Ευθυμία Καραγιαννοπούλου: Από την αρχαϊκή κοινωνία στην αρχαϊκή τέχνη

Ευθυμία Καραγιανοπούλου: Από την αρχαϊκή κοινωνία στην αρχαϊκή τέχνη

Η τέχνη δεν αποτελεί μία απλή βιτρίνα αλλά ορίζεται και διαμορφώνεται από τον πατέρα δημιουργό της, δηλαδή τον καλλιτέχνη ο οποίος με τη σειρά του δεν είναι αυτόφωτος αλλά δρων υποκείμενο των καιρών του. Ως εκ τούτου, επηρεάζεται σημαντικά από τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις του τόπου που του έλαχε. Αυτή η αλληλεξάρτηση της τέχνης με την ιστορία είναι παμπάλαια και αποτελεί διαχρονικό στοιχείο για την ίδια ανεξάρτητα χρόνου και τόπου. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και στην περίπτωση της αρχαίας ελληνικής τέχνης του 6ου αιώνα π.Χ (750 π.Χ έως 480 π.Χ για την ακρίβεια) στα λεγόμενα «αρχαϊκά χρόνια».

Σαφέστερα, θέλοντας να αναφερθούμε στις προϋποθέσεις εξέλιξης της τέχνης της αρχαϊκής περιόδου, πρέπει να μνημονευθούν οι πολιτικοί παράγοντες, οι κοινωνικές εξελίξεις, οι συνιστώσες, αλλά και μία άλλη συναδελφική τέχνη, αυτή της λυρικής ποίησης που έδωσε το έναυσμα για την περαιτέρω ανάπτυξη και δημιουργία στην τέχνη των αρχαϊκών χρόνων. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της ιστορίας του 6ου αιώνα αποτελεί η εμφάνιση της πόλεως κράτους. Καθώς έχει καταρρεύσει η μυκηναϊκή κοινωνία, ο αρχαϊκός πολιτισμός αποδέχεται την οργάνωση του συνόλου, για να μπορέσει να επιβιώσει. Περνάμε σε μία φάση όπου οι οικισμοί παρότι ήταν μικροί, ήταν και περιβαλλόμενοι από ελεύθερες εκτάσεις. Οι άνθρωποι έχουν ήδη κατανοήσει πόσο απαραίτητη είναι η ύπαρξη του κοινωνικού δεσμού.

Με αυτόν τον όρο αναφερόμαστε στην κοινωνική και πολιτική οργάνωση της αρχαίας Ελλάδας, των πολιτών (άνδρες Αθηναίοι) και των μη πολιτών (γυναίκες, παιδιά, γέροι). Η κάθε πόλη είναι ανεξάρτητη και η Ελλάδα κατακερματισμένη σε επιμέρους αυτόνομες γεωγραφικές περιοχές. Τα χαρακτηριστικά μάλιστα αυτών των κοινωνιών ανέλυσε αργότερα ο Αριστοτέλης ο οποίος θα αναφερθεί διεξοδικά στον όρο της πόλεως και των πολιτευμάτων, μέσα από πολλά έργα του (όπως τα «Πολιτικά», τα «Ηθικά Νικομάχεια» και άλλα). Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι ήδη από την αρχαϊκή εποχή παρουσιάζεται το αίτημα της μεσότητας όπως το μνημόνευσε αργότερα ο σταγειρίτης φιλόσοφος. Και χρησιμοποιούμε αυτόν τον όρο, διότι η πόλη της αρχαϊκής εποχής δεν έπρεπε να είναι ούτε αρκετά μεγάλη ούτε αρκετά μικρή ούτε απόλυτα ολιγαρχική ούτε απόλυτα δημοκρατική αλλά ούτε και εντελώς ανεξάρτητη ή εξαρτημένη από άλλους παράγοντες.



