Όλγα Λαμπράκη: Για τα πάθη της Κλαρίσε Λισπέκτορ

Η Κλαρίς Λισπέκτορ (γεννημένη ως Chaya Pinkhasivna Lispector, 10 Δεκεμβρίου 1920 - 9 Δεκεμβρίου 1977) ήταν ουκρανικής καταγωγής Βραζιλιάνα μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος. Τα καινοτόμα, ιδιοσυγκρασιακά έργα της εξερευνούν μια ποικιλία αφηγηματικών στυλ με θέματα οικειότητας και ενδοσκόπησης και στη συνέχεια έτυχαν διεθνούς αναγνώρισης. Γεννημένη σε εβραϊκή οικογένεια στην Ποντόλια της Δυτικής Ουκρανίας, μετακόμισε ως βρέφος στη Βραζιλία με την οικογένειά της, εν μέσω των καταστροφών που κατέκλυσαν τη γενέτειρά της μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Όλγα Λαμπράκη: Για τα πάθη της Κλαρίσε Λισπέκτορ

(ανάλυση και ακολούθως το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου της: «Τα Κατα Α.Γ. Παθη».)

(γράφει η Όλγα Λαμπράκη)

Σε πρώτο επίπεδο, το βιβλίο «Τα Κατά Α.Γ. Πάθη» της Κλαρίσε Λισπέκτορ, διαβάζεται ως μία εξομολογητική αφήγηση μιας γυναίκας που ζει κομφορμιστικά, σε μια κοινωνία την οποία παρατηρεί από απόσταση, καθώς δεν την ενδιαφέρουν οι μεγεθυμένες λεπτομέρειες.   Η επαφή της με μία μορφή τόσο «εχθρική» όσο εκείνη μιας κατσαρίδας, είναι αρκετή για να συνειδητοποιήσει τον άγνωστο – μέχρι πρότινος – τρόπο ζωής της με τα υπαρκτά ή μη που την περιβάλλουν.

Η Α.Γ. – επιτυχημένη κατά την ίδια – γλύπτρια, έζησε έναν άκαρπο έρωτα και, μόνη πλέον, διαμένει σ’ ένα σχετικά πολυτελές σπίτι:  «όπου η πνευματώδης φινέτσα του πηγάζει από το γεγονός, ότι εδώ όλα είναι εντός εισαγωγικών». Κάπως έτσι αντιμετωπίζει και τον εαυτό της, εντός εισαγωγικών, μόνο με τα αρχικά του ονόματός της, επιφανειακά. Υπάρχει, δε ζει. Φοβάται να εξηγήσει το νόημα της ζωής γιατί: «κάθε αιφνίδια κατανόηση είναι, τελικά, η αποκάλυψη μιας αιχμηρής ακατανοησίας».

Η Α.Γ., αντιλαμβάνεται τη ζωή ως γενικότητα, αδυνατώντας να επιτύχει τον υψηλότερο στόχο: τον ατομικό προσδιορισμό του Εγώ, της ταυτότητας. Ο κατακερματισμός της ύπαρξής της διαφαίνεται και στον ειρωνικό ευφημισμό, όταν χαρακτηρίζει ως «bas fond» το δωμάτιο υπηρεσίας, τόπο που στάθηκε η αφορμή να έρθει αντιμέτωπη με τα απελευθερωτικά σκοτάδια της.

Μέσα στο δωμάτιο υπηρεσίας «απειλείται», αρχικά, από τον κλειστό αλλά παρόλα αυτά τακτοποιημένο χώρο, που ταυτίζεται με το φόβο του αγνώστου και την καταστροφή τής ανεξέλεγκτης παγίδευσης «σαν να μην υπήρχε βάθος αρκετό να με χωρέσει, σαν να είχα αφήσει κομμάτι μου στο διάδρομο, στη μεγαλύτερη απόρριψη που είχα ποτέ υποστεί, δε χωρούσα».

Η Λισπέκτορ μεταστοιχειώνεται σε ατομική μονάδα πλέον και αποδιώχνει όσα βαραίνουν μέχρι στιγμής το βίο της, το άδειο κιβώτιο του Είναι της. Τον πρωτεύοντα ρόλο αναλαμβάνει πλέον η ενθύμηση, μέσα από πολυσχιδείς περιγραφές, διάχυτους συνειρμούς και διαπιστώσεις «τα νεύρα μου είχαν υπάρξει ήρεμα ή απλώς ρυθμισμένα∙ η σιωπή μου είχε υπάρξει σιωπή ή ήταν μία δυνατή φωνή;»

Ο φόβος για το ουδέτερο απελευθερώνεται μετά από τη συνάντηση με την κατσαρίδα∙ αντιλαμβάνεται ότι σπάζοντας το κέλυφος του ζωυφίου, στην ουσία σπάει το κέλυφος «του δικού της νόμου». Περνάει απέναντι, συναντιέται με τον εαυτό της. Ζει το παρόν, τη στιγμή «καίγεται σαν να έβλεπε το θεό». Φτάνοντας στην κορύφωση της «αποτρόπαιης πράξης», αποκοιμιέται και όταν ξυπνά, αντικρίζει το αληθινό φως, την χρησιμότητα της αλήθειας, την εφαρμογή της αγάπης.

