Στέφανος Ροζάνης: Ζούμε εν απουσία ανθρώπου

 

Στέφανος Ροζάνης Δημοκρατία χωρίς ανθρώπους;

(απομαγνητοφώνηση/επιμέλεια: Κωνσταντίνος Σύρμος) 

Θα έπρεπε, ακαδημαϊκά μιλώντας, να ορίσω καταρχάς τους όρους. Δηλαδή τον όρο «ολοκληρωτισμός» και τον όρο «δημοκρατία». Θα ξεκινήσω από τον δεύτερο όρο για να φτάσω στον πρώτο. Κυρίως στον σημερινό μας κόσμο, μέσα σε έναν κόσμο ο οποίος βρίσκεται κάτω από το καθεστώς αλλά και την απειλή της Παγκοσμιοποιημένης Τάξης Πραγμάτων, ο όρος «δημοκρατία», έχει καταστεί ένας πολύ θερμός όρος. Τι εννοώ λέγοντας «θερμός όρος», ένας όρος ο οποίος όχι μόνον τίθεται υπό αναρώτηση, αλλά κυρίως τίθεται υπό αμφισβήτηση. Μάλιστα, τίθεται υπό αμφισβήτηση από τους πλέον συντηρητικούς πολιτικούς στοχαστές. Ας πούμε, αν πάρω έναν από αυτούς, θα διαβάσω το τι ακριβώς προσπαθεί να πει, όταν μιλά για δημοκρατία στον σύγχρονο κόσμο. Λέγει λοιπόν: «Μέσα σε ένα παγκόσμιο πολιτικό κλίμα το οποίο είναι ρευστό, αβέβαιο και σε πολλές περιπτώσεις επικίνδυνο. Ορισμένοι αμφισβητούν κατά πόσο ο όρος "δημοκρατία" είναι επιθυμητός στις πράξεις τους αν όχι στα λόγια τους». Αν προσέξουμε λίγο τον ορισμό που δίνει, θα δούμε ότι διαχωρίζει την πράξη από τα λόγια. Η «δημοκρατία», είναι ένας όρος ο οποίος δεν είναι πια επιθυμητός στην πράξη τους, πολλές φορές δεν είναι επιθυμητός και στα λόγια τους. Για ποιο λόγο ο όρος «δημοκρατία», όπως τουλάχιστον τον έχουμε διαμορφώσει μέσα στο μυαλό μας κατά τη διάρκεια της πορείας του μέσα στην ιστορία των κοινωνιών, δεν είναι πια επιθυμητός; Αυτό είναι το θεμελιώδες ερώτημα το οποίο τίθεται και από την πολιτική σκέψη και από τη φιλοσοφία, αλλά και από τη σύγχρονη πρακτική.



Ο όρος «δημοκρατία» προαπαιτεί έναν άλλο θεμελιώδη όρο, τον όρο «δήμος». Για να υπάρχει δημοκρατία, πρέπει να υπάρχει δήμος και μάλιστα δήμος ο οποίος κρατεί, δηλαδή υπερισχύει. Και τι μπορεί να είναι ο δήμος παρά μονάχα η βούληση, η γενική βούληση ή των πολλών ή όλων. Ο Χέγκελ πολύ πριν, στην «Αρχαιολογία της Νεωτερικότητας», μας έχει δείξει ότι η δημοκρατία είναι μία οντότητα η οποία στηρίζεται στον δήμο, που σημαίνει στη θέληση των πολλών ή – συμπληρώνει ο ίδιος – ή δυνατόν και όλων. Η θέληση των πολλών έχει εκφραστεί πολύ αργότερα από τον Χέγκελ και από τον περίφημο Ζαν Ζακ Ρουσσώ, με τον όρο «γενική βούληση».