Επιπρόσθετα, η εμφάνιση της πόλεως ήταν απαραίτητη στα αρχαϊκά χρόνια διότι επέτρεπε τη σύναψη και αλληλοβοήθεια των μεταξύ κοινοτήτων. Η Αθήνα, η Σπάρτη, η Κόρινθος, ήταν μερικές από τις ολοκληρωμένες και αυτάρκεις πόλεις κράτη της εποχής. Έτσι, γίνεται αντιληπτό, ότι ο 6ος αιώνας π.Χ., προσανατολίζεται στην έννοια της πόλεως, καθιστά πρωταγωνιστή την έννοια του συνόλου, αναδεικνύει τα στοιχεία εκείνα του πατριωτισμού (με πιο σύγχρονους όρους) και εκθειάζει την ανάγκη του ανθρώπου, να ζει μέσα σε ένα οργανωμένο αστικό περιβάλλον που δεν είναι άλλο από την ίδια την πολιτεία. Στην αρχαϊκή εποχή, επομένως, τίθενται τα θεμέλια της επερχόμενης περιόδου (της κλασσικής), όπου ο άπολις θεωρείται, πλέον, μελανό σημείο της κοινωνίας και άξιος περιφρόνησης από τον περίγυρο και τους συμπολίτες του.

Εντούτοις, η τέχνη της αρχαϊκής περιόδου δεν εξελίχθηκε μόνο μέσω της εμφάνισης της πόλεως καθώς υπήρξαν και άλλες προϋποθέσεις, που επέτρεψαν την εξέλιξη και περαιτέρω ανάπτυξή της. Πιο συγκεκριμένα, σε αυτήν την περίοδο παρατηρείται η αποκάλυψη του πολιτικού και του ηγέτη. Οι Έλληνες έχοντας αφομοιώσει νέες εμπειρίες από άλλες περιοχές που είχαν γνωρίσει (όπως η Αίγυπτος), αξιοποιούν όλες τις γνώσεις που είχαν λάβει προκειμένου να δημιουργηθεί και εν συνεχεία να αναπτυχθεί η λεγόμενη «πολιτική τέχνη» (με την έννοια της δεξιότητας). Η κατάκτηση της πόλεως κράτους και η κατανόηση της αναγκαιότητας του ανθρώπου να ζει μέσα σε ένα οργανωμένο περιβάλλον, είχε εν πολλοίς επέλθει. Το επόμενο βήμα σχετίζονταν, πλέον, με το πώς θα οργανώνονταν αυτή η πόλη. Ο άνθρωπος της αρχαϊκής εποχής περισσότερο περισυλλογίζεται, αναζητά και δεν πραγματοποιεί ακόμα. Βρισκόμαστε σε μία περίοδο, όπου το ζήτημα της πολιτικής αναλύεται θεωρητικά (καθώς η πρακτική και εμπειρική αποτύπωση της πολιτικής επιτελείται στην κλασσική περίοδο, όπου το δημοκρατικό πολίτευμα φτάνει στην αποκορύφωσή του). Η αρχαϊκή περίοδος, λοιπόν, είναι εκείνη της θεωρητικής κατάρτισης και αφομοίωσης που επέτρεψε την περαιτέρω εξέλιξη των κλασσικών ετών). Αξίζει να σημειωθεί, ότι τον 6ο αιώνα π.Χ. παρατηρείται μία ρευστότητα, διότι αλλού υπήρχε τυρρανίδα αλλού ολιγαρχία αλλού δημοκρατία και ούτω κάθε εξής. Ανεξάρτητα όμως από αυτόν τον πολιτικό και διακυβερνητικό πλουραλισμό, όλες οι πόλεις κράτη υπογραμμίζουν το επιτακτικό αίτημα συνταγματικής διακυβέρνησης των πόλεων.

Μάλιστα, ιδιαίτερη υπήρξε η περίπτωση της Σπάρτης, όπου ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια αναπτύσσει τις μεταρρυθμίσεις εκείνες, που σηματοδότησαν την αργότερα ανατολή της κλασικής Σπάρτης. Σαφέστερα, ο Λυκούργος ήταν εκείνος που θέσπισε νόμους για ένα αυστηρό σύστημα στρατιωτικής εκπαίδευσης και εκγύμνασης των νέων. Αυτό το δεδομένο είναι άμεσα συνυφασμένο τόσο με την εμφάνιση της πόλεως κράτους όσο και με την ανακάλυψη της πολιτικής καθώς η ανάγκη αυτής της στρατιωτικής αγωγής, συνδέεται με την υπεράσπιση της πόλεως και την ικανότητα διαχείρισής της. Ουσιαστικά, ο Λυκούργος, μέσω των μεταρρυθμίσεων και των νόμων που επέβαλε, δημιουργεί τον μοναδικό επαγγελματικό στρατό σε όλον τον Ελληνικό κόσμο. Για αυτόν τον λόγο, άλλωστε, η Σπάρτη επέδειξε και αναζητήσεις επεκτατισμού, γεγονός που αναφέρει και ο ιστορικός Ηρόδοτος. Οι Σπαρτιάτες δεν ήταν ικανοποιημένοι από μία ήρεμη ζωή αλλά επεδίωξαν ιμπεριαλιστικές τακτικές προς την τότε βόρεια Πελοπόννησο. Το όλο εγχείρημα δεν ευοδώθηκε καθώς μόνο το Άργος κατάφεραν να καταλάβουν. Ανεξάρτητα από τις εξ αρχής επιθετικές τάσεις των Σπαρτιατών και εκείνοι ακολούθησαν τον ευρύτερο προσανατολισμό της εποχής: Την διπλωματία, δηλαδή, και όχι την στρατιωτική επέκταση.

