Χάνα Άρεντ: Ο ανθρωπισμός πεθαίνει την ώρα της απελευθέρωσης
Η διαφορά ανάμεσα στην πολιτική θεωρία και την πολιτική φιλοσοφία, είναι στο υλικό αυτό καθεαυτό. Τείνω να αποφεύγω την έκφραση «πολιτική φιλοσοφία», καθώς είναι εξαιρετικά βεβαρημένη από την παράδοση. Όταν μιλάω για αυτά τα πράγματα, είτε ακαδημαϊκά είτε μη ακαδημαϊκά, πάντοτε αναφέρω την ύπαρξη των εντάσεων ανάμεσα στη φιλοσοφία και τα πολιτικά. Ανάμεσα στον άνθρωπο ως σκεπτόμενο ον και στον άνθρωπο ως δρώντα. Υπάρχει μία ένταση που δεν υφίσταται στη φυσική φιλοσοφία. Όπως και σε οτιδήποτε άλλο, ένας φιλόσοφος μπορεί να είναι αντικειμενικός αναφορικά με τη φύση. Όταν αναπτύσσει τη σκέψη του, περικλείει όλη την ανθρωπότητα. Αλλά δεν μπορεί να είναι ουδέτερος σχετικά με την πολιτική. Όχι μετά τον Πλάτωνα. Υπάρχει ενός είδους εχθρότητας απέναντι σε όλη την γκάμα της πολιτικής στους περισσότερους φιλόσοφους με ορισμένες εξαιρέσεις. Ο Καντ είναι μία εξαίρεση. Αυτή η εχθρότητα είναι σημαντική για την ολότητά του προβλήματος. Δεν είναι μία προσωπική ερώτηση. Έχει να κάνει με τη φύση του θέματος. Δεν θέλω να συμμετέχω μέσα σε αυτή την εχθρότητα, θέλω να αντικρίζω την πολιτική, χωρίς την επισκίαση της φιλοσοφίας.
Τίθεται πάντα ένα πρόβλημα, συνήθως είμαι πατροπαράδοτη. Δεν δείχνει ωραίο όταν μία γυναίκα δίνει εντολές. Θα πρέπει να αποφεύγει τέτοιες καταστάσεις, αν θέλει να παραμένει στη θηλυκότητά της. Δεν ξέρω αν έχω δίκιο. Λίγο ως πολύ με βάση αυτή τη σκέψη ζούσα πάντοτε υποσυνείδητα. Ή, λίγο ως πολύ, με αυτή τη σκέψη συνειδητά. Αυτό το πρόβλημα ποτέ δεν έπαιξε κανένα ρόλο για εμένα προσωπικά. Έκανα πάντα αυτό που ήθελα να κάνω, δεν ανησυχούσα αν αυτό ήταν δουλειά ενός άνδρα. Δεν το σκέφτηκα ποτέ με αυτόν τον τρόπο.
Όταν εργάζομαι, δεν με ενδιαφέρει πώς μπορεί να επηρεάσει
τους ανθρώπους. Όλα όσα κάνω είναι πολύ σημαντικά για μένα, πάντα υπό το πρίσμα
ότι κανείς δεν ξέρει πραγματικά τον εαυτό του. Δεν πρέπει να αναλύουμε τον
εαυτό μας, δεν πρέπει να κάνετε αυτό που κάνω τώρα εγώ σε μένα. Το πιο σπουδαίο
για μένα είναι να κατανοήσω, το γράψιμο είναι ένα κομμάτι αυτής της διαδικασίας
της κατανόησης. Η γραφή είναι ένα ουσιώδες κομμάτι της διαδικασίας της
κατανόησης. Από τη γραφή προχωρώ, γιατί κάποια πράγματα συγκεκριμένα έχουν
εδραιωθεί. Αν είχα πολύ δυνατή μνήμη και ήμουν ικανή να συγκρατήσω όλες μου τις
σκέψεις, αμφιβάλλω αν ποτέ θα έγραφα οτιδήποτε. Αυτό που είναι σημαντικό για
μένα είναι αυτή καθαυτή η διαδικασία της σκέψης. Όσο καταφέρνω να σκέφτομαι
κάτι διεξοδικά, είμαι ικανοποιημένη. Αν καταφέρω να εκφράσω τη διαδικασία της
σκέψης μου με τη γραφή, επίσης με ικανοποιεί. Όσο για τον επηρεασμό της γραφής
μου στους άλλους, αν μου επιτρέπετε να μιλήσω ειρωνικά, αυτή είναι μία
ανδροπρεπής ερώτηση. Οι άνδρες πάντα θέλουν να είναι επηρεαστές. Το
αντιλαμβάνομαι αυτό κάπως ως θεατής. Αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου ως κάποια που
επηρεάζει; Όχι. Θέλω να καταλαβαίνω, αν οι άλλοι κατανοούν, με τον ίδιο τρόπο
που κατανοώ εγώ. Αυτό μου δίνει μία αίσθηση ικανοποίησης, νιώθω σαν να
βρίσκομαι ανάμεσα σε ίσους. Γενικά, ποτέ δεν γράφω μέχρι να είμαι έτοιμη να
υπαγορεύσω στον εαυτό μου, κατά μία έννοια. Όταν ξέρω τι θέλω να γράψω, συνήθως
το γράφω μόνο μία φορά. Αυτό συμβαίνει ανάλογα με την ταχύτητα που γράφω.
