Kurt Cobain: Φωνάζοντας, απλά, «Που είσαι;»
[κλικ στα ακουστικά 🎧 για να ακούσεις το άρθρο]
(μετάφραση/προσαρμογή: Κωνσταντίνος Σύρμος)
Σαν Nirvana μυρίζει εδώ πάνω στη Madrona, μια από τις πιο έξυπνες γειτονιές του Seattle κι ο αέρας από τη λίμνη Washington φυσάει φρέσκος και γλυκός. Τα δέντρα, με τα γυαλιστερά φύλλα τους, προσθέτουν μια δική τους έξτρα νότα και η θέα σού παίρνει όση ανάσα έχεις. Είναι το είδος του τόπου που κάνει τους επισκέπτες να αναστενάζουν, σκεπτόμενοι: «Θα μπορούσα να ζήσω εδώ». Δεν είναι λοιπόν περίεργο που οι πινακίδες στους δρόμους σάς καλωσορίζουν στην «Madrona - Το ειρηνικό βασίλειο».
Αλλά ένα σπίτι στο λόφο έχει χαλάσει. Μαύροι πλαστικοί
μουσαμάδες κρέμονται από τα δέντρα για να κρατήσουν μακριά τα αδιάκριτα
βλέμματα, σεντόνια έχουν τραβηχτεί στα παράθυρα. Παρ' όλα αυτά, μπορείτε ακόμα
να δείτε στο δωμάτιο πάνω από το ανεξάρτητο γκαράζ, το δωμάτιο που οι μεσίτες
θα αποκαλούσαν «διαμέρισμα της πεθεράς». Το γνώριμο μοτίβο στα πλακάκια είναι
ορατό, το ίδιο και το γυμνό τραπέζι και το βάζο με τις ροζ τουλίπες που
τοποθετήθηκε στο πάτωμα, για να σηματοδοτήσει το ακριβές σημείο όπου ο Kurt Cobain
πήρε μια καραμπίνα και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα.
Τα πουλιά συνεχίζουν να κελαηδούν έξω, ανενόχλητα από τα
αστυνομικά σήματα που δηλώνουν τον αποκλεισμό του χώρου, από τότε που βρέθηκε
το πτώμα του Cobain. Περιστασιακά ένας κοκκινολαίμης κατεβαίνει για να
τσιμπήσει τις λίμνες με το κόκκινο κερί, απομεινάρια από την αγρυπνία των
θαυμαστών που συγκεντρώθηκαν εδώ, τη στιγμή που οι ραδιοφωνικοί σταθμοί του Seattle κήρυξαν την 5η
Απριλίου ως την ημέρα που πέθανε η μουσική.
Θρήνησαν τον θάνατο του βασιλιά της grunge, του τραγουδιστή των Nirvana, του
οποίου η επιτυχία τού 1991, Smells Like Teen Spirit, πιστώθηκε με την εξαγωγή
του ήχου του Seattle σε όλο τον κόσμο, την
εισαγωγή του «indie rock» στο mainstream, και έτσι άλλαξε την πορεία της
σύγχρονης μουσικής. Τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης ακολούθησαν από κοντά,
αναφέροντας ότι ο θάνατος του Cobain είχε στερήσει από τους εικοσάρηδες του
κόσμου έναν εκπρόσωπο, ότι η Generation X είχε χάσει τον πρίγκιπα του
στέμματος.
Για τους ξένους, όλη αυτή η φασαρία ήταν δύσκολο να
κατανοηθεί. Η μουσική των Nirvana είναι ένα δώρο για τους μυημένους, ένα μείγμα
punk και metal, στο οποίο η μελωδία είναι συχνά θαμμένη κάτω από στρώματα
απόλυτου θορύβου. Και η ιστορία του Cobain φαινόταν τόσο προφανής, τόσο οικεία.