Τώρα απευθύνεται σε εκείνη την αγάπη κάποτε και έχασε, στις λέξεις που την πλαισίωναν και ήταν κενές, στα λόγια που κυλούσαν αλλά δεν ακουγόντουσαν «μιλούσαν το τίποτα». Η παρούσα στιγμή ακουμπά όλο το απροσπέλαστο πεπρωμένο της ηρωίδας. Είναι ελεύθερη χάρη στη «μία και μόνη κατσαρίδα, χάρη στην επίγνωση ζωής της, αυτή η μία και μόνη είναι ο κόσμος της». Η συγκλονιστική αυτή διαπίστωση ανοίγεται και στον μυστηριώδη κόσμο της θρησκείας, στην ύπαρξη του θεού, στην πεποίθηση ότι η πίστη είναι ανάγκη «αχ, έχασα την ανατολή, ο θεός είδη είναι.», και «αν ξέρουμε μονάχα πολύ λίγα από θεό, είναι επειδή λίγα χρειαζόμαστε, έχουμε από Εκείνον ότι μοιραία μας αρκεί, έχουμε από θεό μόνο αυτό που μέσα μας χωράει».

Ο εξαντλητικός μονόλογος της ολοκληρώνεται με την παραδοχή ότι το μόνο πράγμα που την κάνει αληθινή είναι η πραγματική της άγνοια. Μία επίγνωση που είναι ικανή να δημιουργήσει συνθήκες άμεσης επαφής με το εσωτερικό Είναι της: «η πλήρης ζωή να είναι εκείνη που τελειώνει σε τόσο ολοκληρωτική ταύτιση με το μη εαυτό, που δεν υπάρχει εαυτός για να πεθάνει».



Κλαρίσε Λισπέκτορ - Τα Κατα Α.Γ. Παθη

            Ψάχνω, ψάχνω. Προσπαθώ να καταλάβω. Προσπαθώ να δώσω σε κάποιον αυτό που έζησα και δεν ξέρω σε ποιον, μα δε θέλω να μείνω με αυτό που έζησα. Δεν ξέρω τι να το κάνω αυτό που έζησα, φοβάμαι αυτή τη βαθιά αποδιοργάνωση. Δεν εμπιστεύομαι αυτό που μου συνέβη. Να μου συνέβη κάτι που εγώ, μην ξέροντας πως να το ζήσω, το έζησα σαν κάτι άλλο; Αυτό θα ήθελα να το ονομάσω αποδιοργάνωση, και θα είχα τη σιγουριά να ριψοκινδυνεύσω, γιατί θα ήξερα που να επιστρέψω μετά: στην προηγούμενη οργάνωση. Προτιμώ να το ονομάσω αποδιοργάνωση, γιατί δε θέλω να αυτοεπιβεβαιωθώ σε ό,τι έζησα − με την αυτοεπιβεβαίωση θα έχανα τον κόσμο όπως τον είχα, και ξέρω πως δεν έχω δυνατότητα για άλλον.

            Εάν αυτοεπιβεβαιωθώ και με θεωρήσω αληθινή, θα είμαι χαμένη, γιατί δε θα ξέρω που να ενσωματώσω τον καινούργιο μου τρόπο να υπάρχω − αν προχωρήσω με τα αποσπασματικά μου οράματα, θα πρέπει ο κόσμος ολόκληρος να μεταμορφωθεί για να χωρέσω μέσα του. 

Έχασα κάτι πού ήταν για μένα ουσιώδες και δεν είναι πια. Δε μου είναι αναγκαίο, σα να είχα χάσει ένα τρίτο πόδι, που ως τότε δε μου επέτρεπε να περπατήσω, όμως, με έκανε έναν σταθερό τρίποδα. Αυτό το τρίτο πόδι το έχασα και έγινα πάλι κάποια που δεν υπήρξα ποτέ. Έχω και πάλι αυτό που δεν είχα ποτέ: τα δύο πόδια μόνο. Ξέρω, πως μόνο με δύο πόδια μπορώ να βαδίσω. Όμως η άχρηστη απουσία του τρίτου μου λείπει και με τρομάζει, εκείνο με έκανε κάτι που μπορούσα να το βρω μόνη μου, χωρίς να χρειάζεται καν να με ψάξω.

Έχω αποδιοργανωθεί γιατί έχασα εκείνο που δε χρειαζόμουν; Σε τούτη την καινούργια μου δειλία − η δειλία είναι ό,τι πιο καινούργιο μου έχει συμβεί, είναι η μεγαλύτερη περιπέτειά μου. Αυτή μου η δειλία είναι ένα πεδίο τόσο εύρη που μόνο το μεγάλο θάρρος με κάνει να τη δεχτώ. Σε αυτή την καινούργια μου δειλία, που είναι σα να ξυπνάω το πρωί στο σπίτι ενός ξένου, δεν ξέρω αν θα έχω το θάρρος απλώς να πηγαίνω. Είναι δύσκολο να χάνεσαι. Τόσο δύσκολο που πιθανόν να σκαρφιστώ στα γρήγορα έναν τρόπο να με βρίσκω, ακόμη και αν, το να με βρίσκω, είναι και πάλι το ψέμα χάρη στο οποίο ζω. Μέχρι στιγμής, το να με βρίσκω σήμαινε να έχω ήδη μία ιδέα προσώπου και να εντίθεμαι σε αυτήν: ενσαρκωνόμουν σε αυτό το οργανωμένο πρόσωπο και ούτε καν ένιωθα τον μεγάλο μόχθο της κατασκευής, που ήταν το να ζεις. Η ιδέα μου για το τι είναι πρόσωπο πήγαζε από το τρίτο μου πόδι, εκείνο που με φύτευε στο έδαφος. Και τώρα; Θα είμαι πιο ελεύθερη;

