Ευθυμία Καραγιανοπούλου: Ν. Λύτρας, Κ. Βολανάκης, Ν. Γύζης, οι μεγάλοι Έλληνες ζωγράφοι

 

Ευθυμία Καραγιανοπούλου: Ν. Λύτρας, Κ. Βολανάκης, Ν. Γύζης, οι μεγάλοι Έλληνες ζωγράφοι

(γράφει η Ευθυμία Καραγιανοπούλου)

Η νεοελληνική τέχνη, μέρος της οποίας είναι και η ζωγραφική, κάνει εντονότερη την παρουσία της και εξελίσσεται περαιτέρω στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (1850 έως 1860 για την ακρίβεια) με την ανάδειξη κάποιων γιγάντων της ιστορίας της νεοελληνικής ζωγραφικής που διαμόρφωσαν καθοριστικά τις Καλές Τέχνες στον Ελληνικό χώρο, έχοντας διεθνή αναγνώριση. Σαφέστερα, η τριανδρία του Νικηφόρου Λύτρα, Κωνσταντίνου Βολανάκη (ή Βολονάκη) και Νικόλαου Γύζη, εκπροσωπεί καίρια την ελληνική παρουσία στην Σχολή του Μονάχου ή αλλιώς στον «ακαδημαϊκό ρεαλισμό» που σύστησε η πρώτη.

Σε σχέση με την ζωγραφική φυσιογνωμία του πρώτου, ο Νικηφόρος Λύτρας διακρίνεται έντονα από διαρκώς εξελισσόμενη πορεία με διαφορετικές τεχνοτροπίες, γεγονός που τον καθιστά έναν καλλιτέχνη - χαμαιλέοντα. Ειδικότερα, στην πρώτη φάση της καριέρας του ‒ όντας έντονη η επίδραση της Σχολής του Μονάχου όταν ακόμα ήταν μαθητής σε αυτήν ‒ ακολούθησε την ιστορική ζωγραφική, κάνοντας πηγή του την ελληνική ιστορία και μυθολογία.



Σε αυτήν την φάση, λοιπόν, είναι έντονη η επιρροή από το αρχαίο παρελθόν. Ως προς αυτό, χαρακτηριστικός είναι ο πίνακας η Αντιγόνη εμπρός στον νεκρό Πολυνείκη, που όπως δηλώνει και ο τίτλος αναφέρεται στην ηρωίδα του Σοφοκλή και στον νεκρό αδερφό της. Μετά από αυτήν την φάση και όταν γυρίζει πλέον στην πατρίδα του, ο Νικηφόρος Λύτρας στρέφεται προς την προσωπογραφία, όπου συνδέει το όνομά του με την αριστοκρατία της εποχής, ζωγραφίζοντας γνωστά πρόσωπα της Αθηναϊκής, αστικής κοινωνίας.

Ο Λύτρας δεν είναι ένας άδοξος καλλιτέχνης αλλά αναγνωρίζεται ως υπερ- ταλαντούχος ζωγράφος ήδη από τα σύγχρονα του χρόνια. Έτσι, σε αυτήν την δεύτερη φάση της προσωπογραφίας συνδέει το όνομά του με σημαντικές διακρίσεις και γίνεται ένας καλλιτέχνης που γνωστοποιείται στο συλλογικό κοινό. Χαρακτηριστικός πίνακας, ως προς την προσωπογραφία, αποτελεί η βασίλισσα Όλγα. Ο ζωγράφος δεν απεικονίζει μόνο το πορτραίτο της αλλά και το σώμα της. Συνάμα, μέσα από την προσωπογραφία αναδεικνύεται η δυνατότητα του καλλιτέχνη στη χρήση του λευκού χρώματος που το κάνει πρωταγωνιστή τόσο στις μορφές όσο και στον φόντο του˙ γεγονός αξιοπρόσεκτο που τονίζει την δεξιοτεχνία του ζωγράφου, καθώς δύναται να σκιαγραφήσει τις λεπτομέρειες μέσα από το λευκό.