Η φράση «Η αυτοκτονία του Rock 'n' Roll» ήρθε τόσο εύκολα στο μυαλό − και
ο θάνατος του Kurt Cobain είχε όλα τα στοιχεία να τη δικαιώνουν. Από το κώμα
που προκλήθηκε από ένα κοκτέιλ με ηρεμιστικά και σαμπάνια στη Ρώμη ένα μήνα
νωρίτερα (αυτή θεωρείται ως η πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας), μέχρι τις ιστορίες
μακροχρόνιας εξάρτησης από την ηρωίνη, αλλά και το σημείωμα αυτολύπησης που
άφησε πίσω του − ξεκίνησε ένα έπος αυτοκαταστροφής που έκανε τον Cobain να
μοιάζει με έναν Sid Vicious της δεκαετίας του '90.
Αλλά οι επτά χιλιάδες κάτοικοι του Seattle, που συγκεντρώθηκαν στην επιμνημόσυνη δέηση για εκείνον − εκτονώνοντας το αίσθημα της προδοσίας τους, φωνάζοντας σαν ρεφρέν «Fuck You, Kurt», με επικεφαλής τη χήρα του σταρ, την τραγουδίστρια της punk Courtney Love − ένιωσαν ότι είχαν χάσει κάτι ξεχωριστό. «Ο Κurt πέθανε για τις αμαρτίες σας», φώναξε ένας υπερένθερμος θαυμαστής στους συνδαιτυμόνες του. Μια θαυμάστρια έδειξε μια ουλή που σχημάτιζε το όνομα: K-U-R-T, που είχε χαράξει στον καρπό της. Υπήρξε μια τελετουργική καύση φανέλας, το ένδυμα-σήμα κατατεθέν του grunge.
Για αυτούς τους ανθρώπους, και για τα δέκα εκατομμύρια άλλους που αγόρασαν το Nevermind, το άλμπουμ των Nirvana, ο Cobain ήταν ένα μουσικό πρωτότυπο. Ήταν, επίσης, ένα σύμβολο της γενιάς του και ακόμη και της χώρας του. Αλλά όχι ακριβώς με τον τρόπο που οι πρώτοι επικήδειοι γι’ αυτόν θα ήθελαν να σας κάνουν να πιστέψετε. Η ζωή και η μουσική του Kurt Cobain ήταν πολύ πιο πολύπλοκες, πιο σκισμένες από εντάσεις, από ό,τι έδειχναν οι απλές, αποξενωμένες της νεότητας φωνές, των επικήδειων. Τα 27 χρόνια του περιλάμβαναν ειρωνείες και συγχύσεις που δεν εντάσσονται εύκολα στη συμβατική σοφία της Generation X, αλλά τελικά αντανακλούν αυτό που διακρίνει τους σημερινούς κάτω των 30 ετών και, ίσως, την ίδια τη σύγχρονη Αμερική.
Το ευρύχωρο σπίτι του, με τους φεγγίτες και το εξωτερικό του από γκρίζα, ξύλινα πλακάκια, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Οι άνθρωποι της Generation Χ υποτίθεται ότι είναι η γενιά των άδουλων, όμως, εδώ, βρισκόταν ο αρχηγός του, που ζούσε το όνειρο των γιάπηδων: παντρεμένος, με μια πολυτελή έπαυλη αξίας 1,1 εκατομμυρίων δολαρίων, με κήπο για να παίζει η μικρή του κόρη και με γείτονες στελέχη της Microsoft και της Boeing.
Αποδείχθηκε ότι όλα αυτά δεν ήταν καταφύγιο για τον Kurt Cobain, το αγόρι που ήρθε από το πουθενά και έγινε διεθνής σταρ και εκατομμυριούχος. Ταμπουρωμένος μέσα στο σπίτι με θέα τη λίμνη που μύριζε άρωμα, γέμισε τις φλέβες του ηρωίνη, έγραψε το αφηγηματικό σημείωμα αυτοκτονίας του και έκανε τόση ζημιά στο κεφάλι του, που η αστυνομία μπορούσε να αναγνωρίσει το σώμα του μόνο από τα δακτυλικά αποτυπώματα. Τα οδοντιατρικά αρχεία ήταν άχρηστα, επειδή δεν είχε απομείνει τίποτα από το στόμα του.