Επιπλέον, ένα άλλο σημαντικό κοινωνικοπολιτικό και ιστορικό γεγονός για την αρχαϊκή εποχή αποτέλεσαν τα Μηδικά (η Περσική απειλή δηλαδή) που ξεκινούν ήπια στο τέλος του 6ου αιώνα και διεξάγονται πλέον δυναμικά στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα. Οι Έλληνες έχουν να αντιμετωπίσουν μία τεράστια αυτοκρατορία που τους απειλεί. Μπορεί να μην υπερέχουν αριθμητικά, αλλά έχουν αναπτύξει όλες εκείνες τις προϋποθέσεις στην κοινωνία και την κουλτούρα τους (όπως είδαμε) ούτως ώστε η υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας και της εθνικής ανεξαρτησίας να βρίσκονται πολύ ψηλά στην ιεράρχηση των ηθικών αξιών. Όλο το πνεύμα και η στάση ζωής του αρχαϊκού πολιτισμού έθεσε γερά θεμέλια στην μετέπειτα εκστρατεία και απειλή των Μηδικών, που είχαν θετική κατάληξη για τους Έλληνες.

Ακόμη, θα ήταν παράβλεψη να μην αναφερθεί η επιρροή της λυρικής ποίησης στην τέχνη της συγκεκριμένης εποχής που εξετάζουμε. Η γλυπτική της αρχαϊκής περιόδου δεν αποκρυσταλλώνει μορφές τυχαίες. Η εικαστική τέχνη δεν συνδέεται μόνο με την ιστορία αλλά και με τη μουσική της περιόδου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η λυρική ποίηση δεν δρα αυτόνομα και ανεξάρτητα καθώς στοιχεία της ίδιας υπήρχαν ήδη από την εποχή του έπους. Η λυρική ποίηση εάν και θεμελιώνεται ‒ αναπτύσσει μοτίβα τον 7ο αιώνα π.Χ. ‒ δύναται να μνημονευθεί ως σημείο αναφοράς και νωρίτερα στην ιστορία των τεχνών, λόγω του κύριου ρόλου που διαδραμάτιζε η μουσική ήδη από το έπος.

Σαφέστερα, η λυρική ποίηση του 7ου αιώνα (οπότε και ωριμάζει) έχοντας ως μέσο της την τέρψη, την ευχαρίστηση και την ηδονή, εκφράζει τα προβλήματα του ανθρώπου και συγκεκριμένα του προσωπικού υποκειμένου. Είναι η ποίηση που αγαπά το «εγώ» (λόγω της αυτοβιογραφίας που διακρίνει τον καλλιτέχνη και όχι τον εγωισμό) καθώς εξετάζει την προσωπικότητα του ποιητή αοιδού. Η λυρική ποίηση δεν αποτελεί ακμή του ατομικιστικού πνεύματος (όπως πιστεύαν παλαιότερα ορισμένοι μελετητές). Αντίθετα, θα λέγαμε ότι εστιάζει στην υποκειμενική ματιά και οπτική από την οποία εκφράζονται εκ των υστέρων πολλοί περισσότεροι καλλιτέχνες. Ουσιαστικά, το Εγώ ξεκινά από το προσωπικό υποκείμενο (τον ποιητή) αλλά στην συνέχεια το αισθάνονται και πολλοί άλλοι (οι αποδέκτες του).



