου προβλέπονταν τα εξής: Αναγκαστικός Νόμος 1619/1939, άρθρο 21: «Προ πάσης φωνοληψίας εν Ελλάδι υποβάλλεται εις την Διεύθυνσιν Λαϊκής Διαφωτίσεως του υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού αίτησις της ενδιαφερομένης δια ταύτην εταιρίας φωνογραφικών δίσκων, περί χορηγήσεως σχετικής αδείας. Την αίτησιν ταύτην μεθ’ όλων των στοιχείων η Δ/σις Λαϊκής Διαφωτίσεως διαβιβάζει εις την προς τούτο αρμοδίαν επιτροπήν, αποτελουμένην α) εκ του Δ/ντού Λ. Διαφωτίσεως ως προέδρου, β) εξ ενός τμηματάρχου του Εσωτερικού Τύπου, γ) εξ ενός τμηματάρχου της Λ. Διαφωτίσεως και δ) εκ δύο καλλιτεχνών ειδικευμένων περί την δημοτικήν και λαϊκήν μουσικήν. (…). Η επιτροπή αποφαίνεται υπέρ της χορηγήσεως αδείας, είτε περί της απαγορεύσεως αυτών ή τροποποιήσεως ορισμένων στίχων, καθώς και της μεταλλαγής ορισμένων σημείων της μουσικής, εφ’ όσον ήθελε κρίνει ότι άσμα τι θίγει οπωσδήποτε τα δημόσια ήθη, διαφθείρει το καλλιτεχνικόν αίσθημα του κοινού ή νοθεύει και διαστρέφει το γνήσιον πνεύμα της παραδόσεως της ελληνικής μουσικής.»


Από το 1937 η λογοκρισία άρχισε να κατακρίνει κάθε τραγούδι που πρόσβαλε τα «χρηστά ήθη» και είχε «ηδονιστικό περιεχόμενο». Η Λογοκρισία δεν περιορίστηκε μόνο στην αμιγώς πολιτική σκηνή, ξεκίνησε στη μουσική βιομηχανία ένα χρόνο μετά την εγκαθίδρυση το δικτατορικού καθεστώτος. Έτσι, τα λεγόμενα «χασικλίδικα» τραγούδια ή εκείνα που βασίζονταν σε ανατολίτικες μελωδίες απαγορεύτηκαν. Συνθέτες, ερμηνευτές, συντελεστές αναγκάστηκαν να συμμορφωθούν με τις διατάξεις του νόμου. Ο Γιώργος Μπάτης, ο Γιοβάν Τσαούς, ο Ανέστης Δελιάς και άλλοι δεν καταδέχτηκαν να υποβάλλουν τραγούδια τους προς λογοκρισία.

Από το τότε στο σήμερα: η ελληνική πραγματικότητα

Το 1952 ο ζωγράφος Νόντα (Nonda) εξέθεσε έργα του στον Παρνασσό. Καθώς θεωρήθηκαν άσεμνα, του ζητήθηκε να τα κατεβάσει.

Το 1953, στο πλαίσιο ομαδικής έκθεσης, ο Γιάννης Τσαρούχης παρουσίασε το έργο του «Ναύτης καθιστός και γυμνός». Η Ναυτική Αστυνομία παρενέβη και αποκαθήλωσε το έργο.

Ο έφιππος ανδριάντας του Μεγάλου Αλεξάνδρου ανατέθηκε στον Δημήτρη Καλαμάρα το 1958, μαζί με την ανάθεση από τον Δήμο Φλώρινας του ανδριάντα για τον Κώττα. Με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, στη συνεδρίασή του της 8/2/93, δεν τοποθετήθηκε ποτέ στην πόλη.

Το 1971 ο Δημήτρης Σαπρανίδης εξέθεσε αφίσες με αντιχουντικό περιεχόμενο. Η Αστυνομία παρενέβη, αποκαθήλωσε τις αφίσες και προσήγαγε σε δίκη τους εμπλεκόμενους.

Την ίδια χρονιά η Μαρία Καραβέλα εξέθεσε στο Χίλτον εγκατάσταση που σχολίαζε την πολιτική κατάσταση τότε στην Ελλάδα. Η εγκατάσταση καταστράφηκε ολοσχερώς και η Καραβέλα φυγαδεύτηκε στη Γαλλία.