Η γειτονιά θα επανέλθει σύντομα στην κανονικότητα. Κανείς δεν θα το παραδεχόταν ποτέ, αλλά μάλλον υπάρχει κάποια ανακούφιση που δεν θα υπάρξουν ποτέ ξανά νύχτες όπως εκείνη πέρυσι, όταν η αστυνομία συνέλαβε τον Cobain, αφού ένας κάτοικος ανέφερε ότι άκουσε ήχους ενδοοικογενειακής βίας. (Ο ίδιος και η Love, επέμεναν ότι απλώς έκαναν τζαμάρισμα και στη συνέχεια έπαιζαν ξύλο γύρω από το σπίτι). Και, επίσης, καμία επανάληψη του επεισοδίου της 18ης Μαρτίου − λίγες μόλις ημέρες μετά την κρίση στη Ρώμη − όταν η Love κάλεσε τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, αφού ο σύζυγός της κλειδώθηκε στο μπάνιο με τρία πιστόλια, ένα τουφέκι και 25 σφαίρες.
Τώρα το σπίτι θα είναι ήσυχο. Και σύντομα θα υπάρχει μόνο
ένα ίχνος ειρωνείας που θα κρέμεται πάνω από την πινακίδα, κάπου 50 μέτρα από
την κατοικία του Cobain, που γράφει «Madrona - ζώνη ελεύθερη από ναρκωτικά».
Ο Kurt Cobain περιφρονούσε εντελώς τον δικό του ρόλο ως «φωνή μιας γενιάς». Κεντρικό στοιχείο του μηνύματός του ήταν η απόρριψη αυτού που θεωρούσε ως το χονδροειδές, εμπορικό κίνητρο του χαρακτηρισμού μιας ηλικιακής ομάδας. Το «Teen Spirit», το εφηβικό πνεύμα, που σατιρίζεται στο πιο διάσημο τραγούδι του Cobain, είναι ένα αποσμητικό που απευθύνεται σε νεαρά κορίτσια.
Το γεγονός ότι οι Nirvana έβγαλαν εκατομμύρια απευθυνόμενοι σε μια εξειδικευμένη αγορά, η οποία εν μέρει οριζόταν από τη νεολαία, ήταν μια ειρωνεία που δεν ξέχασε ο Cobain, ο οποίος έγραψε τους στίχους και τη μουσική όλων των τραγουδιών των Nirvana, καθώς και τραγούδησε και έπαιξε κιθάρα σε όλα. Ο εναρκτήριος στίχος του In Utero, του τελευταίου άλμπουμ του συγκροτήματος, ήταν σαφής: «Η εφηβική αγωνία μας πλήρωσε καλά, τώρα βαριέμαι και γερνάω». Και το απόσπασμα της ποίησης του Cobain, το κουπλέ στο Teen Spirit, που καταφέρνει να αναδείξει την απογοήτευση, τη μοιρολατρία και την αδράνεια με ένα στίχο. «Το βρίσκω δύσκολο, ήταν δύσκολο να το βρω, ω, καλά, τέλος πάντων, δεν πειράζει». Αυτό ήταν το μήνυμά του, ότι η ζωή είναι μάταιη. Είναι απλά αμφιθυμία. Βρίσκεσαι σε ένα σταυροδρόμι και δεν ξέρεις τι να κάνεις. Τι υποτίθεται ότι πρέπει να είμαι; Όλοι μας είμαστε, όλοι νιώθουμε τη μονοτονία, όλοι νιώθουμε ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε τις περιστάσεις μας.