Όχι. Ξέρω πως δεν αισθάνομαι ακόμη ελεύθερα, πως πάλι σκέφτομαι γιατί έχω ως στόχο το να βρίσκω − και πως για σιγουριά θα πω ότι βρίσκω, τη στιγμή που ανακαλύπτω μία έξοδο. Γιατί δεν έχω το κουράγιο να βρω απλώς μία είσοδο; Ω, ξέρω πως μπήκα, ναι. Τρόμαξα, όμως, γιατί δε γνωρίζω που οδηγεί αυτή η είσοδος και ποτέ πριν δεν είχα αφεθεί να οδηγηθώ, παρά μονάχα αν ήξερα προς τα που.

Χθες, μόλων τούτο, έχασα για ώρες και ώρες την ανθρώπινη σκευή μου. Αν είχα το κουράγιο θα αφηνόμουν να συνεχίσω χαμένη. Όμως, φοβάμαι το καινούργιο και φοβάμαι να βιώσω αυτό που δεν κατανοώ − θέλω να έχω πάντα την εγγύηση ότι τουλάχιστον νομίζω πως κατανοώ, δεν ξέρω να παραδίνομαι στην αποδιοργάνωση. Πώς εξηγείται ότι ο μεγαλύτερος μου φόβος σχετίζεται ακριβώς με το: να υπάρχω; Και όμως, άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Πώς εξηγείται ότι ο μεγαλύτερος μου φόβος είναι ακριβώς το να ζω ό,τι κι αν έρχεται; Πώς εξηγείται ότι δεν αντέχω να βλέπω, μόνο και μόνο γιατί η ζωή δεν είναι αυτό που νόμιζα μα κάτι άλλο − λες και ήξερα από πριν τι ήταν! Γιατί το να βλέπεις είναι μία τέτοια αποδιοργάνωση;

Και μία απογοήτευση. Απογοήτευση όμως για ποιο πράγμα; Αφού, χωρίς ούτε καν να το αισθάνομαι, θα πρέπει να μην άντεχα καλά καλά την ελάχιστα δομημένη οργάνωσή μου; Ίσως η απογοήτευση να είναι ο φόβος, του να μην ανήκεις πια σε ένα σύστημα. Άρα, θα έπρεπε να το πούμε έτσι: αυτός είναι πολύ ευτυχισμένος γιατί τελικά απογοητεύτηκε. Αυτό που ήμουν πριν δεν ήταν καλό για μένα. Όμως, από αυτό το μη καλό είχα οργανώσει το καλύτερο: την ελπίδα. Από τα ίδια μου τα δεινά είχα δημιουργήσει ένα μελλοντικό αγαθό. Ο τρόμος τώρα είναι, άραγε, ότι ο καινούργιος τρόπος μου δε βγάζει νόημα; Γιατί όμως δεν αφήνομε να οδηγηθώ από ό,τι κι αν συμβαίνει; Θα πρέπει να διατρέξω το ιερό ρίσκο της τύχης και θα αντικαταστήσω το πεπρωμένο με την πιθανότητα.

Μήπως, όμως, στην παιδική ηλικία οι ανακαλύψεις θα ήταν όπως σε ένα εργαστήριο, όπου βρίσκεις ό,τι είναι να βρεις; Ως ενήλικας, λοιπόν, φοβήθηκα και έφτιαξα το τρίτο πόδι; Ως ενήλικας, όμως, θα έχω το παιδικό θάρρος να με χάσω; Το να χάνεσαι σημαίνει το να βρίσκεις∙ και αυτό που βρίσκεις να μην ξέρεις καν τι να το κάνεις. Τα δύο πόδια που βαδίζουν, πλέον το τρίτο που δεσμεύει κι εγώ θέλω να είμαι δέσμια. Δεν ξέρω τι να την κάνω την τρομακτική ελευθερία που μπορεί να με καταστρέψει. Μα, όσο ήμουν δέσμια ήμουν χαρούμενη; Ή είχα, και είχα, εκείνο το ανήσυχο και ύπουλο πράγμα στην ευτυχισμένη μου ρουτίνα της φυλακισμένης; Ή είχα, και είχα, εκείνο το παλλόμενο πράγμα, στο οποίο είχα συνηθίσει τόσο, που πίστευα πως το να πάλλεσαι είναι το να είσαι άνθρωπος. Όντως; Κι αυτό, και αυτό.

Τρομάζω τόσο πολύ όταν αντιλαμβάνομαι πως για ώρες έχασα τον ανθρώπινο σχηματισμό μου. Και ούτε ξέρω αν θα έχω άλλον για να αντικαταστήσω τον χαμένο. Ξέρω ότι θα πρέπει να φροντίσω να μη χρησιμοποιήσω στα κρυφά ένα καινούργιο τρίτο πόδι, που αναγεννιέται εύκολα μέσα μου σαν χορτάρι, και να ονομάσω αυτό το προστατευτικό πόδι «μία αλήθεια».