Η αδιαφορία μου για το αν επηρεάζω κανέναν, προέρχεται από το ενδιαφέρον μου για την πολιτική. Το να αδιαφορεί κάνεις για την πολιτική. Η έλλειψη ανησυχίας δεν ήταν πλέον δυνατή το 1933. Δεν ήταν δυνατή ακόμη και πριν το 1993. Διαβάζω τις εφημερίδες διεξοδικά. Είχα απόψεις. Δεν άνηκα σε κάποια παράταξη, δεν μου ήταν χρήσιμο να ανήκω. Ως το 1931, είχα τελικά πεισθεί, ότι οι ναζί θα καταλάβουν την εξουσία. Συνεχώς διαφωνούσα με άλλους ανθρώπους επί αυτού. Αλλά δεν ανησυχούσα με αυτά τα πράγματα συστηματικά, μέχρι που μετανάστευσα. Δεν πίστευα το ότι το να μπω σε κάποια πολιτική παράταξη, θα με καθιστούσε ικανή στο να κάνω κάτι για να αποτρέψω την άνοδο των Nαζί στην εξουσία. Αν το πίστευα ‒ είναι δύσκολο να το πω κοιτάζοντας προς τα πίσω ‒ ίσως να έκανα κάτι. Πίστευα ότι δεν είχε νόημα. Η πλήρης στροφή του ενδιαφέροντός μου στην πολιτική, συνέβη στις 27 Φεβρουαρίου 1933, στο κάψιμο του Γερμανικού κοινοβουλίου και στις παράνομες συλλήψεις που ακολούθησαν την ίδια νύχτα, στον λεγόμενο «προληπτικό περιορισμό». Άνθρωποι οδηγήθηκαν σε κελιά της Γκεστάπο ή σε στρατόπεδα συγκεντρώσεων. Αυτό που ξεκίνησε εκείνη τη νύχτα ήταν τερατώδες, αλλά επισκιάστηκε ακολούθως από άλλα γεγονότα. Ήταν ένα σοκ για εμένα. Από εκείνη τη στιγμή και μετά ένιωθα υπεύθυνη, αποσύρθηκα από την άποψη ότι κάποιος μπορεί να είναι απλός θεατής. Προσπάθησα να βοηθήσω με διαφορετικούς τρόπους.
Το γεγονός το οποίο με έκανε να εγκαταλείψω τη Γερμανία ‒ δεν το έχω ποτέ αναφέρει ‒ ήταν επουσιώδη. Σκόπευα έτσι και αλλιώς να μεταναστεύσω, σκέφτηκα αμέσως ότι οι Εβραίοι δεν θα μπορούσαν να μείνουν. Δεν είχα σκοπό να περιτριγυρίζω στη Γερμανία ως ένας πολίτης δεύτερης κατηγορίας σε οποιαδήποτε μορφή. Επίσης, αναλογιζόμουν ότι τα πράγματα όλο και θα χειροτερεύουν. Τελικά δεν έφυγα με έναν ειρηνικό τρόπο, κατά μία έννοια ήταν, όμως, ένας ικανοποιητικός τρόπος. Με συνέλαβαν και έπρεπε να φύγω παράνομα. Αυτή ήταν μία άμεση ικανοποίηση για εμένα. Σκέφτηκα ότι τουλάχιστον έκανα κάτι. Τουλάχιστον δεν ήμουν αθώα, κανένας δε θα μπορούσε να το πει αυτό! Η οργάνωση των σιωνιστών μου έδωσε τη δυνατότητα να φύγω. Ήμουν στενή φίλη με κάποια από τα ηγετικά στελέχη και κυρίως με τον τότε πρόεδρο, Kurt Blumenfeld. Αλλά δεν ήμουν σιωνίστρια, ούτε προσπάθησαν να με κάνουν. Επηρεάστηκα από αυτούς με έναν συγκεκριμένο τρόπο, ειδικά όσον αφορά την αυτοκριτική, οι σιωνιστές απλώθηκαν ανάμεσα στους εβραίους. Επηρεάστηκα και εντυπωσιάστηκα, άλλα, πολιτικά, δεν είχα καμία σχέση με τον σιωνισμό. Το 1933 ο Blumenfeld και κάποιος άλλος με πλησίασαν και μου είπαν ότι θέλουν να συγκεντρώσουν μία συλλογή από αντιεβραϊκές δηλώσεις, δηλωμένες κάτω από ήπιες συνθήκες. Δηλώσεις που έκαναν δάσκαλοι, εμπορικές οργανώσεις, κάθε είδους φορέας ή επαγγελματίες δημοσιογράφοι. Πράγματα που οι άνθρωποι εκτός της Γερμανίας δεν είχαν λάβει γνώση. Αυτό θα οργανωνόταν για να αντιταχθεί σε αυτό που οι Ναζί ονόμαζαν «προπαγάνδα του τρόμου». Κανένας σιωνιστής δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό, γιατί θα ανακαλυπτόταν όλη η οργάνωση. Με ρώτησαν αν θα το έκανα και απάντησα θετικά, ήμουν χαρούμενη. Μου φάνηκε σαν μία πολύ έξυπνη κίνηση και ένιωθα ότι θα έκανα κάτι για να συνεισφέρω. Όμως με ανακάλυψαν και για αυτό με συνέλαβαν, όπως προανέφερα. Ήμουν πολύ τυχερή, αφέθηκα ελεύθερη μετά από 8 ημέρες. Έγινα φίλη με τον αστυνομικό που με συνέλαβε, ήταν ένας γοητευτικός άνθρωπος. Είχε πάρει προαγωγή από το εγκληματολογικό στο πολιτικό τμήμα. Δεν είχε ιδέα τι να κάνει μαζί μου. Μου είπε ότι συνήθως συλλαμβάνει κάποιον και απλώς ελέγχει τον φάκελο του και ξέρει τι να κάνει, αλλά: «τι να κάνω με σένα;», μου είπε. Αυτό συνέβη στο Βερολίνο. Δυστυχώς αναγκάστηκα να του πω ψέματα, έπρεπε να προστατεύσω την οργάνωση. Του είπα ευφάνταστες ιστορίες. Εκείνος μου είπε ότι εφόσον αυτός με συνέλαβε, αυτός είναι που θα με ελευθερώσει και να μη βρω δικηγόρο, οι Εβραίοι τώρα δεν έχουν χρήματα. Εν τω μεταξύ η οργάνωση είχε προσλάβει έναν δικηγόρο, ένα μέλος της φυσικά. Εγώ τον έδιωξα τον δικηγόρο, ο άνθρωπος που με συνέλαβε είχε ένα καλοσυνάτο πρόσωπο, που με έκανε να τον εμπιστευτώ περισσότερο από έναν δικηγόρο που φοβόταν τον εαυτό του. Έφυγα από τη Γερμανία αναγκασμένη να περάσω τα σύνορα παράνομα. Πέρασα τα ανοιχτά σύνορα για να φύγω από τη Γερμανία.