Το ανεκπαίδευτο αυτί μπορεί να ζοριστεί για να ακούσει τι νέο υπάρχει σε όλα αυτά. Εξάλλου, το punk, με το σχεδόν πανομοιότυπο μήνυμά του, συνέβη πριν από πολύ καιρό. Έχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια από τότε που οι Sex Pistols έβριζαν τον Bill Grundy και οι Adverts βροντοφώναζαν: "It's no time to be 21, To be Anyone". Ο ίδιος ο Kurt Cobain τόνισε αυτό το σημείο. «Είμαι ο πρώτος που θα παραδεχτεί ότι είμαστε η εκδοχή των Cheap Trick για τη δεκαετία του '90», είπε κάποτε, και αναφερόταν συνεχώς στην επιρροή που είχαν πάνω του τα γοητευτικά, αν και ελάχιστα γνωστά βρετανικά punk συγκροτήματα όπως οι Raincoats και οι Vaselines. Αλλά το punk δεν έκανε ποτέ την επανάσταση στις ΗΠΑ που έκανε στη Βρετανία. Οι Sex Pistols μπορεί να αναδιαμόρφωσαν το pop τοπίο στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά το punk παρέμεινε περιθωριακό εδώ.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα κενό στο οποίο μπήκε αβίαστα ο Kurt Cobain. Αλλά ο Cobain έκανε περισσότερα από το να αναστήσει το punk, για να αναμοχλεύσει τα αιώνια θέματα της εφηβικής εξέγερσης. Είχε μια ενστικτώδη αίσθηση για το τι έκανε τους πόνους της ανάπτυξης του κοινού του να διαφέρουν από εκείνους των προκατόχων τους. Σύμφωνα με το Newsweek, «το grunge είναι αυτό που συμβαίνει όταν τα παιδιά των διαζευγμένων παίρνουν στα χέρια τους κιθάρες». Το μοναδικό σταθερό στοιχείο των δημογραφικών μελετών ανάμεσα σε όλες τις ανοησίες για τη Generation Χ είναι ότι, περισσότερο από κάθε άλλη ομάδα στην ιστορία, προέρχονται από διαλυμένες οικογένειες.
Η μαμά και ο μπαμπάς του Kurt Cobain, μια γραμματέας και ένας μηχανικός αυτοκινήτων, χώρισαν όταν ο ίδιος ήταν 10 ετών. Κάποιοι τον είχαν ακούσει να τραγουδάει: «Καθώς τα κόκκαλά μου μεγάλωναν, πονούσαν/πονούσαν πολύ άσχημα/προσπάθησα σκληρά να έχω πατέρα/αλλά αντί γι' αυτό είχα έναν μπαμπά».
Ο Kurt, παραπατώντας μόνο σπάνια στην πολιτική. Κατά καιρούς καλούσε τους θαυμαστές του να υποστηρίξουν τα δικαιώματα των γυναικών και των ομοφυλόφιλων. Αλλά μιλούσε εξίσου συχνά για το πάθος του για τα όπλα. Διατηρούσε ένα M-16 και 10.000 σφαίρες στο ντουλάπι του χoλ, παπαγαλίζοντας ασυναίσθητα τη δεξιά γραμμή για το δικαίωμα των Αμερικανών να προστατεύουν τον εαυτό τους.
Αυτό είναι που διαφοροποιεί περισσότερο τους Nirvana και τη γενιά του από τις εφηβικές επαναστάσεις που προηγήθηκαν. Οι hippies και οι punks ήταν και οι δύο δημόσια κινήματα, είτε χτυπούσαν για να σταματήσουν τον πόλεμο του Βιετνάμ είτε έφτυναν για το Anarchy In The UK. Και τα δύο πίστευαν στη δυνατότητα της αλλαγής. Αλλά ο Cobain, όπως και οι 20άρηδες που τον ακούνε, ήταν ιδιωτικός και εγωκεντρικός. «Τι τρέχει με εμένα;» τραγουδούσε. «Είμαι τόσο κουρασμένος, που δεν μπορώ να κοιμηθώ».
Ήξερε ότι αυτή η εσωστρέφεια δεν ήταν ελκυστική,
περιγράφοντας κάποτε τη δημόσια εικόνα του ως «κατσούφης, παραπονεμένος,
φρικαρισμένος σχιζοφρενής που θέλει να αυτοκτονήσει όλη την ώρα». Αλλά αυτό τον
έκανε να μισεί περισσότερο τον εαυτό του. Σε αυτό, ήταν ένα παράδειγμα της Generation Χ. Είναι
χαρακτηριστικό ότι το σημείωμα αυτοκτονίας του Cobain, το οποίο διάβασε η Courtney Love στους χιλιάδες
παρευρισκόμενους στην τελετή στο Seattle, δεν διαμαρτυρόταν για το Aids ή το διαζύγιο ή την έλλειψη στέγης
ή οποιοδήποτε άλλο από τα πράγματα που λέγεται ότι απασχολούν τη γενιά μετά το
1965. Μιλούσε για τη χρόνια πάθηση του στομάχου, που ο Cobain έλεγε πάντα ότι
τον ωθούσε να κάνει χρήση ηρωίνης, «για να θεραπεύσει τον εαυτό του».