Αλλά είναι και που δεν ξέρω τι μορφή να δώσω σε αυτό που μου συνέβη. Και χωρίς να δώσω μία μορφή, τίποτα δεν υπάρχει για μένα. Και − και αν όντως στην πραγματικότητα τίποτα δεν υπήρξε; Μπορεί και να μη μου συνέβη τίποτα; Μπορώ να καταλάβω μόνο ό,τι μου συμβαίνει, αλλά συμβαίνει μόνο ό,τι καταλαβαίνω − τι ξέρω για τα υπόλοιπα; Τα υπόλοιπα δεν υπήρξαν. Μπορεί και τίποτα να μην υπήρξε! Μπορεί και να μη μου συνέβη παρά μόνο μία αργή και μεγάλη διάλυση; Και, μπορεί άραγε, ο αγώνας μου ενάντια σε αυτή την αποσύνθεση να είναι αυτός; Να προσπαθώ τώρα να της δώσω μία μορφή; Μια μορφή περιγράφει το χάος, μία μορφή συγκροτεί την άμορφη ουσία − η θέαση μιας ατελείωτης σάρκας είναι η θέαση των τρελών, αν κόψω όμως τη σάρκα σε κομμάτια και την κατανείμω ανά τις ημέρες και τις πείνες − τότε δεν είναι πια ο χαμός και η τρέλα: είναι και πάλι η εξανθρωπισμένη ζωή.

Η εξανθρωπισμένη ζωή. Είχα εξανθρωπίσει υπερβολικά τη ζωή.

Και τώρα τι κάνω, κρατάω ολόκληρη τη θέαση, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι έχω μία ακατανόητη αλήθεια ή δίνω μορφή στο τίποτα, και αυτός είναι ο τρόπος μου να ενσωματώσω εντός μου την ίδια μου την αποσύνθεση; Είμαι όμως τόσο λίγο έτοιμη να καταλάβω. Πριν, όποτε και αν είχα προσπαθήσει, τα όριά μου μου έφερναν μία σωματική αίσθηση δυσφορίας, μέσα μου οποιοδήποτε ξεκίνημα σκέψης προσκρούει αμέσως στο μέτωπο. Από νωρίς υποχρεώθηκα να αναγνωρίσω δίχως παράπονο, την πρόσκρουση της περιορισμένης μου διάνοιας και άλλαζα τροχιά. Ήξερα πως ήμουν προορισμένη να σκέφτομαι λίγο. Το να συλλογίζομαι, με περιόριζε στο δέρμα μου. Πώς λοιπόν να εγκαινιάσω τώρα μέσα μου τη σκέψη; Και ίσως μόνο η σκέψη να με σώσει, φοβάμαι το πάθος.

Αφού πρέπει να σώσω την αυριανή μέρα, αφού πρέπει να έχω ένα σχήμα, καθώς δεν νιώθω αρκετά δυνατή για να παραμείνω αποδιοργανωμένη, αφού μοιραία θα χρειαστεί να τετραγωνίσω την ατελείωτη τερατώδη σάρκα και να την κόψω σε κομμάτια, που να αντιστοιχούν στο εύρος του στόματός μου και στο εύρος της όρασης των ματιών μου, αφού μοιραία θα υποκύψω στην αναγκαιότητα του σχήματος η οποία πηγάζει από τον τρόμο, του να παραμείνω απεριόριστη − τότε, τουλάχιστον, ας έχω το κουράγιο να αφήσω αυτό το σχήμα να σχηματιστεί από μόνο του, σαν κρούστα που από μόνη της σκληραίνει, φλεγόμενο νεφέλωμα που ψύχεται και γίνεται γη. Κι ας έχω το μεγάλο θάρρος να αντισταθώ στον πειρασμό να εφεύρω ένα σχήμα.

Αυτή η προσπάθεια που θα κάνω τώρα, για να αφήσω να βγει στην επιφάνεια ένα νόημα, όποιο κι αν είναι, αυτή η προσπάθεια θα γινόταν πιο εύκολη εάν παρίστανα πως γράφω σε κάποιον.

Όμως, φοβάμαι να αρχίσω να συνθέτω έτσι, που να με καταλαβαίνει αυτός ο φανταστικός κάποιος, φοβάμαι να «φτιάξω» ένα νόημα, με την ίδια ήπια τρέλα που μέχρι χθες ήταν ο υγιής τρόπος μου να χωράω σε ένα σύστημα. Μήπως θα πρέπει να βρω το κουράγιο να χρησιμοποιώ μία απροστάτευτη καρδιά και να μιλάω στο τίποτα και στον κανένα; Έτσι, όπως, ένα παιδί σκέφτεται το τίποτα. Και να διατρέχω τον κίνδυνο να συνθλιβώ από την τύχη.

Δεν καταλαβαίνω αυτό που είδα. Και ούτε καν ξέρω αν είδα, αφού τα μάτια μου δεν διαφοροποιούνται πλέον από αυτό που βλέπουν. Μονάχα από ένα απρόσμενο τρέμουλο γραμμών, μονάχα από μία ανωμαλία στην αρραγή συνέχεια του πολιτισμού μου, δοκίμασα για μία στιγμή τον ζωογόνο θάνατο. Τον λεπταίσθητο θάνατο που με έκανε ν’ αγγίξω το απαγορευμένο υφαντό της ζωής. Απαγορεύεται να προφέρεις το όνομα της ζωής. Κι εγώ σχεδόν το πρόφερα. Σχεδόν δεν μπόρεσα να απεμπλακώ από το υφαντό της, πράγμα που θα σήμαινε την καταστροφή της εποχής μου μέσα μου.

