Όλγα Λαμπράκη: Ένας μονόλογος, παρέα με τη Γώγου

Όλγα Λαμπράκη: Ένας μονόλογος, παρέα με τη Γώγου

(γράφει η Όλγα Λαμπράκη)

Σήμερα θα επιχειρήσω μία φανταστική συζήτηση μαζί σου Κατερίνα. Υπάρχει βέβαια ένα θέμα στη δική σου περίπτωση, καθώς πάντα αμφισβητούσες τις συνεντεύξεις ως «αυθεντικά καλλιτεχνική έκφραση». Σαν μία υπαινικτική καχυποψία μεταξύ συντευξιαζόμενου και δημοσιογράφου, σαν μία στερεοτυπική συνθήκη που κάθε άλλο παρά αναγνωρίζει τη σημασία της ποιητικής γραφής «ένα στριπτίζ μπροστά στα αλλήθωρα μάτια μπανιστηρτζίδων αναγνωστών». Όμως, από κάπου πρέπει να εκκινήσουμε την επαφή μας. Αρχίζω εγώ, σ’ ένα παιχνίδι εσωτερικού μονολόγου, εσύ βυθίσου χωρίς προορισμό και ελπίζω να σου βρω εκείνες τις «λέξεις - φωτάκια», που αναζητούσες και δεν έβρισκες μέσα στις νύχτες.

Έτος 1980. Η εφημερίδα Ελευθεροτυπία  γράφει για την «εντυπωσιακή εισβολή» σου στον χώρο της ποίησης. Δεν σου αρέσει ο χαρακτηρισμός της ποιήτριας, γράφεις γιατί δυσκολεύεσαι να μιλήσεις, να εκφραστείς: «Αισθανόμουνα μια μουγγαμάρα. Επικοινωνία από το πουθενά, από τίποτα και όταν άρχισα να γράφω, νόμιζα ότι θα σπάσει το στυλό». Επαναστάτρια εκ φύσεως. Δεν χωράς πουθενά, δεν πιστεύεις στα «μεμονωμένα κινήματα», δεν δένεσαι με τίποτα και κανέναν, δεν κατηγοριοποιείσαι ως πολιτική ταυτότητα, είσαι αυτό που πηγάζει από τα βιβλία σου. Ακούς τους εσωτερικούς  σου κρότους, εκείνο το τσεκούρι στα ανθρώπινα χέρια που κρατούν οι αόρατοι και οι βασανισμένοι των δρόμων, οι οποίοι απροκάλυπτα στάθηκαν δίπλα σου, γιατί είναι από την δική σου φτιαξιά, βιώνουν οδυνηρά τα προσωπικά τους τραύματα και θέλουν, όπως εσύ, να βγουν από τον εαυτό που τους βασανίζει. Είναι σε αυτόν τον στίχο που λες «Δέντρο ήμουν και έσπασα. Μου σπάσαν όλα τα κλαδιά». Ξέρεις την δύναμη του πόνου, δεν υποτιμάς τα πάθη «η ζωή δεν είναι μονάχα στομάχι κι αν μερικές φορές παίρνει καταστροφικές μορφές, είναι ακριβώς τότε που πιο πολύ θέλει να ζήσει».