«Σας ευχαριστώ», έγραψε, «από τον λάκκο του καυτού, αηδιαστικού στομάχου μου...». Ήταν κατά κάποιο τρόπο μια απόλυτα εύστοχη ασθένεια, γιατί το μόνο σίγουρο ήταν ότι αποδείκνυε, ότι ο πόνος του Cobain δεν ήταν επιτηδευμένος: τον ένιωθε βαθιά μέσα στα σωθικά του. Αλλά ήταν επίσης βλοσυρό το γεγονός, ότι το παιδί-πρίγκιπας της γενιάς των παλιόπαιδων θα πέθαινε παραπονούμενος για πόνο στην κοιλιά.
Ο Cobain αντανακλούσε ακόμη και το πιο άσχημο από τα χαρακτηριστικά της Generation Χ: την παθητικότητά της, το αυτολύπητο αίσθημα του δικαιώματος, την προσδοκία ότι η μαμά και ο μπαμπάς τους χρωστάνε ένα μέλλον. Ο Cobain ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να απογειώσει αυτό το συναίσθημα. «Εδώ είμαστε τώρα, διασκεδάστε μας», θρηνούσε στο Teen Spirit. Και η πενθούσα χήρα του, διαβάζοντας το σημείωμα αυτοκτονίας του στους θαυμαστές, μπόρεσε να δείξει παρόμοια περιφρόνηση. Όταν έφτασε στο απόσπασμα στο οποίο ο Cobain βοούσε ότι ήταν ένας «θλιμμένος, μικρός, ευαίσθητος Ιχθύς-Χριστός», σταμάτησε να διαβάζει και φώναξε στο φάντασμα του νεκρού συζύγου της: «Ω, σκάσε!».
Το Aberdeen της Washington δεν είναι ακόμη ένας ναός, αλλά μπορεί να γίνει σύντομα. Ήδη, γκράφιτι κοσμεί τον τοίχο ενός καμένου εστιατορίου: Kurt Cobain RIP. Σε αυτή την άθλια, ξεφλουδισμένη πόλη των 16.000 ξυλοκόπων, υλοτόμων και ψαράδων, μεγάλωσε ο εύθραυστος, γαλανομάτης ξανθός, με την έφεση στη ζωγραφική και την ποίηση. Ο δρόμος των 100 μιλίων μεταξύ εδώ και του Seattle, είναι γεμάτος φορτηγά γεμάτα με κορμούς δέντρων, στοιβαγμένα σαν τσιγάρα. Υπάρχει παντού ξυλεία, έλατα και πεύκα που ξύνουν τον ουρανό σαν κοφτερά μολύβια, και κόβονται σε κεραμίδια στα σπίτια − συμπεριλαμβανομένου του νοικοκυρεμένου, πράσινου σπιτιού όπου ζει ακόμα η μητέρα του Kurt Cobain.
Ο γιος της γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1967 και, όπως είπε αργότερα, ήταν ευτυχισμένος για επτά χρόνια μετά από αυτό. (Στην αποχαιρετιστήρια επιστολή του έγραφε ότι από την ηλικία των επτά ετών και μετά ένιωθε «μίσος για όλους τους ανθρώπους γενικά»). Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν οκτώ ετών και δεν μίλησε με τον πατέρα του μέχρι που άρχισε να κάνει δίσκους με επιτυχίες.