Γεννήθηκα το 1906 και ήμουν κόρη ενός μηχανικού. Μεγάλωσα στο Konigsberg. Δεν γνώριζα από την οικογένειά μου ότι ήμουν Εβραία. Η μητέρα με τις θρησκείες δεν ασχολείτο. Ο πατέρας μου πέθανε νέος. Ο παππούς μου ήταν πρόεδρος της κοινότητας των φιλελεύθερων Εβραίων. Είμαι από μία οικογένεια του Konigsberg, με παράδοση. Η λέξη «Εβραίος», ποτέ δεν ακουγόταν όταν ήμουν μικρό παιδί. Την συνάντησα για πρώτη φορά μέσα από αντισημιτικές αναφορές, που δεν αξίζει να αναφέρω, από παιδιά στους δρόμους. Αυτό ήταν που με διαφώτισε. Δεν εξεπλάγην. Απλά σκέφτηκα ότι έτσι είναι τα πράγματα. Ένιωσα ιδιαίτερη, αλλά δε μπορώ πλέον να εξηγήσω γιατί ένιωσα ότι ήμουν ιδιαίτερη. Ένιωσα ιδιαίτερη επειδή ήμουν Εβραία ως παιδί, ως ένα «μεγαλύτερο παιδί». Ήξερα ότι δείχνω Εβραία, με κάποιο τρόπο διέφερα. Ήμουν πολύ συνειδητοποιημένη επί αυτού. Δεν με έκανε να αισθάνομαι κατώτερη. Απλώς, ότι έτσι ήταν τα πράγματα. Η μητέρα μου και το περιβάλλον στο οικογενειακό σπίτι, ήταν κάπως διαφορετικά από τα υπόλοιπα. Υπήρχαν τόσα πολλά που το έκαναν ιδιαίτερο. Ακόμη και σε σύγκριση με τα σπίτια των άλλων Εβραίων παιδιών ή άλλων παιδιών που είχαν σχέση μαζί μας. Ως παιδί μου ήταν δύσκολο να κατανοήσω τι το έκανε τόσο ιδιαίτερο, αλλά σίγουρα έπαιξε κάποιο ρόλο.
Η μητέρα μου δεν ήταν της θεωρητικής. Δεν νομίζω ότι είχε καν ιδέα επί αυτού. Προερχόταν από το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα, όπως και ο πατέρας μου. Φυσικά, ήταν Εβραία, ποτέ δεν με βάφτισε. Θα με χαστούκιζε αν ανακάλυπτε ποτέ ότι αρνήθηκα την εβραϊκή μου ταυτότητα, ήταν αδιανόητο. Όταν ήμουν ενήλικη ήταν πολύ πιο σημαντικό για τη μητέρα μου παρά πρωτύτερα, λόγω εξωτερικών συνθηκών. Δεν πιστεύω ότι θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου ως Γερμανίδα, υπό την έννοια του να ανήκω στους ανθρώπους σε αντίθεση με το να ανήκω ως πολίτης. Θυμάμαι ότι είχα πολλές έντονες συζητήσεις σχετικά με αυτό το θέμα με τον Jaspers, για παράδειγμα, το 1930. Μου είπε ότι, φυσικά και είσαι Γερμανίδα! Κι εγώ του απάντησα ότι, μπορεί να δει το ότι δεν είμαι. Αλλά δεν προβληματίστηκα ποτέ επί αυτού. Το ότι είμαι Εβραία, δεν το θεώρησα ποτέ υποδεέστερο. Όλα τα παιδιά με Εβραϊκή καταγωγή αντιμετώπισαν τον αντισημιτισμό. Δηλητηρίασε τις ψυχές πολλών παιδιών. Η διαφορά με την οικογένειά μου ήταν ότι η μητέρα μου πάντοτε πίστευε ότι δεν έπρεπε να επηρεαστούμε από αυτό. Πρέπει να σταθούμε στο ύψος μας. Όποτε οι δάσκαλοί μου έκαναν αντισημιτικά σχόλια, όχι απαραίτητα για εμένα, αλλά για άλλα κορίτσια με Εβραϊκή καταγωγή ‒ κορίτσια από την Ανατολική Ευρώπη ‒ η μητέρα μου, μου έλεγε ότι έπρεπε να σηκωθώ και να φύγω από την αίθουσα, να γυρίσω σπίτι και να της δώσω αναφορά για ό,τι συνέβη, πράγμα που έκανα. Η μητέρα μου τότε έγραψε ένα από τα πολλά καταγεγραμμένα της γράμματα και για μένα αυτό ήταν το τέλος του όλου θέματος. Δεν μου επιτρεπόταν να παραπονεθώ, αν τα σχόλια ερχόντουσαν από άλλα παιδιά. Έπρεπε να μάθω στον εαυτό μου να αμύνεται ενάντια στα άλλα παιδιά. Αυτά τα θέματα ποτέ δεν ήταν πρόβλημα για εμένα. Υπήρχαν κώδικες αντιμετώπισης, μέσα από τους οποίους διατηρούσα την αξιοπρέπειά μου και ήμουν απολύτως προστατευμένη σπίτι μου.