Τι μπορεί να σημαίνει μία γενική βούληση; Σημαίνει ότι κανένας νόμος μέσα στη δημοκρατία δεν μπορεί να είναι νόμιμος και δεν μπορεί να είναι νόμιμος κανένας νόμος, επειδή, ακριβώς, μέσα στο νόμο της δημοκρατίας αμφισβητείται, παραγνωρίζεται και παραγκωνίζεται η άποψη της μειοψηφίας. Όταν μιλάμε για ένα νόμο, έλεγε ο Ιμμάνιουελ Καντ, μιλάμε για κάτι το οποίο έχει καθολική ισχύ. Εάν κάτι διαφεύγει αυτής της καθολικής ισχύος, δε μπορεί να είναι νόμος και μέσα στις δημοκρατίες μας ο νόμος, ίσα-ίσα, τίθεται ως επιβολή πάνω στη μειοψηφία, που σημαίνει ότι η μειοψηφία δεν μπορεί να εκφραστεί μέσω του νόμου, που σημαίνει επίσης ότι ο νόμος δεν είναι νόμος. Κατά συνέπεια, η προϋπόθεση που θέτει ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ για την δημοκρατία, δηλαδή η «γενική βούληση», είναι εναντίον της δημοκρατίας και όχι υπέρ της δημοκρατίας.

Θα πρέπει να σκεφτούμε λοιπόν υπό ποια μορφή μπορεί να εμφανιστεί στο σύγχρονο κόσμο ένα δημοκρατικό καθεστώς. Αυτό το οποίο έχουμε καταρχάς μπροστά μας είναι η ύπαρξη ή η φαντασίωση ή η υποστήριξη μιας νεοφιλελεύθερης κρατικής υποστάσεως. Θα μου επιτρέψετε να σας διαβάσω ένα πολύ μικρό κομμάτι από τον Κορνήλιο Καστοριάδη, το οποίο έχει ακριβώς να κάνει με την ουσία, με το ουσιαστικό περιεχόμενο μιας φιλελεύθερης προσεγγίσεως της δημοκρατίας. Λέει ο Καστοριάδης: «Καταρχάς πρέπει να αναρωτηθούμε, τι είναι αυτή η περίφημη δημοκρατία δυτικού τύπου. Νομίζω, από την πλευρά μου, ότι το να μιλάμε για δημοκρατία σε αυτές τις περιπτώσεις, αποτελεί μέρος της τεράστιας ιδεολογικής οπισθοχώρησης και της ιστορικής αμνησίας, που χαρακτηρίζουν την εποχή μας και που εκφράζεται επίσης στο επίπεδο της διανόησης, στον πολιτικό στοχασμό, στη φιλοσοφία αλλά και στην οικονομία. Η λέξη “δημοκρατία”, είναι απλή όσον αφορά την έννοια και την κύρια επιδίωξή της. Οι Έλληνες επινόησαν αυτόν τον όρο, την ίδια εποχή που επινοούσαν το πράγμα, την πραγματικότητα στην οποία αντιστοιχούσε. “Δημοκρατία”, τίποτα περισσότερο αλλά και τίποτα λιγότερο από την εξουσία του λαού. Δεν υπάρχει χώρος για φιλοσοφικά ή ερμηνευτικά παιχνίδια, η δημοκρατία είναι η εξουσία του λαού». Για να δούμε, τι προσπαθεί να μας πει ο Καστοριάδης και πως, εμείς μπορούμε να τοποθετηθούμε απέναντι στον λόγο του Καστοριάδη περί δημοκρατίας. Μας λέγει, καταρχάς, ότι αυτό που ονομάζουμε σήμερα «δημοκρατία», δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία απόρροια ιστορικής αμνησίας. Δεν μας λέγει τίποτε άλλο παρά ότι αυτό που σήμερα αποκαλούμε «δημοκρατία», δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μέρος μιας τεράστιας οπισθοχώρησης ιδεολογικής. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει, καταρχάς, ότι η δημοκρατία μη μπορώντας να πραγματωθεί, σε έναν κόσμο μέσα στον οποίο η λέξη «λαός» έχει πάρει διαφορετική σημασία, μέσα σε ένα κόσμο όπου η οικονομική εξουσία έχει πλήρως καθισχύσει επί της πολιτικής εξουσίας, μέσα σε ένα κόσμο όπου κινείται μέσω της οικονομικής του κατεύθυνσης, ο όρος δημοκρατία εξ αυτού και μόνο του λόγου, είναι ένας άχρηστος όρος.



