Ο μικρός βούτηξε να πιάσει τον σταυρό. Με μανία κολυμπούσαν και τα άλλα παιδιά δίπλα του. Άλλα πιο μπροστά, άλλα παραπίσω. Το σημείο που έπεσε το αντικείμενο ήταν πολύ βαθύ. Γρήγορα εγκατέλειψαν τα τρία αγόρια και το ένα κορίτσι που είχαν βουτήξει. Ο μικρός τον έφτασε και αποπειράθηκε να τον σηκώσει. Ο σιδερένιος σταυρός, όμως, είχε μαγκώσει ανάμεσα σε δύο βράχους. Ξαφνιάστηκε, και με πείσμα έβαλε και το δεύτερο του χέρι για να τον τραβήξει δυνατά. Έκανε μερικές προσπάθειες, αλλά μάταια. Συνειδητοποίησε ότι του τελείωνε η ανάσα, προσπάθησε να ανοίξει τις παλάμες του, μα αυτό στάθηκε αδύνατο. Πανικοβλήθηκε, πάτησε τα πόδια του στον βυθό και άρχισε να τραβάει με όλη του τη δύναμη πλέον. Δεν μπορούσε να μιλήσει, κι έτσι, μόνο να σκεφτεί μπορούσε τη λέξη μαμά. Η αντοχή της ανάσας του είχε πλέον λιγοστέψει δραματικά και σίγουρα, ακόμη και αν κατάφερνε να αποκολλήσει τα χέρια του, δεν θα προλάβαινε να βγει στην επιφάνεια. Ξαφνικά, οι δύο βράχοι κινήθηκαν, τα χέρια του απελευθερώθηκαν και ο σταυρός άρχισε να ανεβαίνει προς την επιφάνεια, ωθούμενος από τη φόρα που τον τραβούσε.
Ανάμεσα στους δύο βράχους -παρατήρησε μέσα στον πανικό του-
ότι υπήρχε μια αντανάκλαση της επιφάνειας και έβλεπε τους ανθρώπους απ’ έξω
διαθλασμένους. Δεν ήξερε τι ήταν αλήθεια και τι όραμα, ήξερε, μόνο, πως πλέον του τελείωνε
η ανάσα και χωρίς δεύτερη σκέψη, από τον βυθό που ήδη βρισκόταν, βούτηξε μέσα
σε αυτόν τον άλλο βυθό. Ένιωθε σαν να
μην ήξερε τι του γίνεται, μιας και μετά από αυτή τη δεύτερη βουτιά, παρέμενε τελικά
στο ίδιο σημείο του βυθού, όμως δεν ένιωθε να ξεμένει από οξυγόνο ούτε να
πνίγεται.
Δοκίμασε να κολυμπήσει προς τα πάνω, αλλά δεν μπορούσε. Το σώμα
του έμοιαζε βαρύ σαν άγκυρα. Κοίταξε γύρω του στον βυθό και άρχισε να βλέπει
φιγούρες. Πέρασε από τη σκέψη του ότι έχει πεθάνει. «Πώς μπορώ να σκέφτομαι ενώ
έχω πεθάνει;» αναρωτήθηκε. Μέσα από αυτές τις φιγούρες, τις αλλοπρόσαλλες,
εμφανίστηκε ένας άντρας σε αναπηρικό αμαξίδιο. Ήταν περίεργο όραμα τούτο, γιατί
τον έβλεπε σαν όντως να ήταν μέσα στη θάλασσα. Τα μαλλιά του σάλευαν μέσα στο
νερό, το ίδιο και τα ρούχα του. Ενώ τα χέρια του πήγαιναν πέρα δώθε σαν να
κολυμπούσε ή σαν να έκανε τον μαέστρο στα θαλάσσια όντα ενώ παρέμενε καθισμένος
στη θέση του.
Δεν θυμόταν να τον είχε γνωρίσει ποτέ και όμως, ανακάλεσε στη
μνήμη του μια συζήτηση που είχαν, χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί ποτέ. Τον είχε
ρωτήσει αν είναι δυστυχισμένος και πώς είναι να ζει μια τέτοια ζωή; Εκείνος του
είχε απαντήσει: «Το μόνο που χρειάζομαι, είναι να βουτώ σε έναν βυθό και
ύστερα στον βυθό αυτού του βυθού και να πηγαίνω ακόμα πιο μέσα, ακόμη
σκοτεινότερα, ακόμη πιο κρύα, σε εκείνο το μοναχικό μέρος που λέγεται ζωή. Που
απλώνω το χέρι μου, πιάνω χώμα και νερό και με αναπλάθω. Εκεί καταλήγουμε όταν
πεθαίνουμε. Πολύ βαθιά μέσα μας. Στον παράδεισο του κενού και στην κόλαση της
ησυχίας. Εκεί ξεκινά η ύπαρξή μου». Και ύστερα εξαφανίστηκαν και οι δύο.
Κανείς δεν ξέρει τι απέγινε ο μικρός. Σώμα δεν βρέθηκε. Άλλοι είπαν ότι ο Θεός τον πήρε δίπλα του, άλλοι οι γοργόνες τον πήραν μαζί τους. Το πιθανότερο σενάριο, κατέληξαν κάποιοι, ήταν ότι κάποιο θαλάσσιο κήτος που παρέκκλινε της πορείας του, βγήκε στα ρηχά και τον άρπαξε. Αυτό που κανείς δεν κατάλαβε, είναι ότι το παιδί ζει και περιφέρεται από σώμα σε σώμα, πολύ βαθιά μέσα τους. Τους περιμένει να το βρουν βουτώντας -όχι για κάποιο σύμβολο ή για κάποιο βραβείο- αλλά για να ξεκινήσει η ύπαρξή τους στον βυθό του βυθού τους.