Επιπρόσθετα, η λυρική ποίηση έχει ποικίλη ύλη. Αναφέρεται στα συναισθήματα, στον πόλεμο, στην καθημερινότητα, στον έρωτα και ήταν συνδεδεμένη άμεσα με τις τότε τελετουργίες των ανθρώπων (θρησκευτικές κατά βάσει αλλά και αγροτικές). Η αγάπη για το πρώτο πρόσωπο γεφυρώνεται με τα προαναφερόμενα θέματα καθώς το πάγιο και κύριο χαρακτηριστικό της έγκειται στο γεγονός, ότι ο ποιητής σε πρώτο πρόσωπο εκφράζει όσα βιώνει και όχι τόσο όσα έχει γνωρίσει από τη μυθολογία (που στηρίζεται σε μία προφορική παράδοση πολύ παλαιότερη από την εποχή του). Ο λυρικός ποιητής θέτει ως στόχο τον παραδειγματισμό και την ευαισθητοποίηση του λαϊκού, καθημερινού ανθρώπου τον οποίο και κάνει πρωταγωνιστή της προκειμένου να του υπογραμμίσει τις ακλόνητες αξίες που συνιστούν το πρότυπο του ανθρώπου.

Είναι μία ποίηση που έχει στίγμα κηρύγματος όχι όμως άμεσα γιατί καλύπτεται και χαρακτηρίζεται από πλούσιο, γλαφυρό λεξιλόγιο και τρόπο έκφρασης. Αυτό, άλλωστε, συνιστά και το λυρικό στοιχείο της. Είναι λόγος που αγαπά την αφθονία, την λεξιλογική ποικιλία, την ευφράδεια και ευγλωττία: Παρομοιώσεις, μεταφορές, προσωποποιήσεις, ομοιοκαταληξίες, είναι τα επαναλαμβανόμενα μέσα στης λυρικής ποίησης του 7ου αιώνα, που καταφέρνει να επηρεάσει και την γλυπτική του 6ου. Λόγω αυτού του πλούσιου λεξιλογίου διαθέτει πλέον και μία μελωδικότητα (ως ποίηση που είναι) που δεν είναι απλά έμμετρη αλλά επιτρέπει την χρήση μουσικού οργάνου. Έτσι παντρεύεται το Εγώ, η καθημερινή ζωή, ο εκλεπτυσμένος τρόπος έκφρασης με τη μουσική, την καθαρότητα και την αρμονία που τη διακρίνει.

Με αυτά ως παρακαταθήκη, φτάνουμε στην τέχνη του 6ου αιώνα, που αναπτύσσει την γλυπτική κατά βάσει, αναδεικνύοντας τις Κόρες και τους Κούρους˙ δευτερευόντως μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία αλλά και ναούς. Ας διευκρινιστεί, λοιπόν, ότι αυτή η τέχνη είναι αυστηρά στερεότυπη, δεν στηρίζεται στον αυτοσχεδιασμό, την κίνηση και τη θεατρικότητα (καθώς αυτά είναι χαρακτηριστικά της ελληνιστικής τέχνης). Δεδομένου ότι βρισκόμαστε στο ενδιάμεσα γεωμετρικής και κλασσικής περιόδου, ο καλλιτέχνης θεμελιώνεται μέσα από αυστηρές αρχές και δεν ενδιαφέρεται τόσο για τον αυτοσχεδιασμό. Η στερεότυπη, αρχική τέχνη, αγαπά τη σταθερότητα και την ακινησία. Αυτά έχει ως στολίδια και αρετές της. Επίσης, μειώνονται τα γεωμετρικά σχήματα στις παραστάσεις καθώς υπάρχει σαφέστατη επιρροή από την τέχνη της Ανατολής. Ως προς αυτό, τα κυριότερα στοιχεία που προσλαμβάνονται από την τέχνη της Αιγύπτου είναι (α) η μετωπική προσέγγιση των μορφών (β) η αίσθηση του μνημειακού (γ) και η ανυπαρξία κενών που παρατηρείται στα άκρα (οι Έλληνες, αργότερα θα το εξελίσσουν αυτό και θα δημιουργήσουν άκρα, όχι όμως στον 6ο αιώνα που εξετάζουμε, όπου ο καλλιτέχνης είτε δεν δημιουργεί καθόλου άκρα είτε τα τοποθετεί κοντά στον κορμό του αγάλματος).