Δεν θα μπορούσε να υποστασιοποιηθεί ο όρος «δημοκρατία» αν και εφόσον, όπως συμβαίνει σήμερα, εκείνο το οποίο κινεί το κινούν δεν είναι το πολιτικόν αλλά είναι το οικονομικόν. Κάποτε ο Πλάτων, όταν ανέλυε την έννοια του πολιτικού, τοποθετούσε τον πολιτικό στην κορυφή των αξιών μιας κοινωνικής ομάδος ή μιας έστω και κρατικής οντότητος. Αν και, την εποχή που μιλούσε ο Πλάτων, κρατική οντότης δεν υπήρχε. Παρόλα αυτά ήταν η κορύφωση ο πολιτικός των αξιών, της αξιακής κλίμακος και οι αξίες, βεβαίως, πάρα πολύ απέχουν από την οικονομική αν θέλετε έκφανση μιας κοινωνίας. Είναι άλλο η αξιακή κλίμακα μιας κοινωνίας και άλλο η οικονομική της έκφανση. Όταν όμως η οικονομική της έκφανση επικρατεί επί της αξιακής κλίμακος, τότε δεν έχω τίποτε άλλο παρά μία κατάρρευση της ίδιας της δημοκρατίας.

Από την άλλη μεριά, παρατηρούμε ένα φαινόμενο το οποίο είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Η δημοκρατία γίνεται μία επένδυση, ένα ένδυμα, ένα φόρεμα του ολοκληρωτισμού. Δεν έχουμε πια δημοκρατία με την έννοια που θα μπορούσε ο όρος αυτός να υποστηρίξει τον εαυτό του. Έχουμε μία κατάσταση οικονομικού ολοκληρωτισμού, ο οποίος οικονομικός ολοκληρωτισμός ενδύεται το φόρεμα της δημοκρατίας. Αυτό κάνει έναν από τους σπουδαιότερους φιλοσόφους της εποχής μας ή μάλλον του 20ου αιώνα, τον Τάλμον, να μιλάει όχι για δημοκρατία, αλλά για «Ολοκληρωτική Δημοκρατία» και ακούστε τον να μιλάει για αυτό: «Η σύγχρονη Ολοκληρωτική Δημοκρατία, είναι μία δικτατορία η οποία βασίζεται στον λαϊκό ενθουσιασμό και με αυτόν τον τρόπο είναι εντελώς διαφορετική από την απόλυτη ισχύ, που ασκείται από την ελέω Θεού Βασιλεία ή από τον σφετερισμό της τυραννίας». Ας προσπαθήσουμε να αναλύσουμε αυτό το απόσπασμα από τον Τάλμον.

Έχουμε και πάλι εδώ δύο όρους. Ο ένας όρος είναι η «δικτατορία», ο άλλος όρος είναι η «ελέω Θεού τυραννία». Σε τι διακρίνεται η δικτατορία από την ελέω Θεού τυραννία, διακρίνεται κυρίως στο γεγονός ότι, η ισχύς που ασκείται από την δικτατορία, προϋποθέτει έναν λαό ενθουσιώδη για αυτήν. Αυτό ξέρετε τι σημαίνει; Με απλούς όρους σημαίνει: δημοσκοπήσεις, δημοσκόπους και ό,τι μπορούμε σήμερα να βιώσουμε, πάρα πολύ τραγικά ίσως, αλλά από την άλλη μεριά, μπορούμε να το βιώσουμε επειδή η κοινωνία έχει χάσει τη συλλογικότητά της. Είναι μία όπως θα 'λεγε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν «κοιμωμένη συλλογικότητα». Εδώ, κάποια συλλογικότητα η οποία θα μπορούσε να στηρίξει τη δημοκρατία καθ' οιονδήποτε τρόπο, βρίσκεται σε κατάσταση υπνώσεως και η κατάσταση υπνώσεως είναι ο ενθουσιασμός της. Από την άλλη μεριά, η συλλογικότητα βρίσκεται σε κατάσταση υπνώσεως, διότι βρίσκεται κάτω από καθεστώς φόβου. Με λίγα λόγια, η σύγχρονη δημοκρατία αποτελείται από φοβισμένους ανθρώπους. Σάμπως αυτό δεν το διαπιστώνουμε κάθε μέρα σε εμάς τους ίδιους. Άρα, ο ενθουσιασμός στον οποίον αναφέρεται ο Τάλμον, είναι ο ενθουσιασμός των φοβισμένων: «πάλι καλά, δεν μου πήραν το σπίτι μου», «πάλι καλά, μπορώ να τρώω σε μία ταβερνούλα», «πάλι καλά μπορώ να έχω στοιχειωδώς μία σόμπα να ζεσταίνομαι», «πάλι καλά, δεν έχω περιπέσει σε καθεστώς πεινάς». Συγνώμη, είναι αυτό συλλογικότης; Συγνώμη, είναι αυτό ανθρώπινη υποκειμενικότης; Είναι αυτό ένας άνθρωπος;