Σε τελική φάση, όμως, ο Νικηφόρος Λύτρας αφήνει το στίγμα του περισσότερο στην ηθογραφία, που αποτελεί και την κυριότερη φάση ωρίμανσής του. Αυτή είναι η μεγάλη καινοτομία του και ως προς αυτό διακρίνεται στην ιστορία της τέχνης. Οι πρώιμες φάσεις που προαναφέρθηκαν δεν ήταν εκείνες που καθιέρωσαν την φυσιογνωμία και την αισθητική του Λύτρα. Η μεγάλη παρακαταθήκη του έγκειται ως προς την ηθογραφία. Συγκεκριμένα, μέσα από αυτήν την επιλογή παρατηρείται μία μετάβαση της ζωγραφικής αισθητικής, κατά την οποία παραγκωνίζεται το ιστορικό στοιχείο (που αρχικά τον χαρακτήριζε) και υμνείται το άμεσο περιβάλλον τού μέσου, κοινού ανθρώπου. Μέσω της ηθογραφίας ο καμβάς δεν μορφοποιεί τις μεγάλες ιδέες και τα σπουδαία πρόσωπα αλλά την απλή, καθημερινή ζωή, με τις λεπτομέρειες και την αγνότητα που την χαρακτηρίζει. Η ηθογραφία του Λύτρα γίνεται σημαία του γνήσιου, άφθαρτου τρόπου ζωής, που αγαπά την ύπαιθρο, την παράδοση, γίνεται μέσο αποκρυπτογράφησης ενός γνήσιου ελληνικού τρόπου ζωής. Χαρακτηριστικός πίνακας ως προς αυτό αποτελούν τα κάλαντα. Ο ζωγράφος αναφέρεται σε μία καθημερινή στιγμή του άμεσου περιβάλλοντος που σχετίζεται με τα ήθη των Χριστουγέννων. Η ηθογραφία δηλώνει ότι τελικά δεν ήθελε να γίνει ο ζωγράφος «βουτυρόπαιδο» της αστικής κοινωνίας, αλλά εκείνος που κάνει πρωταγωνιστή του τον μέσο, λαϊκό άνθρωπο και τα ήθη κι έθιμα της Ελλάδας. Είναι ο ζωγράφος του φτωχού αγρότη, κτηνοτρόφου και του παραδοσιακού Έλληνα. Δεν είναι τυχαίος, άλλωστε, και ο πίνακας η επιστροφή από το πανηγύρι της Πεντέλης στον οποίο πρωταγωνιστεί η παραδοσιακή αμφίεση και η παρουσία της οικογένειας. Ο Λύτρας αγαπόντας τον στενό δεσμό με την οικογένεια που χαρακτηρίζει την Ελλάδα ‒ όχι απλώς μορφοποιεί, περιγράφει την καθημερινότητα ‒ αλλά φανερώνει την συναισθηματική διάσταση στις μορφές της, απεικονίζοντάς τες με λεπτομέρεια.