Ήξερα από πάντα ότι θα σπούδαζα φιλοσοφία, από την ηλικία των δεκατεσσάρων διάβαζα τον Καντ. Ίσως αναρωτηθείτε γιατί διάβαζα τον Καντ. Για εμένα το ερώτημα ήταν: ή θα μελετούσα φιλοσοφία ή θα πνιγόμουν, όχι επειδή δεν αγαπούσα τη ζωή, αλλά όπως είπα και πριν, ένιωθα αυτήν την ανάγκη να κατανοήσω. Αυτή η ανάγκη μου να κατανοήσω ήρθε σε πρώιμη ηλικία. Όλα τα βιβλία ήταν στη βιβλιοθήκη του σπιτιού, αρκούσε απλώς να τα πάρω από το ράφι. Πέρα από τον Καντ, μελέτησα το "Psychology of World Views", του Jaspers, που εκδόθηκε το 1920, ήμουν 14 ετών τότε. Ακολούθως διάβασα Κίρκεγκωρ. Ταίριαζαν όλα μεταξύ τους με έναν τέτοιο τρόπο σαν να ανήκαν το ένα στο άλλο. Από τον Κίρκεγκωρ, προήλθε και η ενασχόλησή μου με τη θεολογία. Είχα αμφιβολίες σχετικά με το πώς να το διαχειριστεί αυτό κάποιος, που είναι Εβραίος, δεν είχα ιδέα πώς να προχωρήσω. Είχα δεύτερες σκέψεις οι οποίες εξαφανίστηκαν μόνες τους. Η ενασχόλησή μου με την Ελλάδα εμπεριέχει κάτι διαφορετικό. Πάντα αγαπούσα την Ελληνική ποίηση, η ποίηση έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Έτσι, διάλεξα τα ελληνικά ως κατεύθυνση, ήταν η ευκολότερη επιλογή αφού έτσι κι αλλιώς τα διάβαζα.
Στο σχολείο νόμιζα διανοητικά και διαλεκτικά, ότι όλοι ήταν σαν εμένα. Ότι δεν συνέβαινε αυτό, το συνειδητοποίησα μάλλον αργά, δε θέλω να πω πόσο αργά γιατί νιώθω άβολα. Ήμουν υπερβολικά αφελής, εν μέρει λόγω της ανατροφής μου από το σπίτι. Οι βαθμοί του σχολείου δεν αποτέλεσαν ποτέ θέμα συζήτησης στο σπίτι, εθεωρούντο άνευ σημασίας. Οποιαδήποτε φιλοδοξία θεωρείτο άνευ σημασίας. Μερικές φορές το αντιμετώπιζα ως κάτι παράξενο, που προερχόταν από εμένα και ότι δεν είχε καμία σχέση να κάνει με κάποιο ταλέντο δικό μου. Ποτέ δεν το συσχέτισα με κάποιου είδους ταλέντου. Όταν ακόμη ήμουν πολύ νέα, υπέφερα συχνά, γιατί ένιωθα μία έντονη απαξίωση.
Μετά που έφυγα από τη Γερμανία, το 1933, πήγα στο Παρίσι. Εκεί εργάστηκα για μία οργάνωση, που έβρισκε σπίτια σε νέους Εβραίους στην Παλαιστίνη. Η οργάνωση λεγόταν «Jugendaliyah». Μία οργάνωση που την είχε ιδρύσει o Ρέσα Φράιερ, στη Γερμανία, το 1932. Φυσικά είχε επεκταθεί ως το 1933. Λειτουργούσε τότε στην Αμερική υπό την Εριέτα Σολτζ. Αυτή η οργάνωση έφερνε Εβραίους ηλικίας από 13 έως 17 ετών και παιδιά, αλλά δεν ασχολείτο με παιδιά όσον αφορά την Παλαιστίνη. Ερχόντουσαν από την Ανατολική Ευρώπη και διέμεναν σε kibbutzim. Για αυτό γνωρίζω αυτές τις εγκαταστάσεις τόσο καλά. Είχα πολύ μεγάλο σεβασμό σε αυτό το έργο. Τα παιδιά μάθαιναν μία τέχνη και επίσης πήγαιναν στο σχολείο. Στη Γαλλία, τα παιδιά των μεταναστών δεν επιτρεπόταν να μάθουν καμία τέχνη μετά που τελείωναν το σχολείο στα 14 τους χρόνια. Τα πτυχία στέλνονταν στην Γαλλία για τα παιδιά των μεταναστών. Μερικές φορές έφερνα λαθραία, παιδιά από την Πολωνία, ήταν ένας τρόπος να βοηθήσω τους μετανάστες από την Γερμανία. Ένιωθα μεγάλη ευεξία με αυτή τη δουλειά, ήταν κοινωνικό έργο, εκπαιδευτικό έργο. Υπήρχαν μεγάλες κατασκηνώσεις στην χώρα, όπου προετοίμαζαν τα παιδιά για την Παλαιστίνη. Είχαν μαθήματα σχολείου, μάθαιναν αγροτικές δουλειές και έπαιρναν βάρος, αφού τρεφόντουσαν σωστά. Έπρεπε να τους βρούμε καινούργια ρούχα και να μαγειρεύουμε για εκείνα. Το πιο σημαντικό ήταν ότι έπρεπε να τους βγάλουμε χαρτιά ταυτότητας. Είχαμε να φροντίσουμε τους γονείς και να τους βρούμε χρήματα. Αυτό κυρίως ήταν η δουλειά μου. Δούλεψα μαζί με Γαλλίδες. Πάνω-κάτω αυτό ήταν που έκανα για αυτήν την οργάνωση. Αυτή την εργασία την ξεκίνησα, έχοντας πίσω μου ένα πλήρες ακαδημαϊκό προφίλ. Με βάση αυτό, η χρονιά του 1933, μου άφησε μία σαφή εντύπωση. Πρώτα μία αρνητική και ύστερα μία θετική.