Κάποτε, ο Πρίμο Λέβι, μέσα στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως αναρωτάτο: "Se questo è un uomo?", αν αυτό το πράγμα είναι άνθρωπος. Ε, αυτό που βίωσε ο Πρίμο Λέβι μέσα στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, το βιώνουμε εμείς μέσα στην καινούργια, υπέροχη δημοκρατία μας. Πού θα μπορέσει λοιπόν να σταθεί ο όρος Δημοκρατία; Έθεσα το ερώτημα: «Σε τι διαφέρει η δημοκρατία από την ελέω Θεού τυραννία». Διαφέρει σε κάτι πάρα πολύ σημαντικό, ότι η ελέω Θεού τυραννία επιβάλλεται ενώ η δημοκρατία αναπαράγεται μέσω του φόβου, αναπαράγεται μέσω της δυσπραγίας και αναπαραγόμενη μέσω του φόβου και της δυσπραγίας, αναζητά τον εχθρό της. Αναπαράγεται αναζητώντας τον εχθρό της, πού θα τον βρει τον εχθρό της; Στον ξένο, κι αν δεν υπάρχει ξένος θα τον εφεύρει, γιατί πρέπει να υπάρχει ένα «εμείς» αλλιώτικο, διαφορετικό από ένα άλλο, από ένα «εσείς», από μία ετερότητα και πάνω εκεί, στο άλλο, στην ετερότητα, να δίνουμε όλη την αιτιολογία τον δικών μας δυσπραγιών, της δικής μας δυστυχίας. Ο άλλος, πια, είναι αυτός που μας κλέβει την ευτυχία. Να φύγουνε οι Αλβανοί, οι Πολωνοί, οι Πακιστανοί, γιατί μας κλέβουν τις δουλειές, λες και δουλειές υπάρχουν και μας τις παίρνουν αυτοί ενώ αλλιώς θα υπήρχαν δουλειές.



Κοιτάξτε ξαφνικά πως παράγεται το ιδεολόγημα της διατηρήσεως της δημοκρατίας από τα μέλη μιας φοβισμένης και καταπιεσμένης κοινωνικότητας. Τη δημοκρατία δεν την επιβάλλει κανείς. Συγνώμη, αλλά ακόμα και ο ολοκληρωτισμός του Χίτλερ δεν επεβλήθει με τανκς, τον Χίτλερ τον ψήφισαν και μάλιστα συντριπτικά∙ και πολύ περισσότερο τον ψήφισε επίσης και κατ' εξοχήν η εργατική τάξη. Δείτε αυτό στο οποίο επιμένει ο Τάλμον, τον ενθουσιασμό ο οποίος στηρίζει μία «Ολοκληρωτική Δημοκρατία», που είναι όμως δικτατορία. Τα πολιτικά συστήματα δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να εκμεταλλεύονται αυτόν τον λαϊκό ενθουσιασμό. Η έννοια του λαϊκού ενθουσιασμού είναι κεντρική έννοια της ολοκληρωτικής δημοκρατίας. Εμείς ψηφίσαμε, εμείς έχουμε το δικαίωμα να ψηφίσουμε διαφορετικά, να πόσο ωραία λειτουργεί η δημοκρατία μας και εκείνο που ξεχάσαμε είναι ότι πηγαίνοντας να ψηφίσουμε, έχουμε αφήσει πίσω μας ‒ ίσως δια παντός ‒ κάθε σκέψη που θα μπορούσε να φανερωθεί ως κριτική σκέψη. Δεν ψηφίζουμε δια της σκέψεως μας, ψηφίζουμε δια του θυμικού μας και αυτό είναι η παλιά, η πολύ παλιά αμαρτία της δημοκρατίας.