Ίσως, αυτό που μου συνέβη να είναι μία κατανόηση − και, για να είμαι αληθινή, ίσως να πρέπει να συνεχίζω να μη βρίσκομαι στο ύψος της, να πρέπει να συνεχίζω να μην την αντιλαμβάνομαι. Κάθε αιφνίδια κατανόηση μοιάζει πολύ με αιχμηρή ακατανοησία. Όχι. Κάθε αιφνίδια κατανόηση είναι τελικά η αποκάλυψη μιας αιχμηρής ακατανοησίας. Κάθε στιγμή που βρίσκεις κάτι χάνεις τον εαυτό σου. Μπορεί αυτό που μου συνέβη να ήταν μία κατανόηση τόσο ολοκληρωτική όσο μία άγνοια και να βγω από εκείνη το ίδιο ανέγγιχτη και αθώα με πριν. Καμιά δική μου αντίληψη δε θα είναι ποτέ στο ύψος της κατανόησης αυτής, αφού το να ζω είναι το μόνο ύψος που μπορώ να φτάσω − βρίσκομαι μόνο στο επίπεδο της ζωής. Μόνο που, τώρα ξέρω ένα μυστικό, πού ήδη αρχίζω να ξεχνάω. Αχ νιώθω πως ήδη αρχίζω να ξεχνάω.

Για να το γνωρίσω από την αρχή, θα έπρεπε τώρα να ξαναπεθάνω. Και το να γνωρίζω, ίσως να είναι η δολοφονία της ανθρώπινης ψυχής μου. Και δε θέλω, δε θέλω. Κάτι που θα μπορούσε ακόμη να με σώσει, θα ήταν να παραδοθώ στην καινούργια άγνοια, αυτό ίσως να ήταν πιθανό. Γιατί την ίδια στιγμή που αγωνίζομαι να μάθω, η καινούργια μου άγνοια, πού είναι η λήθη, έγινε ιερή. Είμαι η εστιάδα ενός μυστικού που δεν ξέρω πλέον ποιο ήταν και υπηρετώ τον λησμονημένο κίνδυνο. Έμαθα εκείνο που δεν μπόρεσα να καταλάβω, το στόμα μου σφραγίστηκε και δε μου  απόμειναν παρά τα ακατανόητα σπαράγματα μιας τελετής. Παρότι για πρώτη φορά νιώθω πως η λήθη μου βρίσκεται επιτέλους στο επίπεδο του κόσμου. Αχ, και ούτε καν θέλω να μου εξηγηθεί αυτό, που για να εξηγηθεί θα έπρεπε να βγει από τον εαυτό του. Δε θέλω να μου εξηγηθεί αυτό, που πάλι θα χρειαζόταν την ανθρώπινη επικύρωση για να ερμηνευτεί.

Ζωή και θάνατος ήταν δικά μου, και υπήρξα τερατώδης. Το θάρρος μου ήταν όπως ενός υπνοβάτη που απλώς προχωράει. Τις ώρες του χάμου βρήκα το θάρρος να μη συνθέτω και να μην οργανώνω. Και πάνω από όλα να μην προβλέπω. Ως τότε δεν είχα βρει το θάρρος να αφήνομε, να οδηγηθώ από αυτό που δε γνωρίζω και προς αυτό που δε γνωρίζω: οι προβλέψεις μου προκαθόριζαν εκείνο που θα έβλεπα. Δεν ήταν οι προοράσεις της όρασης: ήταν ήδη στο μέγεθος των μεριμνών μου. Οι προβλέψεις μου έκλειναν τον κόσμο.

Μέχρι που, για μερικές ώρες, τα παράτησα. Και, μα τον θεό, πήρα εκείνο που δεν ήθελα. Δεν περπάτησα πλάι στον ποταμό σε μία κοιλάδα, εγώ, που πάντα νόμιζα πως το να βρίσκω θα είναι γόνιμο και υγρό σαν ποταμός σε μία κοιλάδα. Δε λογάριαζα πως αυτή ήταν η μεγάλη από-εύρεση.

Για να συνεχίσω να είμαι ανθρώπινη η θυσία μου θα είναι άραγε η λήθη; Τώρα θα ξέρω να αναγνωρίζω στην κοινή όψη μερικών ανθρώπων πως - πως ξέχασαν. Και ούτε ξέρουν πια πως ξέχασαν αυτό που ξέχασαν.

Είδα. Ξέρω πως είδα γιατί δεν έδωσα σε αυτό που είδα το δικό μου νόημα. Ξέρω πως είδα − γιατί δεν καταλαβαίνω. Ξέρω πως είδα − γιατί σε τίποτα δεν ωφελεί αυτό που είδα. Άκου, θα πρέπει να μιλήσω, γιατί δεν ξέρω τι να κάνω με το γεγονός πως έχω ζήσει. Ακόμη χειρότερα: δε θέλω αυτό που είδα. Αυτό που είδα συντρίβει την καθημερινή μου ζωή. Συγνώμη που σου δίνω μόνο αυτό, πολύ θα ήθελα να είχα δει κάτι καλύτερο. Πάρε αυτό που είδα, λύτρωσέ με από το άχρηστο όραμά μου και από την άχρηστη αμαρτία μου. Είμαι τόσο τρομαγμένη που δε θα μπορέσω να δεχτώ πως χάθηκα, παρά μονάχα αν φανταστώ πως κάποιος μου δίνει το χέρι.