Σήμερα οι άνθρωποι έχουν την εντύπωση ότι οι Γερμανόεβραίοι σοκαρίστηκαν το 1933, με βάση το γεγονός ότι ο Χίτλερ κατέλαβε την εξουσία. Όμως, όσον αφορά εμένα και τη γενιά μου, μπορώ να πω ότι πρόκειται για μία περίεργη παρεξήγηση. Προφανώς, το ότι ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία, ήταν τραγικό, αλλά ήταν πολιτικό όχι προσωπικό. Αλίμονο, δεν χρειαζόμασταν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, για να μάθουμε ότι οι Ναζί ήταν οι εχθροί μας. Οποιοσδήποτε, που κατείχε στοιχειώδη λογική, το ήξερε αυτό τουλάχιστον 4 χρόνια. Γνωρίζαμε επίσης ότι ένας μεγάλος αριθμός Γερμανών τον υποστήριζε. Έτσι, δεν μπορούσαμε να σοκαριστούμε ή να εκπλαγούμε το 1933. Πρώτον, όλο αυτό γινόταν προσωπικό βίωμα, όταν χρειαζόταν να μεταναστεύσεις. Δεύτερον, όταν όλοι οι φίλοι σου ευθυγραμμιζόντουσαν με αυτήν την κατάσταση. Το προσωπικό πρόβλημα δεν ήταν το τι έκαναν οι εχθροί σου, αλλά το τι έκαναν οι φίλοι σου. Σε αυτό το κύμα της ευθυγράμμισης, το οποίο ήταν εθελοντικό τότε ή, τουλάχιστον, όχι κάτω από την πίεση του τρόμου, ήταν σαν να είσαι στο κέντρο μιας δίνης. Ζούσα σε ένα περιβάλλον διανόησης, αλλά ήξερα και άλλους ανθρώπους. Ανάμεσα στους διανοητές η ευθυγράμμιση ήταν ο κανόνας, όχι ανάμεσα στους άλλους. Ποτέ δεν το ξέχασα αυτό. Κυριευμένη από αυτήν την ιδέα, έφυγα από τη Γερμανία. Υπερβολικά μιλώντας, φυσικά, ποτέ ξανά, ποτέ δεν θα ανακατευτώ ξανά σε θέματα διανοητών. Δεν θέλω καμία ανάμειξη με τους διανοητές. Δεν πίστευα ότι Εβραίοι και Γερμανοεβραίοι διανοητές θα δρούσαν διαφορετικά, υπό τις διαφορετικές δικές τους συνθήκες. Δεν είχα αυτή τη γνώμη. Πίστευα ότι είχε να κάνει με το επάγγελμα, σήμερα γνωρίζω περισσότερα. Δεν το πιστεύω στον ίδιο βαθμό. Ακόμη όμως σκέφτομαι ότι ανήκει στη φύση τού να είσαι διανοητής, όπου κάποιος υφαίνει για τα πάντα.
Ποτέ κανείς δεν κατηγόρησε κάποιον που ευθυγραμμίστηκε, επειδή είχε μία οικογένεια να φροντίσει. Το χειρότερο ήταν, ότι πολλοί άνθρωποι πίστευαν στον Χίτλερ για μικρό διάστημα, άλλοι για πολύ μικρό διάστημα. Εφευρίσκαν ιδέες σχετικά με τον Χίτλερ, κατά μία έννοια πολύ ενδιαφέρουσες ιδέες. Εντελώς φανταστικά, ενδιαφέροντα, πολύπλοκα πράγματα. Πράγματα πάνω από το συνηθισμένο επίπεδο. Αυτό το βρίσκω γκροτέσκο. Σήμερα, στο παρόν, θα έλεγα ότι ήταν παγιδευμένοι από τις ίδιες τις ιδέες τους, αυτό συνέβη. Τότε δεν το έβλεπα τόσο καθαρά. Η θετική πλευρά ήταν ότι συνειδητοποίησα αυτό που εξέφραζα από καιρό σε καιρό στη φράση: «Αν σε κάποιον επιτεθούν επειδή είναι Εβραίος, αυτός πρέπει να αμυνθεί ως Εβραίος», όχι ως Γερμανός ή ως ένας πολίτης του κόσμου ή ως ένας υποστηρικτής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αλλά, τι ακριβώς θα μπορούσα να κάνω ως Εβραία; Ήταν σαφής η πρόθεσή μου να δουλέψω με μία οργάνωση, για πρώτη φορά, να δουλέψω με τους Σιωνιστές. Δεν υπήρχε εναλλακτική. Θα ήταν μάταιο να εργαστώ με τους αφομoιωμένους. Ποτέ δεν σχετίστηκα με αυτούς.