Δευτερευόντως, μέσα από την ηθογραφία του, υμνεί όχι μόνο την ελληνική παράδοση αλλά και την ανατολίτικη κουλτούρα καταρρίπτοντας την προκατάληψη που την θέλει παρακατιανή κοινωνία. Ζωγραφίζει αραπάκια, μάντισσες, θέλοντας να μεταδώσει στους πίνακές του αυτό το μυστήριο της Ανατολής. Επιλογικά, προς το τέλος της ζωής του σαν να νιώθει το τέλος του, οι πίνακές του γίνονται πιο πεσιμιστικοί και μελαγχολικοί, αναδεικνύοντας την θλίψη των γηρατειών, τις μεταφυσικές ανησυχίες και τον θάνατο.
Σε σχέση με τον δεύτερο καλλιτέχνη, ο Κωνσταντίνος Βολανάκης δεν παρουσιάζει διαφορετικές αισθητικές τεχνοτροπίες όπως ο Λύτρας, αλλά διακρίνεται από μία ενιαία πορεία από την αρχή της καριέρας του έως και το τέλος της, που σχετίζεται ξεκάθαρα με την τοπιογραφία. Ο Βολανάκης, σαφέστερα, παραγκωνίζοντας την γενικότερη τάση της εποχής που σχετίζονταν με την προσωπογραφία νιώθει ότι εκφράζεται από το τοπίο. Έτσι, γίνεται ο πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας. Στους πίνακες του είναι επαναλαμβανόμενη και καίρια η παρουσία της θάλασσας, των πλοίων, των λιμανιών, του ουρανού. Αγαπά το μπλε και, όντας ο ίδιος Έλληνας, κάνει πρωταγωνιστή της τέχνης του την θάλασσα, που λόγω της γεωγραφικής θέσης της πατρίδας του έχει την δυνατότητα να βλέπει και να απολαμβάνει κάθε Έλληνας˙ γεγονός που δεν είναι δεδομένο για τον ψυχρό, τεχνοκράτη βορειοευρωπαίο, που βρίσκεται μακριά από τον μεσογειακό βίο. Επομένως, η τοπιογραφία και ειδικότερα η θαλασσογραφία για τον Βολανάκη αποτελεί την έκφραση του μεσογειακού του ταπεραμέντου.

Η θάλασσα για εκείνον έχει έναν συμβολικό χαρακτήρα λόγω της πολλαπλότητας που την χαρακτηρίζει. Η θάλασσα άλλοτε είναι συμπαράσταση, γαλήνη και άλλοτε επικίνδυνη, άγνωστη. Για αυτόν τον λόγο, άλλωστε, ο Βολανάκης παρουσιάζει μία γαλήνια θάλασσα που χαϊδεύει, αλαφρώνει τον θεατή και δύναται να τον ταξιδέψει. Χαρακτηριστικοί πίνακες τέτοιας διάθεσης είναι οι εξής: Συλλέγοντας τα δίχτυα, Αγκυροβολημένα σκάφη, Έξω από το λιμάνι και άλλοι. Ταυτόχρονα, παρουσιάζει και την άλλη όψη μέσα από θαλασσοταραχές, τρικυμίες και ερείπια καραβιών στις ακτές. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το ότι κατ’ επανάληψη ζωγραφίζει ναυάγια και ναυμαχίες. Χαρακτηριστικοί πίνακες αυτής της πιο άγριας θάλασσας είναι οι εξής: Το κάψιμο της τουρκικής φρεγάτας, Σκάφη και παιδιά στην παραλία, Ναυτική μάχη στην Λίσσα, Η ναυμαχία της Σαλαμίνας και άλλοι.