Κατά ειρωνικό τρόπο, δεδομένης της τελικής του μοίρας, ο Cobain φαίνεται να είχε πολύ μεγαλύτερη εμμονή με τη γέννηση παρά με το θάνατο. Αρκετές καθαρίστριες έφυγαν από το σπίτι του στο Seattle, αφού εντόπισαν τη συλλογή του από μοντέλα εμβρύων, που είχε αγοράσει από έναν κατασκευαστή ιατρικών ειδών. Χρησιμοποίησε τα σπασμένα υπολείμματα μερικών από αυτών, για να φτιάξει ένα κολάζ για το εξώφυλλο του In Utero − το οποίο οδήγησε την αλυσίδα καταστημάτων Wal-Mart να απαγορεύσει τον δίσκο.
Ο Cobain βαριόταν το σχολείο και το παράτησε, απορρίπτοντας μια υποτροφία σε σχολή καλών τεχνών. Έγινε επιστάτης στο YMCA. Ο Kurt ήταν ένα παιδί που κανείς δεν γνώρισε ποτέ. Έπαιρνε τη σειρά του να μαγειρεύει, να καθαρίζει, να κόβει ξύλα. Μπορεί επίσης να τριγυρνούσε στην πόλη και να έγραφε με σπρέι «Απορρίψτε τον Χριστό» στα φορτηγά των αναγεννημένων χριστιανών, αλλά στο τραπέζι καθόταν ήσυχα, ακόμη και κατά τη διάρκεια της προσευχής. Για πολλούς η αυτοκτονία του θεωρήθηκε μια πράξη χυδαίου εγωισμού. Αλλά, ήταν ένα άτομο που κατευθυνόταν προς τα μέσα του, δεν υπήρχε επιλογή.
Η ενδεχόμενη επιτυχία των Nirvana ήταν έμπνευση για το Aberdeen, μια πόλη καταβεβλημένη από
τις περικοπές στη βιομηχανία υλοτομίας, που επιβλήθηκαν από περιβαλλοντικούς
κανονισμούς. Ο κόσμος σκεφτόταν: «Αν αυτοί μπορούν να το κάνουν, ο καθένας
μπορεί να το κάνει». Υπάρχει μια ειρωνεία σ' αυτόν τον ύστερο εναγκαλισμό του Kurt Cobain από τους κατοίκους της
γενέτειράς του. Χρειάζεται μόνο μια σύντομη επίσκεψη στον τοπικό μουσικό χώρο
για να καταλάβει κανείς πόσο άθλια θα περνούσε αν ταίριαζε εδώ.
Στο Aberdeen, που ακόμη και τώρα έχει σαλούν και χαρτοπαικτικές λέσχες τύπου Άγριας Δύσης, τα νέα συγκροτήματα παίρνουν το βάπτισμα του πυρός στο Pour House, μια ξύλινη ταβέρνα όπου οι άντρες φέρουν τατουάζ και τα εννοούν. Αυτό πρέπει να ήταν μια σκληρή εκπαίδευση για τον αδύνατο καλλιτέχνη, στον οποίο, κάποτε στο φιλελεύθερο Seattle, του άρεσε να φοράει τα βαμβακερά φορέματα της γυναίκας του, να τονίζει τα μάτια του και να βάφει τα νύχια του με ένα κατακόκκινο χρώμα.
Πολλοί στη θέση του Cobain θα χαίρονταν, καθώς η επιτυχία των Nirvana μετέτρεψε πολλούς από τους βλάχους αθλητές που μετέτρεπαν σε σπορ το να χτυπούν τον νεαρό Kurt, πλέον, σε πιστούς οπαδούς. Αλλά αυτό δεν έδωσε καμία ευχαρίστηση στον τραγουδιστή. Το ρεφρέν του στο In Bloom ήταν ένας μουσικός χλευασμός προς το νέο κοινό του συγκροτήματος: «Είναι αυτός που του αρέσουν όλα τα όμορφα τραγούδια μας, και του αρέσει να τραγουδάει μαζί μας, και του αρέσει να πυροβολεί με το όπλο του, αλλά δεν ξέρει τι σημαίνει», ειρωνευόταν ο Cobain.