Ο Μάνος Στεφανίδης υπήρξε επιμελητής μιας έκθεσης 60 εικαστικών καλλιτεχνών στους χώρους του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου το 2013, δίπλα και σε διάλογο με τα μόνιμα εκθέματα, η οποία λογοκρίθηκε από τον τότε αναπληρωτή διευθυντή του, ο οποίος άλλοτε επικαλούνταν θέματα ασφαλείας και άλλοτε θέματα αισθητικής

Ας μην ξεχνάμε τι συνέβη μόλις έναν χρόνο πριν, στις 10 Φεβρουαρίου 2024, με το τραγούδι «Τούτ’ οι μπάτσοι που ‘ρθαν τώρα» του ταλαντούχου ηθοποιού και μουσικού Πάνου Βλάχου όταν στην μουσική σκηνή που εμφανιζόταν, έβαζε τον δημοσιογράφο Άρη Πορτοσάλτε και τον Υπουργό Υγείας Άδωνι Γεωργιάδη στο «ίδιο τσουβάλι», για την διαχείριση και την συγκάλυψη του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών. Ο στίχος «Μέσα σε έναν σάκο βάλτε, Άδωνι και Πορτοσάλτε» άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, με τον δημοσιογράφο να υποστηρίζει ότι ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης παρακινεί να τον σκοτώσουν και ότι παροτρύνει σε βία τον κόσμο εναντίον του ενώ ο Άδωνις Γεωργιάδης μιλούσε για «θύλακες που θέλουν την αποσταθεροποίηση, προφανώς υπάρχουν και καλό είναι να μην τους ερεθίζουμε. Οι θύλακες της τρομοκρατίας και της άκρας Αριστεράς υπάρχουν.»

 

Προσπάθησε πολύ να τον ακούσουν, να αντιληφθούν ότι οι στίχοι και η τέχνη του δεν έχουν σκοπό να υποκινήσουν τη βία, γιατί δεν είναι το χιούμορ και η σάτιρα που τη γεννούν.

Ο σαστισμένος καλλιτέχνης αρκέστηκε μόνο να πει: «Το μόνο που θέλω είναι να είναι καλά οι άνθρωποι, να τους συμβούν τόσο καλά πράγματα που να αλλάξουν απόψεις, ιδεολογίες, να αλλάξουν το επίπεδο της ενσυναίσθησης τους, του τρόπου που γίνεται η προπαγάνδα, τον τρόπο που προσφέρουν κάτι σ΄ αυτό τον τόπο. Ούτε μία στο εκατομμύριο δεν σκέφτηκα, ούτε έγραψα ποτέ κάτι που να αποτελεί προτροπή σε βία… Ας βάλουν και εμένα μέσα στον σάκο, ίσως έτσι έρθουμε πιο κοντά. Θα συνεχίσω να χρησιμοποιώ την τέχνη μου και να λέω τα πράγματα που με ικανοποιούν ιδεολογικά και ψυχικά. Δεν πρόκειται να σταματήσω ούτε στιγμή να λέω αυτό που πιστεύω, να το τραγουδάω.»

Τα έργα του ζωγράφου και εικαστικού Γιώργου Κόφτη, που «εξαφανίστηκαν»


«Ο κινηματογράφος» μπήκε στη ζωή μου σαν μια σκιά που μεγάλωνε σ΄ έναν τοίχο και μια κραυγή» έλεγε ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος. Η ιστορία του ζωγράφου Γιώργου Κόφτη, που τόλμησε να ζωγραφίσει το βλέμμα του μεγάλου κινηματογραφιστή Θεόδωρου Αγγελόπουλου, σε ένα τοίχο του ΑΠΘ και να  δημιουργήσει ένα εικαστικό έργο με «57 καρφιά»  στα Τέμπη, για την μνήμην όσων χάθηκαν στο σιδηροδρομικό δυστύχημα, καρφιά που εξαφανίστηκαν, είναι η δική μας κραυγή για τις σκιές που πλανώνται γύρω μας.