Θέλοντας να τον συγκρίνουμε με τον Νικηφόρο Λύτρα, είναι σημαντικό να διευκρινισθεί ότι ο Βολανάκης παρουσιάζει και επικεντρώνεται στο τοπίο, στη θάλασσα και στις καταστάσεις. Σκοπός του είναι να εγείρει το συναίσθημα του αποδέκτη της ζωγραφικής του μέσα από το τοπίο στο οποίο ο άνθρωπος είναι αμελητέος και ασήμαντος. Για αυτό τον λόγο, δεν σκιαγραφεί την ψυχολογία, δεδομένου ότι η ανθρώπινη παρουσία είναι υποβαθμισμένη λόγω της κυριαρχίας της θάλασσας. Ως εκ τούτου, ο Βολανάκης είναι θεματοκεντρικός ενώ ο Λύτρας ανθρωποκεντρικός.
Επιλογικά, είναι αναγκαίο να αναφερθεί η ένταξη του θαλασσογράφου ζωγράφου σε μία συγκεκριμένη αισθητική τεχνοτροπία. Ειδικότερα, ο Βολανάκης ακολουθεί τον ιμπρεσιονισμό. Μέσα από αυτόν, δύναται να ζωγραφίσει πειστικότερα και πιο επαρκώς την θεματική του, που σχετίζεται με τη θάλασσα. Αγαπά τον ιμπρεσιονισμό, γιατί η θάλασσα διακρίνεται από λεπτομέρεια. Αρέσκεται στον εξωτερικό χώρο, στην δεξιοτεχνική έμφαση του φωτός, στις σκιές που δημιουργούνται στη θάλασσα από τα καράβια. Δίνει την άμεση εντύπωση του φυσικού τοπίου της θάλασσας, κάνοντας πρωταγωνιστή του την λεπτομέρεια.
Τέλος, ο Νικόλαος Γύζης (του οποίου δάσκαλος και φίλος του ήταν ο Νικηφόρος Λύτρας), αποτελεί μία ιδιαίτερη φιγούρα πρωτίστως ανθρώπου και δευτερευόντως καλλιτέχνη. Οι επιστολές που μας σώζονται, φανερώνουν έναν βαθιά πνευματικό άνθρωπο, βαθιά θρησκευόμενο, με έντονες ευαισθησίες και ανησυχίες. Ήταν ένας ασκητής, που μέσα από τον ποιητικό του λόγο φανέρωνε μία ταπεινότητα και σεμνότητα, η οποία τον καθιστούσε αγαπητό σε όλους. Ήταν μεγαλόψυχος και πάντα εξέφραζε μία νοσταλγία για την πατρίδα του, την Ελλάδα, που ποτέ δεν ξέχασε εάν και για πολλά χρόνια ζούσε στην Γερμανία.

Όλο αυτόν τον ψυχισμό αποδίδει και στα έργα τέχνης του. Αρχικά, αγαπά την ιστορικότητα και τον ρεαλισμό. Αντιμετωπίζει το ιστορικό γεγονός με απλό τρόπο και με τους όρους της πραγματικότητας, δεν ωραιοποιεί τη μορφή αλλά την αποδίδει όπως είναι. Όντας ανθρωποκεντρικός, γίνεται ψυχογράφος και αφηγείται ιστορίες. Ταξιδεύει τον θεατή του, αποκρυπτογραφώντας την καθημερινή ζωή της Ανατολής αλλά και της Ελλάδας. Ως προς αυτό, επομένως, στο πρώιμο στάδιο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας είναι φανερή η επίδραση του ηθογράφου δασκάλου του. Τονίζει το φως όντας βασικό χαρακτηριστικό στην τέχνη του, πριμοδοτώντας συνάμα τον σημαντικό ρόλο των χρωμάτων που έχουν οι πίνακές του. Χαρακτηριστικά έργα τέχνης ως προς τα προαναφερόμενα είναι: το κρυφό σχολείο, το παιδί με τα κεράσια, ο Άραβας/ ανατολίτης με το τσιμπούκι και άλλοι.