Του έστριβε το στομάχι να σκέφτεται ότι παρείχε soundtrack στις ζωές εκείνων
που περιφρονούσε. Όταν έμαθε ότι το τραγούδι του, Polly, ένα ειρωνικό δοκίμιο με αφηγητή
έναν βιαστή, είχε χρησιμοποιηθεί ως μουσική συνοδεία ενός πραγματικού ομαδικού
βιασμού, τρομοκρατήθηκε. Στις σημειώσεις για το άλμπουμ του Insecticide, απηύθυνε μια έκκληση: «Αν
κάποιοι από εσάς μισούν με οποιονδήποτε τρόπο τους ομοφυλόφιλους, τους
ανθρώπους διαφορετικού χρώματος ή τις γυναίκες, παρακαλώ − αφήστε
μας ήσυχους».
Το γεγονός ότι οι Nirvana χτύπησαν μια χορδή όχι μόνο στη Generation Χ, αλλά και σε ένα μεγάλο κομμάτι της λευκής, αντρικής, εργατικής Αμερικής – ανθρώπους με τη δική τους απελπισία και αποξένωση − ήταν μόνο ένα από τα δεκάδες προβλήματα που αντιμετώπισε ο Kurt Cobain με την επιτυχία. Για έναν υπέρμαχο της punk ηθικής του αντι-εμπορευματισμού, οι πωλήσεις πολλών εκατομμυρίων δίσκων ήταν μια σύγχυση. Και η εισβολή του Τύπου στην ιδιωτική του ζωή ήταν ανυπόφορη για έναν άνθρωπο που ήταν μοναχικός από την παιδική του ηλικία. «Ήταν τόσο γρήγορο και εκρηκτικό», είπε κάποτε, «δεν ήξερα πώς να το αντιμετωπίσω. Αν υπήρχε ένα μάθημα για ροκ σταρ, θα ήθελα να το παρακολουθήσω. Μπορεί να με βοηθούσε».
Η ζωή, που ξαφνικά έγινε δυνατή για τον Kurt Cobain, ήταν γεμάτη αντιφάσεις. Ο αργόσχολος ροκ σταρ ζούσε τώρα σε ένα προάστιο του Seattle με ένα μικρό κορίτσι, μια εργαζόμενη σύζυγο και ένα σπίτι στην εξοχή και τροφοδοτούσε έναν εθισμό ηρωίνης που του αποστράγγιζε 400 δολάρια την ημέρα (η μεγαλύτερη ημερήσια δόση που του χορηγούσε η μηχανή του ταμείου του). Μπορούσες να ακούσεις το pop πρεζόνι και τον στοργικό πατέρα να τσακώνονται στη μουσική του. Στους δίσκους των Nirvana, ο θόρυβος και η αρμονία εναλλάσσονται μέσα σε ένα τραγούδι, μερικές φορές την ίδια στιγμή. Ο Cobain συγκρούστηκε με τον παραγωγό του In Utero, ο οποίος ήθελε έναν πιο σκληρό, λιγότερο εμπορικό ήχο για το άλμπουμ. Ο Cobain, τελικά, θριάμβευσε, και μπορείτε να ακούσετε τις μελωδίες, πολλές από αυτές Squeeze ή ακόμα και Beatle-ικές, να παλεύουν να σπάσουν, λες και συγκρούονται στη λαμαρίνα. Υποσχέθηκε ότι οι μελλοντικές δουλειές θα ήταν πιο μελωδικές, ακουστικές − ακόμα και αιθέριες.
Οι hippies, οι punks και κάθε άλλο εφηβικό κίνημα στην ιστορία θα εξελάμβαναν τον παρασυρμό στον τρόπο αυτό της ζωής, αλλά και την ηρωίνη, ως ξεπούλημα. Αλλά όχι οι εικοσάρηδες, τα παιδιά του Ρέιγκαν και της Θάτσερ που έχουν αποτινάξει την πολιτική και που ενηλικιώθηκαν στην καταναλωτική δεκαετία του 1980. Δεν έχουν πρόβλημα με το σύστημα − απλώς δεν μπορούν να βρουν τη θέση τους σε αυτό. Ζητωκραύγαζαν όταν ο Cobain φαινόταν να βρίσκει τη δική του θέση. Και αυτή είναι η πιο παράξενη ειρωνεία απ' όλες. Οι σκεπτικιστές έχουν δικαίως απομυθοποιήσει την ιδέα της Generation Χ, επειδή δεν υπολογίζει όλους εκείνους που βρίσκονται ηλικιακά στα μέσα της δεκαετίας των 20 και δεν εργάζονται σε ασήμαντες δουλειές, αλλά είναι παντρεμένοι και έχουν υψηλές επιδόσεις. Αυτοί οι hippies είναι πιθανώς πέντε προς ένα περισσότεροι από τους τεμπέληδες − ωστόσο η παράξενη τύχη του Kurt Cobain ήταν ότι, με την επιτυχία του, τους αντανακλούσε κι αυτούς. Γι' αυτό οι αναλυτές μετοχών άκουγαν τους Nirvana στα CD του αυτοκινήτου τους. Η απογοήτευσή του από την επιτυχία-χωρίς νόημα – τραγουδώντας: «Δεν θέλω αυτό που έχω» − μιλούσε και σ' αυτούς.