Δεν αναπολώ την Ευρώπη της προ-Χίτλερ περιόδου, σας διαβεβαιώνω γι' αυτό. Τι έχει μείνει; Η γλώσσα. Αυτό σημαίνει πολλά για μένα, αρνούμαι να χάσω τη μητρική μου γλώσσα. Διατηρούσα πάντα μία συγκεκριμένη απόσταση από τα Γαλλικά, τα οποία μιλάω πολύ καλά καθώς και τα αγγλικά στα οποία γράφω σήμερα, αλλά πάντα διατηρώ μία απόσταση. Η μητρική σου γλώσσα και μία άλλη γλώσσα διαφέρουν πολύ. Για να το πω απλά, γνωρίζω πολύ γερμανική ποίηση από την καρδιά μου. Τα ποιήματα αυτά είναι πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Δεν θα μπορούσα να το επιτύχω αυτό σε μία δεύτερη γλώσσα. Λέω πράγματα στα γερμανικά, που δεν θα επέτρεπα στον εαυτό μου να τα πει στα Αγγλικά. Κάποιες φορές αφήνω τον εαυτό μου να τα πει στα αγγλικά, αλλά, γενικά, κρατώ μία απόσταση. Η γερμανική γλώσσα είναι κάτι το κομβικό που έχει απομείνει. Η Γερμανική γλώσσα δεν αποτρελάθηκε. Δεν υπάρχει αντικαταστάτρια της μητρικής γλώσσας. Οι άνθρωποι μπορούν να ξεχάσουν τη μητρική τους γλώσσα, το έχω δει να συμβαίνει. Κάποιοι άνθρωποι μιλούν την καινούργια γλώσσα καλύτερα από εμένα, ακόμη έχω πολύ έντονη προφορά. Συχνά μιλώ χωρίς ιδιωματισμούς. Οι άλλοι δεν κάνουν αυτά τα λάθη. Αλλά σε μία γλώσσα όπου το ένα κλισέ κυνηγά το άλλο, επειδή η παραγωγικότητα κάποιου στηρίζεται στη δική του γλώσσα, αυτή κόβεται όταν ξεχνάς αυτή τη γλώσσα. Το ξέχασμα της γλώσσας, φορές, ήταν αποτέλεσμα του σοκ από αυτό που συνέβη.
Το 1933 δεν ήταν η κρίσιμη χρόνια. Τουλάχιστον όχι για εμένα. Η κρίσιμη μέρα ήταν όταν ακούσαμε για το Άουσβιτς, το 1943. Στην αρχή δεν το πιστέψαμε. Ο σύζυγός μου και εγώ πιστεύαμε ότι οι Ναζί είναι ικανοί για όλα, αλλά δεν το πιστέψαμε, γιατί στρατιωτικά δεν ήταν απαραίτητο. Ο σύζυγός μου ήταν στρατιωτικός ιστορικός, ήξερε από αυτά τα πράγματα. Μου είπε να μην είμαι εύπιστη και να μην πιστεύω ότι ακούω. Αλλά, έξι μήνες μετά το πιστέψαμε, είχαμε τις αποδείξεις. Αυτό ήταν το πραγματικό σοκ. Πριν από αυτό, λέγαμε, εντάξει, ο κάθε ένας έχει εχθρούς, είναι φυσικό. Γιατί οι άνθρωποι να μην έχουν εχθρούς; Αλλά αυτό ήταν διαφορετικό. Ήταν σαν να άνοιξε μία άβυσσος. Είχαμε την εντύπωση ότι όλα τα άλλα θα μπορούσαν να διορθωθούν. Διορθώσεις μπορούν να γίνουν σχεδόν στα περισσότερα πράγματα στην πολιτική, κάποια στιγμή, αλλά για αυτό ήταν αδύνατο. Αυτό δεν θα έπρεπε να είχε συμβεί ποτέ. Δε μιλώ μόνο για τον αριθμό των θυμάτων, μιλώ και για το τι συνέβη στα πτώματα. Δεν χρειάζεται να μπω σε λεπτομέρειες, δεν θα έπρεπε να είχε συμβεί ποτέ. Έγινε κάτι με το οποίο ποτέ δεν θα μπορέσουμε να συμφιλιωθούμε. Όλα τα υπόλοιπα που έχουν συμβεί, μπορώ να πω, ότι κάποιες στιγμές ήταν πολύ σκληρά. Ήμασταν πολύ φτωχοί. Μας κυνηγούσαν, έπρεπε να μετακινούμαστε, έπρεπε να βρίσκουμε έναν τρόπο να επιβιώνουμε. Ήμασταν νέοι, κάποιες φορές μπορεί να το βρίσκαμε και λίγο διασκεδαστικό, δεν μπορώ να το αρνηθώ αυτό. Αλλά το άλλο ήταν κάτι το διαφορετικό. Προσωπικά, μπορώ να δεχθώ όλα τα άλλα.
Επέστρεψα στη Γερμανία το 1949, για μία εβραϊκή οργάνωση. Εργαζόμουν για την αποκατάσταση εβραϊκών πολιτιστικών θησαυρών, κυρίως βιβλίων. Ήμουν η τεχνική διευθύντρια. Ήρθαμε καλή τη πίστη. Οι σκέψεις μου μετά το 1945, ήταν οι εξής: Αυτό που συνέβη το 1933 δεν είναι σημαντικό, σχετιζόμενο με αυτό που συνέβη ακολούθως. Η απιστία των φίλων, για να το πω όπως αρμόζει ‒ κάποιος που γινόταν πραγματικά Ναζί και έγραψε άρθρα επί αυτού, δεν χρειαζόταν να είναι πιστός σε εμένα προσωπικά. Δεν τους ξανά μιλούσα ποτέ, όσο με αφορά έπαυαν να υπάρχουν. Αλλά δεν έγιναν όλοι δολοφόνοι, υπήρχαν άνθρωποι που έπεσαν στην ίδια την παγίδα τους και δεν επιθυμούσαν αυτό που ακολούθησε. Η εντύπωση μου είναι ότι πρέπει να υπάρχει μία βάση για επικοινωνία, ειδικότερα στην άβυσσο του Άουσβιτς. Αυτό ήταν μία αλήθεια σε πάρα πολλούς προσωπικούς συσχετισμούς. Διαφωνούσα με τους ανθρώπους, δεν ήμουν πολύ συζητήσιμη ή ευγενική. Λέω αυτό που σκέφτομαι. Με κάποιο τρόπο τα πράγματα εξομαλύνθηκαν με πολλούς ανθρώπους. Αυτοί ήταν άνθρωποι που πίστευαν στους Ναζί μόνο για λίγους μήνες. Δεν ήταν ούτε δολοφόνοι ούτε πληροφοριοδότες. Άνθρωποι που έφτιαξαν θεωρίες σχετικά με τον Χίτλερ.