Όταν ένας Αλκιβιάδης μπορούσε να ξεσηκώσει μία αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία και να τη στείλει στη σφαγή των Μηλίων με ένα απλό τερτίπι, με μία απλή χρήση της ρητορικής. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι, εκείνο από το οποίο πάσχει η δημοκρατία ‒ και γι' αυτό γίνεται αυτός ο θερμός όρος και γι' αυτό γίνεται το αντικείμενο αυτή της διαμφισβήτησης ‒ είναι ότι η δημοκρατία δεν στηρίζεται πάνω στην κριτική σκέψη του ανθρώπου, στηρίζεται πάνω στο θυμικό του. Πάνω σε αυτό που λέει ο Τάλμον «ενθουσιασμό».

Μετά, εκείνο το οποίο θα γυρίσει πίσω σε εμάς, δεν είναι το κακό το ριζικό μας – που θα έλεγε και ο Βάρναλης – είναι ο άλλος που δημιουργεί το κακό το ριζικό μας. Κάθε τόσο θα βρίσκουμε Μέρκελ, κάθε τόσο θα βρίσκουμε Άγγλους, Γάλλους, Πορτογάλους, για να μπορέσουμε να απενεργοποιηθούμε από αυτό που εμείς οι ίδιοι, με τη βούλησή μας, με τη θέλησή μας, έχουμε δημιουργήσει, αυτό το οποίο μας υποβάλλει ο ενθουσιασμός μας. Μονάχα που ο ενθουσιασμός είναι εκείνος που ακυρώνει το ανθρώπινο υποκείμενο ως κριτική απέναντι στον κόσμο. Παραλύει κυριολεκτικά κάθε κριτική δύναμη, που διαθέτει το ανθρώπινο υποκείμενο, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον κόσμο. Τότε έχουμε μία δημοκρατία αλλά χωρίς ανθρώπους. Τότε έχουμε μία δημοκρατία αλλά χωρίς δήμο. Τότε έχουμε μία δικτατορία ενθουσιώντων ανθρώπων.

Υπάρχει ένας σπουδαίος διανοητής, ο Φάινμπεργκ, το βιβλίο του οποίου, ένα μικρό δοκίμιο, έχει εκδοθεί πρόσφατα. Ας δούμε ένα μικρό απόσπασμα από αυτό το βιβλιαράκι που αφορά τη φιλελεύθερη άποψη περί της δημοκρατίας. Γράφει λοιπόν ο Φάινμπεργκ: «Το νεοφιλελεύθερο καθεστώς έχει βρει μία καλή συνταγή για να διατηρεί τη σταθερότητα, ακόμη και όταν λειτουργεί αυτονομημένο από τον λαό του». Προσέξτε την έκφραση: «ακόμη και όταν λειτουργεί αυτονομημένο από τον λαό του». Και συνεχίζει: «αλλά ταυτόχρονα είναι μία συνταγή επικίνδυνη, διότι απογυμνώνει αυτά τα καθεστώτα από το βασικό μέσο για τη λαϊκή νομιμοποίηση, που απολαμβάνουν οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες από τα τέλη του 18ου αιώνα. Δηλαδή, από τη δυνατότητα να ισχυρίζονται ότι ενσαρκώνουν τη βούληση του λαού. Οι νεοφιλελεύθεροι δημοκράτες έχουν απορρίψει τον δήμο, αλλά δεν έχουν τι να βάλουν στη θέση του».