Στις 3 Ιουνίου στο πλαίσιο του καλλιτεχνικού ακτιβισμού και μετά από την εκδήλωση στην Αίθουσα Τελετών του ΑΠΘ, ο ζωγράφος Γιώργος Κόφτης αποτύπωσε μέσα από την ζωγραφική του αυτό που κάποιοι επιμένουν να ξεχάσουμε. Το βλέμμα του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, του ποιητή των κινηματογραφικών εικόνων, του ανθρώπου που δεν φοβήθηκε να μιλήσει μέσα από τις ταινίες του για την κοινωνική πραγματικότητα και την σύγχρονη ελληνική ιστορία. Την ιστορία της νεότερης Ελλάδας, έτσι όπως δεν τη διδαχθήκαμε ποτέ.

O Γιώργος Κόφτης ήθελε να βρίσκεται ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, στο μέρος που παίζονται συχνά έργα της Ελένης Καραΐνδρου και γίνονται διαλέξεις από φωτισμένους ανθρώπους. Ήθελε να υπάρχει εκεί το διεισδυτικό βλέμμα τού μεγάλου σκηνοθέτη. Το βλέμμα του Θεόδωρου Αγγελόπουλου «σβήστηκε» 41 μέρες μετά· προφανώς, δεν αντιμετωπίστηκε ως έργο τέχνης και κανείς δεν μπήκε στη διαδικασία να θεωρήσει ότι σηματοδοτεί το φως στο σκοτάδι. Εμείς πάλι κατανοούμε καλύτερα ότι οι ιδέες, οι σεναριακές και κινηματογραφικές αλήθειες του σπουδαίου Θεόδωρο Αγγελόπουλου και όσων τις προάγουν, δεν μπορούν να σβηστούν ποτέ.

Παρόλα αυτά μένει αυτή η σκιά, που δεν μεγαλώνει πια σ΄έναν τοίχο αλλά πλανάται πάνω από τα κεφάλια μας, μεγαλώνει και γιγαντώνεται δίπλα μας. Είναι η σκιά της πλήξης και της νωθρότητας. Είναι η σκιά που απαγορεύει το χρώμα στη ζωή μας, ισοπεδώνοντας την ίδια τη ζωή, τα όνειρα και την αισθητική μας. Είναι η σκιά που αφήνει να πεθαίνει ό,τι προάγει την ιδέα και την σκέψη. Είναι αυτή η σκιά που «καπελώνει» την ελευθερία του νου, την ανάγκη για διερεύνηση του κόσμου. Είναι η σκιά του παρελθόντος και οι μνήμες που, είτε το θέλουμε είτε όχι, έρχονται να μας «σημαδέψουν». Είναι ο περιοδεύοντας κινηματογραφικός «θίασος» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, η ιστορία της Ελλάδας από το 1939 έως το 1952. Από τις τελευταίες μέρες της δικτατορίας του Μεταξά, την έναρξη του πολέμου, την Ιταλική εισβολή, την Γερμανική κατοχή, την άφιξη των «συμμάχων», τον αιματηρό εμφύλιο μέχρι τις εκλογές του 1952 και η άρνηση της κυβέρνησης Καραμανλή, να εκπροσωπήσει την χώρα στα βραβεία Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, θεωρώντας την πολύ «Αριστερή».

Η είδηση ότι η ταινία είχε τεράστιο αντίκτυπο έφτασε στις Κάννες, αλλά η κυβέρνηση Καραμανλή, με το επιχείρημα ότι η ιδεολογία του «Θιάσου» ήταν μονόπλευρη και αριστερή, αρνείται να υποβάλει την ταινία ως κρατική εκπροσώπηση στο Φεστιβάλ. Έτσι, προβλήθηκε στο «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών», προκαλώντας πανζουρλισμό. Με πιο κορυφαία και συγκινητική στιγμή όταν ο Γερμανός σκηνοθέτης Βέρνερ Χέρτζογκ σηκώθηκε, ανέβηκε στη σκηνή και φίλησε τα παπούτσια του Αγγελόπουλου.

Εν τέλει η ίδια η ζωή, που γράφει την ιστορία της και κατατάσσει τον «Θίασο» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου στις λίστες με τις καλύτερες ταινίες του Παγκόσμιου Κινηματογράφου, είναι η ίδια η ζωή που λέει τις πιο μεγάλες αλήθειες, δια στόματος Γιώργου Κόφτη και όλων των φωτισμένων ανθρώπων αυτού του τόπου: «αγνοήστε αυτό τον ζόφο και πέστε με τα μούτρα στη δουλειά, στην όρεξη, στο φως.»

 

Σχόλια