Το να δίνω το χέρι σε κάποιον ήταν ό,τι προσδοκούσα πάντοτε από τη χαρά. Πολλές φορές πριν αποκοιμηθώ − σε αυτή τη μικρή μάχη να μη χάσω τις αισθήσεις μου και μπω στον μεγαλύτερο κόσμο − πολλές φορές, πριν βρω το θάρρος να πάω προς τη μεγαλοσύνη του ύπνου, παριστάνω πως κάποιος μου δίνει το χέρι και τότε πάω, πάω προς την πελώρια απουσία μορφής που είναι ο ύπνος. Και όταν ακόμη και έτσι δεν βρίσκω το θάρρος, τότε ονειρεύομαι.

Ο τρόπος που πάω για ύπνο μοιάζει τόσο πολύ με τον τρόπο, που πρέπει τώρα να πάω προς την ελευθερία μου. Αν δοθώ σε αυτό που δεν καταλαβαίνω, βάζω τον εαυτό μου στις όχθες του τίποτα. Θα είναι, το να πάω, απλώς πηγαίνοντας σαν τυφλή χαμένη σε λιβάδι. Αυτό το υπερφυσικό πράγμα που είναι η ζωή. Αυτή η ζωή που είχα εξημερώσει για να την καταστήσω οικεία. Αυτό το θαρραλέο πράγμα που θα είναι το να αφεθώ, και πού είναι σαν να δίνεις το χέρι στο στοιχειωμένο χέρι του θεού και να εισδύεις σε αυτό το άμορφο πράγμα, που είναι ένας παράδεισος. Ένας παράδεισος που δεν τον θέλω!

Ενόσω γράφω και μιλάω θα πρέπει να παριστάνω πως κάποιος μου κρατάει το χέρι.

Αχ, στην αρχή τουλάχιστον, μονάχα στην αρχή. Μόλις μπορέσω να κάνω χωρίς αυτό, θα πορευτώ μόνη. Προς το παρόν έχω ανάγκη να κρατάω αυτό σου το χέρι, ακόμη και χωρίς να καταφέρνω να επινοώ το πρόσωπό σου και τα μάτια σου και το στόμα σου. Αλλά, παρότι ακρωτηριασμένο, το χέρι αυτό δεν με τρομάζει. Η επινόησή του πηγάζει από μία τέτοια ιδέα αγάπης, σαν το χέρι να συνδεόταν όντως με ένα σώμα που, αν δεν το βλέπω, είναι από ανημποριά να αγαπήσω περισσότερο. Δε μπορώ να φανταστώ έναν ολοκληρωμένο άνθρωπο γιατί δεν είμαι ολοκληρωμένος άνθρωπος. Και πως να φανταστώ ένα πρόσωπο, αν δεν ξέρω τι έκφραση προσώπου έχω ανάγκη; Μόλις μπορέσω να αφήσω κατά μέρος το ζεστό σου χέρι, θα συνεχίσω μόνη και με τρόμο. Ο τρόμος θα είναι η δική μου ευθύνη μέχρι να ολοκληρωθεί η μεταμόρφωση και ο τρόμος να μετατραπεί σε λάμψη. Όχι στη λάμψη που γεννιέται από τον πόθο για ομορφιά και ηθική, όπως ήταν πριν ασυνείδητα ο στόχος μου∙ μα στη φυσική λάμψη του υπαρκτού, και η φυσική αυτή λάμψη είναι που με τρομοκρατεί. Παρότι ξέρω πως ο τρόμος − ο τρόμος είμαι εγώ απέναντι στα πράγματα.

Προς το παρόν επινοώ την παρουσία σου, έτσι όπως μία μέρα δε θα ξέρω πώς να ριψοκινδυνεύσω να πεθάνω μόνη μου. Το να πεθάνεις είναι το μεγαλύτερο ρίσκο, δε θα ξέρω πώς να περάσω στο θάνατο και να κάνω το πρώτο βήμα στην πρώτη απουσία του εαυτού μου, έτσι όπως την ύστατη και τόσο πρωταρχική εκείνη ώρα, θα επινοήσω την άγνωστη παρουσία σου και μαζί σου θα αρχίσω να πεθαίνω, μέχρι να καταφέρω να μάθω μόνη μου να μην υπάρχω, και τότε θα σε απελευθερώσω. Για την ώρα σε κρατάω δέσμιο και η άγνωστη ζεστή ζωή σου είναι η μοναδική οργάνωση που μου είναι οικεία, εμένα που δίχως το χέρι σου θα ένιωθα αφημένη τώρα στο πελώριο μέγεθος που ανακάλυψα. Στο μέγεθος της αλήθειας.

Όμως, η αλήθεια ποτέ δεν έβγαζε νόημα για μένα. Η αλήθεια δεν βγάζει νόημα! Για αυτό τη φοβόμουν και τη φοβάμαι. Αβοήθητη, σου τα δίνω όλα για να κάνεις με αυτά κάτι χαρούμενο. Μήπως μιλώντας σου θα σε τρομάξω και θα σε χάσω; Αν δε μιλήσω θα χάσω εμένα, και χάνοντας εμένα θα χάσω εσένα.