Και εδώ έχουμε δύο πάρα πολύ σημαντικούς όρους τους οποίους μπορούμε να συζητήσουμε. Ο πρώτος είναι αυτός που ήδη έχουμε θίξει, αυτό που λέγεται «γενική βούληση». Οι σύγχρονες δημοκρατίες είναι αυτονομημένες από τη γενική βούληση. Δηλαδή έχουν αυτονομηθεί και αποκοπεί από – προσέξτε – τη βούληση όχι τον ενθουσιασμό. Η βούληση είναι πράξη νοητική, πράξη κριτική. Ο ενθουσιασμός είναι συναίσθημα άκριτο. Άρα, η αυτονόμηση των δημοκρατιών έχει γίνει από τη βούληση και έχοντας γίνει από τη βούληση, έχει ενισχύσει τον ενθουσιασμό.



Το πρώτο και κύριο αυτό, το δεύτερο το οποίο θέτει είναι ότι, απορρίπτοντας τη βούληση του Θεού, συγνώμη, του λαού ήθελα να πω, ουσιαστικά απορρίπτεις την έννοια της δημοκρατίας, απορρίπτεις τον δήμο, αλλά απορρίπτοντας τον Δήμο, τι έχεις να βάλεις στη θέση του; Έκανα ένα λάθος και αντί λαού είπα Θεού, μάλλον μέσα μου το λάθος δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Όταν ο Διαφωτισμός απέρριψε το Θεό, έβαλε στη θέση του Θεού τον άνθρωπο. Θεοποίησε, με όλα τα παρελκόμενα, με όλες τις δυστυχίες που μας βρήκαν στη συνέχεια, αλλά θεοποίησε το ανθρώπινο υποκείμενο. Θεοποίησε την ανθρώπινη υποκειμενικότητα. Θεοποίησε εκείνο το καταραμένο και μαζί ευλογημένο "Cogito" του Καρτεσίου, το περίφημο "Cogito Ergo Sum". Κάτι λοιπόν έβαλε στη θέση του. Απορρίπτοντας τη σύγχρονη δημοκρατία, τον δήμο, τι μπορείς να βάλεις στη θέση του, τι μπορεί να το αναπληρώσει. Ξαφνικά η δημοκρατία άρετε, παράγεται όπως ένα – όπως λέμε στην σημειωτική – κενό σημαίνον. Δηλαδή πώς ένα σημαίνον χωρίς σημαινόμενον.

Ξέρουμε ότι για να στηρίξουμε έναν κόσμο πρέπει αναγκαίως να υπάρχει μία σχέση – όσο αυθαίρετη και να είναι αυτή – μεταξύ ενός σημαίνοντος και ενός σημαινομένου. Όταν λέω «δέντρο», είναι ένα σημαίνον, άρα το σημαινόμενον είναι η παράσταση του δέντρου κι ας μην υπάρχει εδώ δέντρο. Λέω «δέντρο» χωρίς να υπάρχει εδώ το αντικείμενο αναφοράς που λέμε, χωρίς να υπάρχει δηλαδή το δέντρο καθαυτό κι όμως, όλοι μας έχουμε την παράσταση του δέντρου. Άρα, όταν λέω δημοκρατία – και ας μην υπάρχει άνθρωπος εδώ μέσα – το αντικείμενο αναφοράς είναι ο δήμος, ο λαός, η θέλησή του. Τώρα, όταν αυτονομείται το σημαίνον από το σημαινόμενο, τι παράγεται; Ένα κενό σημαίνον. Πως είναι δυνατόν να διακυβερνηθεί ο κόσμος μέσω ενός κέντρου σημαίνοντος; Αυτό είναι το φιλοσοφικό προφίλ και αυτό είναι η καρδιά αυτής της ολοκληρωτικής δημοκρατίας την οποία αναλύει ο Τάλμον.