Κατεβαίνεις στους δρόμους, αγωνίζεσαι με διάφορους τρόπους ειδικά και γενικά  σε μία κατάσταση ποιητικής αναρχίας, αγανακτισμένη με την ίδια την ουσία της αγανάκτησης: «Ξέρω πως ποτέ δεν σημαδεύουνε στα πόδια, στο μυαλό είναι ο Στόχος, το νου σου ε», στίχος καταγγελτικός, οργισμένος, που προειδοποιεί για να βρεθεί το νόημα, το δίκαιο, να ξεκαθαρίσει η «θολούρα», να απαντηθεί το ερώτημα: «ναι, αλλά τι έκανες σήμερα χρυσή μου; Τι έκανες σήμερα;». Πόσο ωραία, σε αυτό το ποίημα, άφηνες να ενδυθεί η αδιαφορία σου για το φεμινιστικό κίνημα. Ναι, μπορείς να καταλάβεις τις γυναίκες, αλλά δεν θες μία μορφή εμπαιγμού  και αυτή στο κατεστημένο που χτύπαγες ως «αντικοινωνική». Εξάλλου όλα για τον Άνθρωπο γίνονται και κάπου εκεί, σαν άλλος Οδυσσέας «στη μέσα της θάλασσας χωρίς σκαρί, χωρίς συντρόφους και πανιά, χωρίς κανένα γυρισμό, μόνο να ταξιδεύω», δημιουργείς την αυτοβιογραφία σου με τίτλο: «Με λένε Οδύσσεια», πρώτη φορά σε πεζό λόγο. Δύσκολο για σένα που θεωρούσες ότι όλες οι αυτοβιογραφίες είναι και η ταφόπλακα του δημιουργού.

Έντιμη και σε αυτό το βιβλίο κι ας κάνεις σκληρή κριτική στον εαυτό σου κι ας δίνεις στοιχεία τού εαυτού σου προς το «αδηφάγο» κοινό.

«Σε ενοχοποιούν

όχι τόσο οι πράξεις σου,

σε ενοχοποιούν οι σκέψεις

οι σχέσεις σου,

κάτι χαμόγελα που έσβησες

κάτι μαλακισμένες εικόνες που κουβαλάς

σχεδόν ηλιοβασίλεμα. Σε ενοχοποιεί η αθωότητά σου

και αυτά που της χρωστάς.

Κάτι λάθη

και κάτι πάθη. Και έτσι είσαι ζωγραφισμένος

σ’ ένα κόκκινο μπαλόνι που ανεβαίνει

δε μιλάει

ανεβαίνει πάνω απ’ την πόλη».

(Κατερίνα Γώγου, Σ' ένα κόκκινο μπαλόνι
Με λένε Οδύσσεια, 2002)




Όλοι είμαστε ζωγραφισμένοι σε ένα κόκκινο μπαλόνι όπου, αν καταφέρουμε να συμφιλιώσουμε το ατομικό με το συλλογικό, το όνειρο με την πράξη, την τέχνη με τον έρωτα, την ελευθερία με την μοναξιά, τότε «συγχώρεση να πάρουμε και Άφεσης ποίημα να γενεί». Όπου κι αν ταξιδεύεις είτε σε θάλασσες πλατιές είτε σε τρένα όπως ονειρευόσουν, αφήνω το δικό μου κόκκινο μπαλόνι να πετάξει για λίγο δίπλα στο χλωμό φως σου. Ίσως οι λέξεις του να μεταφέρουν την αλήθεια, που για σένα ήταν ο θεός ο ίδιος.

«Το δικό μου κόκκινο μπαλόνι Κατερίνα

έχει το πορφυρό καρδιακό χρώμα

Είναι συμφιλιωμένο πια

με τη  χαμένη αθωότητά του

Και δεν αντιμετωπίζει

τον Έρωτα ως Θάνατο


Δεν είναι ακηδεμόνευτο

αλλά μετεωρίζεται και πετάει ελεύθερο

ξαναγυρίζοντας σε μένα ελαφρύτερο

από κάθε εσωτερική αναταραχή


Τα συναισθήματα που κουβαλά

τα κάνει μικρές σιωπηλές εξομολογήσεις

στα αγαπημένα χέρια που το βαστούν

χωρίς να ενοχοποιείται πλέον

από τις σκέψεις του


Το δικό μου κόκκινο μπαλόνι

δεν έχει σβηστό χαμόγελο

από τις συναισθηματικές προθεσμίες

γιατί όταν πετά

δεν πλησιάζει καμένους ήλιους

που του φωνάζουν «απαγορεύεται»

ή «επιτρέπεται»

αλλά έναν παράδεισο


Ακόμη κι αν είναι χαμένος

είναι ο μόνος υπαρκτός».

(Όλγα Λαμπράκη, «Κατερίνα»)

 

Προτάσεις