Η αλήθεια δε βγάζει νόημα, η μεγαλοσύνη του κόσμου με περιορίζει. Αυτό που ίσως γύρεψα και εν τέλει πήρα, με άφησε παρόλα αυτά ενδεή, σαν παιδάκι που πλανιέται μονάχο στη γη. Τόσο αναγκεμένη, που μόνο η αγάπη όλου του σύμπαντος για μένα θα μπορούσε να με παρηγορήσει και να με πληρώσει, μόνο μία αγάπη που θα έκανε το ίδιο το ζυγωτό κύτταρο των πραγμάτων να πάλλεται από αυτό που ονομάζω αγάπη. Από αυτό που είναι το μόνο που μπορώ στ’ αλήθεια να ονομάσω μα δίχως να ξέρω το όνομα του.

Να είναι η αγάπη αυτό που είδα; Μα ποια αγάπη είναι τόσο τυφλή όπως αυτή ενός ζυγωτού κυττάρου; Αυτό ήταν; Εκείνος ο τρόμος, αυτή ήταν η αγάπη; Αγάπη τόσο ουδέτερη πού... Όχι, δε θέλω ακόμη να με μιλήσω, το να μιλήσω τώρα θα εκβίαζε ένα νόημα, όπως κάνεις ακινητοποιείται βιαστικά στην παραλυτική ασφάλεια ενός τρίτου ποδιού. Ή θα αναβάλλω απλώς το να αρχίσω να μιλάω; Γιατί δε λέω τίποτα και απλώς κερδίζω χρόνο; Από φόβο. Χρειάζεται κουράγιο για να ριψοκινδυνέψω μία απόπειρα να κάνω συγκεκριμένο αυτό που νιώθω. Είναι σαν να έχεις ένα κέρμα και να μην ξέρεις σε ποια χώρα έχει αντίκρισμα.

Θα χρειαστεί κουράγιο για να κάνω αυτό που θα κάνω: να πω. Και να ρισκάρω την τεράστια έκπληξη που θα αισθανθώ με τη φτώχεια του ειπωμένου πράγματος. Δε θα προλάβω να το πω καλά καλά και θα πρέπει να προσθέσω: δεν είναι αυτό, δεν είναι αυτό! Πρέπει όμως και να μη φοβάμαι το γελοίο, πάντα προτιμούσα το λίγο από το πολύ και επειδή φοβόμουν το γελοίο: γιατί υπάρχει και ο σπαραγμός της σεμνότητας. Αναβάλλω την ώρα που θα με μιλήσω. Από φόβο;

Και γιατί δεν έχω να πω λέξη.

Δεν έχω να πω λέξη. Γιατί δεν σωπαίνω λοιπόν; Αν όμως δεν εκβιάσω τη λέξη, η βουβαμάρα θα με καταπιεί για πάντα σε κύματα. Η λέξη και η μορφή θα είναι η σχεδία όπου θα πλεύσω πάνω σε πελώρια κύματα βουβαμάρας.

Εάν καθυστερώ να ξεκινήσω είναι και επειδή δεν έχω οδηγό. Οι διηγήσεις άλλων ταξιδιωτών λίγα στοιχεία μου προσφέρουν για το ταξίδι: όλες οι πληροφορίες είναι τρομακτικά ελλιπής.

Αισθάνομαι μία πρώτη ελευθερία να με κυριεύει σιγά σιγά, αφού ποτέ ως σήμερα δε φοβήθηκα τόσο λίγο την έλλειψη καλού γούστου: έγραψα «πελώρια κύματα βουβαμάρας», κάτι που πριν δε θα το έλεγα ποτέ, γιατί πάντα σεβόμουν την ομορφιά και την εγγενή της αυτοσυγκράτηση. Είπα «πελώρια κύματα βουβαμάρας», η καρδιά μου υποκλίνεται ταπεινά και εγώ το αποδέχομαι. Μήπως τελικά έχω χάσει ένα ολόκληρο σύστημα του καλού γούστου; Αυτό θα είναι, όμως, το μοναδικό μου κέρδος; Πόσο φυλακισμένη πρέπει να είχα ζήσει για να νιώθω τώρα πιο ελεύθερη, μόνο και μόνο επειδή δε φοβάμαι περισσότερο την έλλειψη αισθητικής... Δε μπορώ ακόμα να προαισθανθώ τι άλλο κέρδος θα έχω. Σταδιακά, ποιος ξέρει, θα αρχίσω να το αντιλαμβάνομαι. Προς το παρόν, η πρώτη ντροπαλή απόλαυση που παίρνω είναι η διαπίστωση ότι έχασα το φόβο του άσχημου. Και αυτή η απώλεια έχει μία τέτοια καλοσύνη. Είναι μία γλύκα.

Θέλω να ξέρω τι άλλο κέρδισα χάνοντας. Προς το παρόν δεν ξέρω: μόνο ξαναζώντας με θα ζήσω. Πώς, όμως, να με ξαναζήσω; Αν δεν έχω μία φυσική λέξη να πω. Θα πρέπει να φτιάξω τη λέξη σαν να δημιουργούσα αυτό που μου συνέβη;

Θα δημιουργήσω αυτό που μου συνέβη. Μόνο και μόνο γιατί η ζωή δεν είναι αφηγήσιμη. Η ζωή δεν είναι βιώσιμη. Θα πρέπει να δημιουργήσω πάνω στη ζωή και χωρίς ψέματα. Δημιουργία ναι, ψέματα όχι. Το να δημιουργείς δεν είναι φαντασία, είναι το να διατρέχεις το μεγάλο ρίσκο, του να κατέχεις την πραγματικότητα. Η κατανόηση είναι δημιουργία, ο μοναδικός μου τρόπος. Θα χρειαστεί να μεταφράσω με πολύ κόπο τα σήματα του τηλέγραφου, να μεταφράσω το άγνωστο σε μία γλώσσα που αγνοώ, χωρίς καν να καταλαβαίνω τι σημαίνουν τα σήματα. Θα μιλήσω σε αυτή τη γλώσσα υπνοβάτη που αν ήμουν ξύπνια δε θα ήταν γλώσσα.