Όμως, η τέχνη της αρχαϊκής εποχής μετασχηματίζει τα Αιγυπτιακά χαρακτηριστικά και τα εξελληνίζει, για να τροφοδοτήσει την τέχνη με νέα και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά˙ πολύ περισσότερο για να προοικονομήσει και να θεμελιώσει το αποκορύφωμα κάλλους, που φτάνει στον πυρήνα της κλασσικής περιόδου, με τον χρυσό αιώνα του Περικλή. Χαρακτηριστικό, ας πούμε, αποτελεί η αντικατάσταση του ξύλου από την πέτρα και το μάρμαρο. Οι μεγάλες, όμως, καινοτομίες έγιναν ‒ όχι μόνο στην γλυπτική ‒ αλλά και στους ναούς. Αναπτύσσονται νέες τεχνικές, όπου το σχέδιο γίνεται πιο περίπλοκο, καταφάσκοντας στην αυστηρή συμμετρία. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που επί αρχαϊκής περιόδου γεννιέται ο «ιωνικός» και «δωρικός» ρυθμός. Τα μεν ιωνικά κτήρια χαρακτηρίζονται από πιο λιτές αναλογίες, τονίζοντας περισσότερο το διακοσμητικό στοιχείο και την ιδιαίτερη βάση των κιόνων ενώ τα δωρικά είναι πιο αυστηρά και φέρουν την αίσθηση του πιο βαριού μνημείου και αναλογίας. Χαρακτηριστικά των κιόνων των δευτέρων είναι οι έλικες στην κορυφή τους. Βέβαια, στην περίπτωση των ναών, αυτά διακοσμούνται και από αρχιτεκτονικά γλυπτά (αετώματα, ζωοφόροι και μετώπες) επηρεασμένα σαφώς από τη μυθολογία.

Στην περίπτωση των παραδειγμάτων, οι χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις είναι οι Κούροι και οι Κόρες της αρχαϊκής περιόδου. Ο Κούρος, σαφέστερα, είναι ένας νεαρός άνδρας ‒ από μάρμαρο τις περισσότερες φορές ‒ που στέκει ακίνητος, προβάλλοντας το αριστερό του πόδι (συστήνοντας τη γνωστή στάση «contra posto»), έχει και τα δύο του χέρια κολλημένα στους μηρούς, τονίζοντας τη γροθιά στις παλάμες του, δεν αφήνει μεγάλο κενό από το κυρίως μέρος του σώματός του. Το χαρακτηριστικότερο, όμως, είναι το αρχαϊκό μειδίαμα, το ήπιο χαμόγελο και τα μακριά μαλλιά. Οι Κούροι είναι στερεότυπα σχεδιασμένοι και με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: Ως εκ τούτου ο καλλιτέχνης έχει την εικόνα στο μυαλό του και δεν δουλεύει με μοντέλα.

Παρομοίως και οι Κόρες. Είναι μία νεαρή γυναίκα που τα κολλητά της πόδια κρύβονται από τον ποδήρη χιτώνα. Ακουμπά το ένα χέρι στον μηρό και το άλλο διαγώνια στο στήθος. Το κυριότερο, όμως, χαρακτηριστικό, βρίσκεται στο πρόσωπο. Ο καλλιτέχνης της αρχαϊκής περιόδου δημιουργεί τόσο το ανδρικό όσο και το γυναικείο πρόσωπο κατά τον ίδιο τρόπο. Το μειδίαμα υπάρχει και στην θηλυκή μορφή αλλά αυτό που κυριαρχεί είναι η ουδετερότητα επί του προσώπου. Το θηλυκό γένος προδίδεται, πλέον, από τις πλεξούδες που πέφτουν αριστερά και δεξιά του προσώπου. Η Κόρη και ο τρόπος με τον οποίο αναπαρίσταται, εκφράζει την αξιοπρεπή κομψότητα της Αθηναίας, που αγαπά το χαμόγελο.