Ο Cobain είχε μια σοβαρή περίπτωση επιτυχιοφοβίας. Τον φόβο, δηλαδή, ότι αν κάποιος είναι επιτυχημένος, τότε οι προσωπικές του ανάγκες θα ξεχαστούν. «Ελπίζω μόνο», είχε πει, «να μην γίνω τόσο μακάριος που να γίνω βαρετός». Μια από τις καλύτερες ατάκες από ρεφρέν του ήταν: «Μου λείπει η άνεση του να είσαι λυπημένος» και αυτό το αντιμετώπισε αναμειγνύοντας το αίμα του με το καταπραϋντικό νέκταρ της ηρωίνης, αλλά η θεραπευτική του δύναμη δεν μπόρεσε να διαρκέσει. Ήθελε να ονομάσει το τελευταίο του άλμπουμ, «Μισώ Τον Εαυτό Μου Και Θέλω Να Πεθάνω». Αποφάσισε να μην το κάνει γιατί, όπως είπε, κανείς δεν θα καταλάβαινε ότι αστειευόταν.
Κοιτάζοντας το σπίτι στη Lake Washington Boulevard, με τον χώρο του, την ησυχία του, το αγνό άρωμά του, διερωτάσαι για τον Kurt Cobain, εκείνο που συχνά διερωτώνται τα έθνη ανά τον κόσμο για την Αμερική: «γιατί αυτοί που έχουν τόσα πολλά είναι τόσο απελπιστικά δυστυχισμένοι;». Η αγωνία του θα μπορούσε να ήταν εξίσου δηλητηριώδης, εξίσου θανατηφόρα αν είχε παραμείνει ανώνυμη. Αφαίρεσε τη ζωή του για προσωπικούς λόγους − έχει αναφερθεί ότι η οικογένειά του είχε ιστορικό αυτοκτονιών − ακόμη και αν αυτοί οι λόγοι μεγεθύνθηκαν από τον φακό της φήμης. Και, τελικά, ο μεγαλύτερος αντίκτυπος του θανάτου του θα είναι επίσης ιδιωτικός.
Είναι πλέον αργά το απόγευμα και μια μαύρη λιμουζίνα έχει στρίψει στο δρόμο. Η χλωμή Courtney Love βγαίνει έξω, με τα πλατινέ μαλλιά της να φαίνονται άτονα, αγκαλιασμένη με έναν απλό, γκρι χιτώνα. Κρατάει στα χέρια της ένα αντίτυπο του Newsweek, αυτό που δείχνει μια επίμονη φωτογραφία του νεκρού συζύγου της.
Κατευθύνεται αμέσως προς το γκαράζ του διαμερίσματος,
πλησιάζοντας στο σημείο όπου βρισκόταν το πτώμα του Kurt Cobain επί
τρεις ημέρες πριν ανακαλυφθεί. Δεν βλέπει τη νταντά να βγαίνει να την
υποδεχτεί, κρατώντας στην αγκαλιά της τη μικρή κόρη του ζευγαριού, γιατί η Cortney Love κοιτάζει από την άλλη
μεριά, φωνάζοντας απλά: «Πού είσαι;».
____________
5 April
1994, Jonathan Freedland, for the Guardian's Weekend magazine