Πέραν της αντιφάσεως των όρων «Ολοκληρωτική Δημοκρατία» αν κάτι είναι ολοκληρωτισμός δεν μπορεί να είναι δημοκρατία και αν κάτι είναι δημοκρατία δεν μπορεί να είναι ολοκληρωτισμός. Πέρα λοιπόν αυτής της τραγικότητας, της αντιφάσεως των όρων, έχουμε και μία άλλη τραγικότητα, ότι ζούμε μέσα σε κενά σημαίνοντα και εμείς πιστεύουμε ακράδαντα ότι ζούμε μέσα σε ένα πραγματικό κόσμο. Πώς είναι δυνατόν να ζεις μέσα σε μία δημοκρατία χωρίς δήμο. Πώς είναι δυνατόν να ζεις μέσα σε ένα κενό σημαίνον. Είναι σαν να καλλιεργήσεις ένα φυτό ελλείψει χώματος. Πως μπορείς να φτιάξεις έναν κήπο χωρίς χώμα. Ωστόσο, ο κίνδυνος είναι ο εξής, ότι αυτό το κενό σημαίνον που είναι σήμερα η δημοκρατία, μέσα μας αποκτά κάποιες διαστάσεις φαντασιακές οι οποίες αναπαράγουν συνεχώς το κενό. Όπως θα λέγανε κάποιοι φιλόσοφοι, ζούμε στο κενό. Ζούμε με ένα φάρμακο που είναι placebo.

Η δημοκρατία μας είναι ένα placebo. Αν η δημοκρατία μας είναι ένα placebo, τότε και η ζωή μας είναι ένα placebo. Απλώς, ζούμε εν κενώ, μόνο και μόνο για να παράγουμε το κενό, πράγμα που σημαίνει ότι η ανθρώπινη υποκειμενικότητα αποδομείται αφ' εαυτής. Για να υπάρξει η ανθρώπινη ατομικότητα, χρειάζεται απαραίτητα την παρουσία μίας ετερότητας, τόσο απλό. Για να υπάρξω εγώ, προαπαιτούμενο είναι να υπάρχετε εσείς, αλλιώς δεν μπορώ να βεβαιώσω ούτε ότι εγώ υπάρχω ούτε ότι εγώ είμαι εδώ και μιλάω σε εσάς. Η άποψη του ότι υπάρχει μία πραγματικότητα, είναι εκείνη που μου δίνει τη βεβαιότητα ότι εγώ υπάρχω. Το κενό δε μου δίνει τέτοια βεβαιότητα. Η άποψη ότι είμαι άρρωστος μπορεί να ενισχύεται από το γεγονός ότι παίρνω χάπια, αν τα χάπια αυτά είναι placebo, δεν ξέρω, είμαι άρρωστος ή υγιής;

Δείτε ότι μέσα σε αυτή τη σχιζοφρένεια ζει το ανθρώπινο υποκείμενο. Ζει, ενεργεί, προσπαθεί, προσδοκά, ελπίζει, τα κάνει όλα αυτά, όμως, ελλείψει πραγματικότητας. Αναρωτιέμαι, χωρίς να δώσω μία κάποια εικόνα αμφισβητούμενη, εμείς τι κάνουμε όταν πάμε και ψηφίζουμε; Τι ψηφίζουμε, ψηφίζουμε υπαρκτές μορφές; Ή μήπως ψηφίζουμε μόνο και μόνο για να μπορέσουμε να συντηρήσουμε ένα κενό σημαίνον, ένα φάντασμα. Μα αυτή η ολοκληρωτική δημοκρατία για την οποία προσπαθώ να σας μιλήσω, για την οποία μίλησε ο Καστοριάδης, για την οποία μίλησε ο Φάινμπεργκ, για την οποία μίλησε ο Τάλμον και χιλιάδες άλλοι πολιτικοί στοχαστές, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα φάντασμα. Δεν υπάρχει. Η παράνοια είναι ότι οι κάλπες είναι υπαρκτές, ότι εμείς ως υπαρκτοί άνθρωποι πηγαίνουμε στις κάλπες, αλλά η ενέργειά μας είναι εντελώς φασματική, είναι ένα φάντασμα. Είναι ένα φάντασμα ελευθερίας, δεν είναι ελευθερία και αυτό το φάντασμα της ελευθερίας χτίζεται εν απουσία ελευθερίας, και αυτό το φάντασμα του πράττειν του σημερινού ανθρώπου, χτίζεται εν απουσία πράξεως. Το μόνο που μας μένει, είναι κάθε φορά που μία έκλαμψη μας καταλαμβάνει, να οικτίρομε εαυτούς, μονάχα που και αυτός ο οικτιρμός είναι το ίδιο φασματικός όσο και η ενέργειά μας.