Η σπουδαιότερη εμπειρία που είχα, επιστρέφοντας στη Γερμανία ‒ πέρα από την εμπειρία της αναγνώρισης ‒ πάντοτε το καίριο σημείο της δράσης στην Ελληνική αρχαία τραγωδία. Μπορούσες πραγματικά να το βιώσεις αυτό. Η σπουδαιότερη εμπειρία ήταν αυτή του ολέθρου. Το να ακούς γερμανικά να μιλάνε στο δρόμο, ήταν μία απερίγραπτη χαρά. Σήμερα, που τα πράγματα έχουν επανέλθει, θεωρώ ότι η απόσταση είναι μεγαλύτερη από ότι ήταν, όπου βίωνα καταστάσεις σε υψηλή συναισθηματική ένταση. Τα πράγματα επανήλθαν πολύ γρήγορα και όχι προς μία κατεύθυνση στην οποία συναινώ, αλλά δεν νιώθω καμία υπευθυνότητα για αυτό. Το βλέπω από μία εξωτερική οπτική γωνία τώρα. Αυτό σημαίνει ότι είμαι πολύ λιγότερο αναμεμειγμένη από ότι ήμουν τότε. Αυτό μπορεί να οφείλεται και στην απόσταση του χρόνου, έχουν περάσει 15 χρόνια άλλωστε, αλλά δεν θα έλεγα ότι είμαι αδιάφορη.
Αν και υπήρξε μία πολιτική καμπάνια επί αυτού, ποτέ δεν κατηγόρησα τους Εβραίους ότι απέτυχαν να αντισταθούν των διώξεων, στο βιβλίο μου Eichmann in Jerusalem. Κάποιοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τα πράγματα με λάθος τρόπο. Μπορώ να το καταλάβω μέχρι ενός σημείου. Αυτό που πιστεύω πραγματικά, ήταν ότι ο Eichmann, ήταν πραγματικά αφελής. Διάβασα ένα έγγραφο από την ακρόαση του στην αστυνομία. Διάβασα πολύ προσεκτικά τις 3600 σελίδες. Γέλασα αμέτρητες φορές, γέλασα δυνατά. Οι άνθρωποι προσβλήθηκαν από αυτό, δεν μπορώ να κάνω κάτι. Αλλά ξέρω ένα πράγμα, θα γελούσα ακόμα και τρία λεπτά πριν από τον βέβαιο θάνατό μου. Αυτός, λένε, είναι ο τόνος στο βιβλίο μου. Ότι ο τόνος είναι κυρίαρχα ειρωνικός, αυτό είναι αλήθεια. Ο τόνος είναι πραγματικά το άτομο. Όταν άνθρωποι με πλησιάζουν, με το σκεπτικό ότι κατηγόρησα τους Εβραίους, πρόκειται για ένα αισχρό ψέμα και προπαγάνδα. Ο τόνος, που δεν αρέσει στους ανθρώπους, είναι μία ένσταση προσωπικά εναντίον μου. Δεν μπορώ να κάνω κάτι για αυτό, δεν μπορώ να πω ότι με παρεξήγησαν και ότι νιώθω αυτό ή το άλλο στην καρδιά μου. Θα ήταν γελοίο.
Ποτέ δεν αγάπησα κανέναν άνθρωπο ή συλλογική ομάδα, ούτε τους Γερμανούς ούτε τους Γάλλους ούτε τους Αμερικανούς ή την εργατική τάξη. Αγαπώ μόνο τους φίλους μου, είμαι ανίκανη επί όποιου άλλου είδους αγάπης, πόσο μάλλον, η αγάπη για τους Εβραίους θα μου φαινόταν ύποπτη, μιας και είμαι Εβραία. Το να ανήκεις σε ένα γκρουπ, είναι μία φυσική κατάσταση. Ανήκεις σε ένα γκρουπ από τη στιγμή που γεννιέσαι. Αν ανήκεις σε ένα γκρουπ, μία οργάνωση, με το να ενταχθείς σε ένα οργανωμένο γκρουπ, είναι εντελώς διαφορετικό. Αυτού του είδους η οργάνωση πρέπει να έχει μία συσχέτιση με τον κόσμο. Είναι οι άνθρωποι που οργανώνονται και από αυτήν την έννοια, το πράττουν γιατί έχουν κοινά ενδιαφέροντα. Έχουν τα ίδια ενδιαφέροντα, την ίδια οπτική για τον κόσμο. Στην άμεση, προσωπική σχέση, εκεί κάποιος μπορεί να μιλήσει για αγάπη που υπάρχει, φυσικά, μιλάμε για την αληθινή αγάπη. Μπορεί κανείς να πει κατά μία έννοια ότι υπάρχει και στην φιλιά. Εκεί ένας άνθρωπος αγαπάει τον άλλον, άσχετα από την συσχέτιση τους με τον κόσμο. Έτσι, άνθρωποι από τις πιο αποκλίνουσες οργανώσεις, μπορούν να είναι καλοί φίλοι. Αν όμως μπερδέψεις αυτά τα πράγματα, αν φέρεις την αγάπη στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης ‒ για να το πω ευθαρσώς ‒ βρίσκω ότι είναι μοιραίο. Το βρίσκω α-πολιτικό, άκοσμο. Το θεωρώ μία μεγάλη καταστροφή.