Από όλα αυτά τα παραδείγματα γίνεται αντιληπτό το κυριότερο χαρακτηριστικό της τέχνης, που δεν είναι άλλο από τον στερεότυπο και κανονιστικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, όμως, είναι φανερό και το μέγεθος, καθώς τα λίθινα αγάλματα έχουν φυσικό ή και υπερφυσικό μέγεθος. Τέλος, στην αρχαϊκή εποχή, ιδιαίτερη άνθιση γνωρίζει και η κεραμική (μελανόμορφη - ερυθρόμορφη) της οποίας η διακόσμηση είναι είτε φυτική είτε εικονιστική. Στην πρώτη περίπτωση υπάρχει σαφής επίδραση από την Ανατολή ενώ στην δεύτερη αναπαρίστανται σκηνές από τον μύθο, την καθημερινή ζωή και εμπειρία (ως προς τα τελευταία, βέβαια, είναι σαφής η επίδραση της λυρικής ποίησης. Ο καλλιτέχνης πρώτα έγραψε για τον καθημερινό βίο και ύστερα τον απεικόνισε στα γλυπτά και στα αγγεία του). Επίσης, στην μελανόμορφη κεραμική κυριαρχούν ολόμαυρες μορφές μέσα σε ένα πιο μπεζ φόντο. Ενώ στην περίπτωση της ερυθρόμορφης κεραμικής κόκκινες είναι οι μορφές πάνω στην μαύρη γυαλιστερή επιφάνεια.

Συμπερασματικά, η τέχνη της αρχαϊκής περιόδου αποτελεί απόσταγμα των ευρύτερων κοινωνικοπολιτικών καταστάσεων, που αποκαλύπτουν και τις προϋποθέσεις εξέλιξής της. Ενώ η τέχνη και σαφέστερα οι ναοί, τα αγάλματα, η κεραμική, εξελίσσονται με τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά (που δίνουν το έναυσμα και θέτουν τα θεμέλια για την τέχνη και την κοινωνία των κλασσικών ετών). Εν κατακλείδι, ανιχνεύοντας τα χαρακτηριστικά της τέχνης της αρχαϊκής περιόδου, θα μπορούσαμε να καταγράψουμε τα εξής: Κανονιστικότητα, αυστηρότητα, στερεότυπη φιγούρα, λιτότητα, απλότητα, κομψότητα, υποβλητικότητα, φυσικό ή και υπερφυσικό μέγεθος, σταθερότητα, ακινησία. Ο καλλιτέχνης της αρχαϊκής περιόδου λειτουργεί περισσότερο με τον νου και όχι με το συναίσθημα ή την φαντασία. Είναι ο ορθολογιστής καλλιτέχνης που μετατρέπει τα μαθηματικά σε δημιουργία και τέχνη καθώς τα πάντα φέρουν την αίσθηση του καλοδιατηρημένου και του ακριβούς υπολογισμού. Τα στοιχεία δουλεύονται ξεχωριστά σύμφωνα με τις στερεότυπες οδηγίες του εργαστηρίου, οπότε και απουσιάζουν η ενότητα και η ζωντάνια. Δεν υπάρχει δημιουργική ελευθερία ούτε η αίσθηση του παραφορτωμένου, καθώς τα αγγεία δεν απλώνονται ιδιαίτερα στον χώρο. Όλα αυτά δεν είναι τυχαία, αλλά απορρέουν από την ευρύτερη κατάσταση. Σε μία κοινωνία όπου η πόλη κράτος γεννιέται, όπως επίσης και η πολιτική, έρχεται και η τέχνη ως μίμηση της πραγματικότητας που αντανακλά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Είναι μία δυναμική, επιβλητική και μεγαλοπρεπής τέχνη, που αποπνέει το πνεύμα μίας κοινωνίας, που αγαπά την έννοια του κράτους, του έθνους και της υπεράσπισης των ίδιων.

__________
Η Καραγιαννοπούλου Ευθυμία είναι θεατρολόγος - θεωρητικός θεάτρου με ειδίκευση στην φιλοσοφική πρόσληψη της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας αλλά και στην Αισθητική Φιλοσοφία ευρύτερα. Εργάζεται στην ιδιωτική μέση εκπαίδευση ως θεατροπαιδαγωγός και ως προγυμνάστρια μαθητών θεωρητικής κατεύθυνσης σε φροντιστήρια. Είναι άριστη πτυχιούχος του τμήματος Θεατρολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπότροφος του ΙΚΥ. Επίσης είναι διπλωματούχος δύο μεταπτυχιακών της Ιστορίας της Φιλοσοφίας και της Θεατρολογίας (του Πανεπιστημίου Αθηνών αμφότερα). Τώρα εκπονεί διδακτορική διατριβή πάνω σε ένα θέμα που διερευνά την σύνδεση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας με την πολιτική φιλοσοφία. Έχει εργαστεί σε έμμισθα ερευνητικά προγράμματα για το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Harvard.

 

Προτάσεις