Αυτό εδώ έχει και περαιτέρω υπαρξιακές, αν θέλετε, διακλαδώσεις, πως μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος εν απουσία πράξεως. «Ζω» σημαίνει «πράττω», ακόμα και «σκέφτομαι» σημαίνει «πράττω», γιατί η σκέψη είναι πράξη και αιφνιδίως ζω μέσα σε έναν κόσμο, που η πράξη είναι φάντασμα πράξεως, η σκέψη είναι φάντασμα σκέψεως, η βούληση είναι φάντασμα βουλήσεως. Όσο για τη δημοκρατία, δεν με αφορά και ούτε θα με αφορά, αυτό, ωστόσο, σημαίνει αποδόμηση και μάλιστα μία αποδόμηση η οποία είναι τόσο πολύ δραματική, που προσπαθεί να ισοφαριστεί μέσω της απελπισίας. Το σύγχρονο υποκείμενο είναι ένα απελπισμένο υποκείμενο. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ένας απελπισμένος άνθρωπος. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι μία ματαιωμένη και απεγνωσμένη οντότητα και «είναι οι προσπάθειές μας των συφοριασμένων» έλεγε ο Καβάφης. Γιατί αυτό; Για τον απλό λόγο ότι μέσα στον σύγχρονο, παγκοσμιοποιημένο, νεοφιλελεύθερο ή όπως αλλιώς θέλετε ονομάστε τον κόσμο μας, ζούμε εν απουσία ανθρώπου.

Η πραγματικότητα είναι ότι κάνοντας οτιδήποτε, προϋποτίθεται η απουσία ανθρώπου. Οι δείκτες μπορεί να είναι καλοί ή μπορεί να είναι κακοί. Καμιά φορά στο πανεπιστήμιο, έφερνα ως παράδειγμα από τον Ζίγκμουντ Μπάουμαν, κάτι που είναι πολύ όμορφο. Έλεγε ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν: «Εμφανίζεται ένας άνθρωπος σε έναν γιατρό και του λέει: Γιατρέ μου, δεν μπορώ να κάνω δύο βήματα μου κόβεται η ανάσα, μου πονάει το στήθος. Οι παλμοί μου φτάνουν τους πεντακόσιους. Ο γιατρός τον κοιτάει, βεβαίως σκέφτεται από μέσα του τη στεφανιαία νόσο και τον παραπέμπει σε εξετάσεις. Κάνει όλες τις εξετάσεις και τις φέρνει στον γιατρό. Ο γιατρός βλέπει ότι οι εξετάσεις είναι φυσιολογικές και ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν ρωτά: Αυτός ο άνθρωπος είναι άρρωστος ή όχι. Οι δείκτες είναι τέλειοι αλλά αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να περπατήσει, αλλά αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να αναπνεύσει, αλλά αυτού του ανθρώπου τού κόβονται τα πόδια στην παραμικρή κίνηση. Είναι άρρωστος ή όχι; Η απάντηση του Μπάουμαν: «Μα ναι, είναι βαθιά άρρωστος γιατί προσομοιάζει την ασθένεια». Είναι αυτό που στη φιλοσοφία ονομάζουμε «simulatum», προσομοίωση. Εμείς λοιπόν τι κάνουμε, προσομοιάζουμε τη δημοκρατία, άρα είμαστε άρρωστοι και μάλιστα βαθύτατα άρρωστοι. Άρα, δεν είμαστε ανθρώπινο υποκείμενο, αλλά είμαστε προσομοιώσεις ανθρώπινων υποκειμένων, είμαστε simulatum και τίποτε άλλο. Αυτή τη δύστυχη ιστορία έχει η δημοκρατία μας και μέσα σε αυτή ζούμε.

 

Προτάσεις