Παραδέχομαι ότι οι Εβραίοι είναι ένα κλασικό παράδειγμα ανθρώπων, που διατήρησαν τους εαυτούς τους με έναν απόκοσμο τρόπο για χιλιάδες χρόνια. Οι κοινότητες τους μέχρι ενός σημείου ήταν πολιτικές. Ο ιουδαϊσμός είναι μία διεθνής θρησκεία, αλλά η ιδέα της πολιτικής ήταν ενεργή κάτω από υψηλές αμφισβητήσεις. Οι Εβραίοι υπέφεραν από την έλλειψη του να ανήκουν, επειδή ήταν διεσπαρμένοι. Όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους παρίες, αυτό δημιούργησε μία ξεχωριστή ζεστασιά ανάμεσα σε αυτούς που ανήκουν. Είναι μία ζεστασιά που γνωρίζω πολύ καλά. Αυτό άλλαξε όταν ιδρύθηκε το κράτος του Ισραήλ ή, ουσιαστικά, άλλαξε όταν ιδρύθηκε το κράτος της Παλαιστίνης. Πληρώνεται ακριβά η ελευθερία και ο εβραϊκός ανθρωπισμός εδραιώθηκε από την έλλειψη πατρίδας. Αυτός ο ανθρωπισμός ήταν κάτι πολύ όμορφο. Αυτή η στάση έξω από κάθε κοινωνική σύνδεση, η απόλυτη ελευθερία σκέψης. Το βίωσα στη μητέρα μου, το έκανε πράξη σχετικά με όλη την εβραϊκή κοινότητα. Αυτή η αίσθηση είχε τεράστια δόση γοητείας. Πληρώνεις για την ελευθερία. Στην ομιλία μου στο Lessing, το 1959, είπα ότι αυτός ο ανθρωπισμός πεθαίνει την ώρα της απελευθέρωσης, μέσα σε 5 λεπτά όντας στην ελευθερία. Αυτό μας συνέβη. Δεν θα το ήθελα αλλιώς, δεν γίνεται αλλιώς, είναι το τίμημα που πληρώνεις για την ελευθερία.
Οπότε ο Jaspers ερχόταν στο προσκήνιο και μιλούσε, κάθε τι φωτιζόταν. Έχει μία ανεπιφυλακτικότητα, μία εμπιστοσύνη και έναν άνευ όρων λόγο, που δε γνώρισα ποτέ σε άλλον. Με εντυπωσίασε ακόμα και όταν ήμουν πολύ νέα. Έχει μία κατανόηση της ελευθερίας συνδεδεμένη με το αίτιο, που ήταν απολύτως ξένη για μένα όταν ήρθα στη Χαϊδελβέργη. Δεν ήξερα τίποτα για αυτήν, παρότι διάβαζα Καντ. Είδα αυτό το αίτιο εν δράσει, ας το πούμε έτσι. Μεγάλωσα δίχως πατέρα και ήταν αρκετά εκπαιδευτικό για μένα. Δεν θέλω να τον καταστήσω υπεύθυνο για μένα, αλλά αν κάποιος κατάφερε να μου ενσταλάξει κάποια αίσθηση μέσα μου, να με «μορφώσει», υπό αυτήν την έννοια ήταν ο Jaspers. Ο διάλογος μεταξύ μας είναι αρκετά διαφορετικός πλέον και αυτό είναι η δυνατότερη μεταπολεμική μου εμπειρία, ότι τέτοιες συζητήσεις είναι δυνατές, ότι κάποιος μπορεί να συνομιλήσει με αυτόν τον τρόπο. Εκείνος είπε, ότι ποτέ η ανθρωπότητα δεν κατακτάται στη μοναξιά ή δίνοντας τη δουλειά κάποιου στο κοινό. Μπορεί μόνο να επιτευχθεί από κάποιον που πετάει τη ζωή του και την προσωπικότητά του στο δημόσιο σύμπαν. Αυτό το δόσιμο στο δημόσιο σύμπαν μοιάζει ξεκάθαρο σε μένα. Εκθέτει κάποιος τον εαυτό του στο δημόσιο φως, ως άτομο. Αν και είμαι της γνώμης, ότι κάποιος δεν πρέπει να φαίνεται και να δρα δημόσια ενσυνείδητα. Όμως γνωρίζω ότι το άτομο εκφράζεται με κάθε του δράση και κάθε του λόγο. Ο λόγος είναι επίσης μία μορφή δράσης. Αυτή είναι μία μορφή δοσίματος. Η άλλη, είναι όταν ξεκινάμε κάτι και υφαίνουμε την κλωστή μας σε ένα δίκτυο σχέσεων. Τι βγαίνει από αυτό δεν το γνωρίζουμε. Όλοι χρειάζεται να είμαστε ικανοί να πούμε: «Κύριε, συγχώρεσέ τους γιατί δεν γνωρίζουν τι κάνουν». Αυτό είναι γεγονός για κάθε δράση, γιατί κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Αυτό εννοώ ως δόσιμο και θα έλεγα ότι είναι δυνατό, όταν μπορούμε να εμπιστευτούμε την ανθρωπότητα. Μία εμπιστοσύνη που είναι πολύ δύσκολο να σχηματοποιηθεί, αλλά και πού είναι δομικό στοιχείο. Μία εμπιστοσύνη σε αυτό που είναι άνθρωπος μέσα σε κάθε άνθρωπο. Ειδάλλως, τέτοιο δόσιμο είναι αδύνατο.