Βέβαια, ο Νικόλαος Γύζης θριαμβεύει και εκτοξεύει την ζωγραφική πορεία της Νεοελληνικής Τέχνης όντας ξεκάθαρος πρόδρομος του συμβολισμού και της αλληγορίας. Η ρότα της Νεοελληνικής ζωγραφικής αλλάζει μέσα από τον Γύζη, που, στην ώριμη φάση του, επιλέγει να μην αποδώσει το πραγματικό. Ξεφεύγει από τον ακαδημαϊσμό της Σχολής του Μονάχου και σφυρηλατεί τον συμβολισμό, μέσα από τον οποίο καταθέτει τον ψυχισμό του. Οι αλληγορικές και μεταφυσικές παραστάσεις τονίζουν το θρησκευτικό περιεχόμενο των έργων του, δεδομένου ότι και ο ίδιος ήταν βαθιά θρησκευόμενος και ασκητής. Ο καμβάς γίνεται το μέσο κατά το οποίο εκφράζει τις ανησυχίες του, τους προβληματισμούς του, τις υπαρξιακές του αγωνίες. Οι πίνακες της ύστερης φάσης του μεταδίδουν την πνευματικότητα, τη φαντασία και το όνειρο. Δεν αφηγούνται, πλέον, ιστορίες αλλά μεταδίδουν συναισθήματα και τον ψυχισμό του ίδιου του καλλιτέχνη. Έτσι, μορφοποιούνται ιδέες που τονίζουν το υποκειμενικό στοιχείο. Ο καλλιτέχνης αποκαλύπτει και τον εαυτό του μέσα από το έργο τέχνης του. Όλα αυτά δεν ήταν τυχαία καθώς και ο ίδιος ήταν έντονα επηρεασμένος από την κλασσική μουσική του Richard Wagner και γενικότερα την όπερα που αγαπούσε. Χαρακτηριστικοί πίνακες ως προς την αλληγορία, παραβολή, αφαίρεση είναι: H αράχνη, H δόξα των ψαρών, μα πρωτίστως το αριστούργημα: Η αέρινη συμφωνία!

Ο Νικόλαος Γύζης σπάει τα στεγανά και τρέχει με χιλιόμετρα μπροστά από την εποχή του. Εάν και πεθαίνει το 1901 είναι εκείνος που φλερτάρει με τον εξπρεσιονισμό που κατά την κοινή παραδοχή των μελετητών, θα πρωταγωνιστούσε στα έργα του εάν ζούσε περισσότερο και συνέχιζε να δημιουργεί. Η μεγάλη του καινοτομία έγκειται στο ότι μέσω των κάδρων του, εξέφρασε έναν εαυτό βαθιά ποιητικό, πνευματικό, με ευαισθησίες και ανώτερο πνεύμα. Από τη στιγμή που ήταν ο άνθρωπος εξαίρεση θα ήταν και τα έργα του εξαίρεση, μοναδικά. Για αυτό τον λόγο οι αλληγορίες του, οι αοριστολογίες και παραβολές συνιστούν ‒ όχι διαφορετικό θέμα δεδομένου ότι ο Θεός ήταν σημείο αναφοράς ήδη από την Μεσαιωνική τέχνη ‒ αλλά διαφορετικό και νέο τρόπο απόδοσης των μετέωρων ιδεών. Δεν ακολουθεί την πεπατημένη και την μόδα της εποχής που πρότασσε τον ιμπρεσιονισμό. Αντιθέτως, μέσω του συμβολισμού και ενός πρώιμου εξπρεσιονισμού προτού αυτός επέλθει τυπικά ως κίνημα, κάνει πρωταγωνιστή του την διορατικότητα.
__________

Η Καραγιαννοπούλου Ευθυμία είναι θεατρολόγος - θεωρητικός θεάτρου με ειδίκευση στην φιλοσοφική πρόσληψη της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας αλλά και στην Αισθητική Φιλοσοφία ευρύτερα. Εργάζεται στην ιδιωτική μέση εκπαίδευση ως θεατροπαιδαγωγός και ως προγυμνάστρια μαθητών θεωρητικής κατεύθυνσης σε φροντιστήρια. Είναι άριστη πτυχιούχος του τμήματος Θεατρολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπότροφος του ΙΚΥ. Επίσης είναι διπλωματούχος δύο μεταπτυχιακών της Ιστορίας της Φιλοσοφίας και της Θεατρολογίας (του Πανεπιστημίου Αθηνών αμφότερα). Τώρα εκπονεί διδακτορική διατριβή πάνω σε ένα θέμα που διερευνά την σύνδεση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας με την πολιτική φιλοσοφία. Έχει εργαστεί σε έμμισθα ερευνητικά προγράμματα για το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Harvard.

 

Προτάσεις