Μέχρι να δημιουργήσω την αλήθεια. Αυτό που μου συνέβη, αχ, θα είναι περισσότερο γραφισμός παρά γραφή, αφού, επιχειρώ, μάλλον μία αναπαραγωγή παρά μία έκφραση. Έχω όλο και λιγότερη ανάγκη για έκφραση. Το έχασα και αυτό; Όχι, ακόμη και όταν έκανα γλυπτά προσπαθούσα ήδη να αναπαράγω μόνο, και με τα χέρια μόνο.

Θα μείνω χαμένη μες στη βουβαμάρα, βουβαμάρα των σημάτων; Θα μείνω, γιατί ξέρω πως είμαι: ποτέ δεν έμαθα να βλέπω χωρίς να χρειάζομαι αμέσως μετά κάτι περισσότερο από το να βλέπω. Ξέρω πως θα τρομάξω σαν τυφλή, που επιτέλους ανοίγει τα μάτια και βλέπει. Τι βλέπει όμως; Ένα βουβό και ακατανόητο τρίγωνο. Μπορεί να μη θεωρεί πλέον πως είναι τυφλή, μόνο και μόνο επειδή βλέπει ένα ακατανόητο τρίγωνο;

Αναρωτιέμαι: αν κοιτάξω το σκοτάδι με έναν μεγεθυντικό φακό, θα δω τίποτα περισσότερο από το σκοτάδι; Ο φακός δεν ξεσκεπάζει το σκοτάδι, απλώς το αποκαλύπτει ακόμη περισσότερο. Και αν δω το φως με μεγεθυντικό φακό, έκπληκτη θα δω μονάχα περισσότερο φως. Είδα, μα είμαι το ίδιο τυφλή με πριν γιατί είδα ένα ακατανόητο τρίγωνο. Τουλάχιστον ας μεταμορφωθώ και εγώ στο τρίγωνο, που θα αναγνωρίσει σε αυτό το ακατανόητο τρίγωνο την ίδια μου την πηγή και την επανάληψη.

Αναβάλλω. Ξέρω πως ό,τι λέω είναι μόνο για να αναβάλλω − να αναβάλλω τη στιγμή που θα χρειαστεί να αρχίσω να λέω, ξέροντας πως τίποτα πια δεν μου μένει να πω. Αναβάλλω τη σιωπή μου. Άραγε, όλη μου τη ζωή ανέβαλα τη σιωπή; Τώρα, όμως, από περιφρόνηση προς τη λέξη, ίσως μπορέσω τελικά να αρχίσω να μιλάω.

Τα σήματα του τηλέγραφου,  κόσμος να ανατριχιάζει όλος αντένες κι εγώ να πιάνω το σήμα. Θα μπορέσω να κάνω μόνο τη φωνητική μεταγραφή. Παραστράτησα τρεις χιλιάδες χρόνια πριν και μου απέμειναν φωνητικά σπαράγματα του εαυτού μου. Είμαι πιο τυφλή από ό,τι πριν. Είδα, ναι. Είδα και τρόμαξα με την ωμή αλήθεια ενός κόσμου που ο μεγαλύτερος του τρόμος είναι πως είναι τόσο ζωντανός, που για να δεχτώ πως είμαι εξίσου ζωντανή με αυτόν − και η χειρότερη μου ανακάλυψη είναι πως είμαι εξίσου ζωντανή με αυτόν − θα πρέπει να εξυψώσω τη συνείδηση της εξωτερικής ζωής, μέχρι να γίνει έγκλημα ενάντια στην προσωπική ζωή μου.

Για τη βαθιά ηθική που είχα πριν − η ηθική μου ήταν η επιθυμία να καταλάβω και, καθώς δεν καταλάβαινα, τακτοποιούσα τα πράγματα, και αυτό μέχρι χθες, και τώρα ανακάλυψα πως πάντα ήμουν βαθιά ηθική: δεχόμουν μονάχα το σκοπό − για τη βαθιά ηθική που είχα πριν, το να έχω ανακαλύψει πως είμαι τόσο ωμά ζωντανή όσο αυτό το ωμό φως που γνώρισα χθες, για εκείνη την ηθική μου, η σκληρή δόξα του να είμαι ζωντανή είναι φρίκη. Προηγουμένως, ζούσα σε έναν εξανθρωπισμένο κόσμο, αλλά μήπως το αμιγώς ζωντανό ανέτρεψε την ηθική που είχα;

Γιατί, ένας κόσμος ολοζώντανος, έχει τη δύναμη μιας Κόλασης.


_____________
ΤΑ ΚΑΤΑ Α.Γ. ΠΑΘΗ - LISPECTOR CLARICE
Εκδότης: ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