Πιέρ Μπουρντιέ: Η Αθλιότητα του Κόσμου

Ο Πιέρ Μπουρντιέ (Pierre Bourdieu, 1 Αυγούστου 1930 - 23 Ιανουαρίου 2002) ήταν Γάλλος φιλόσοφος, κοινωνιολόγος και κοινωνικός επιστήμονας. Γενικό ενδιαφέρον στη μελέτη του, υπήρξε η παρατήρηση και η κατανόηση του πώς τα δρώντα υποκείμενα ενεργούν μέσα στην κοινωνία. Εισήγαγε την έννοια του habitus στην κοινωνική θεωρία και πρακτική προς όφελος της κατανόησης των επιρροών από τα επιμέρους κοινωνικά πεδία.

Πιέρ Μπουρντιέ: Η Αθλιότητα του Κόσμου

(απομαγνητοφώνηση: Κωνσταντίνος Σύρμος)

«Πρέπει λοιπόν να σας συστηθώ. Ποια είμαι, δεν το ξέρω. Αυτό αναρωτιέμαι και δεν κάνω τίποτα άλλο. Αλλά ούτε για την ηλικία μου δεν είμαι σίγουρη. Η ηλικία μου δε μου ανήκει. Μέχρι κι αυτό είναι λάθος. Είναι ν’ αναρωτιέσαι αν υπάρχω. Μίλησαν για παράλειψη στο ληξιαρχείο. Τι ωραία λέξη! Με έχουν παραλείψει! Θα αρχίσω να κλείνω το ρήμα «παραλείπω» σ’ όλους τους χρόνους. Να ένα ρήμα που μ’ αρέσει, γιατί λέει την αλήθεια. Όταν άρχισε ο πόλεμος πήγα με τη μάνα μου στον πατέρα μου, που είχε βρει δουλειά στη Γαλλία. Δεν θυμάμαι τίποτα απ’ τα παιδικά μου χρόνια. Αργότερα πήγα σχολείο. Δεν ήμασταν ποτέ μαζί. Όπως όταν πας να συναντήσεις κάποιον. Αυτός περπατούσε απ’ τη μεριά του κι εγώ απ’ τη δική μου σαν να μη γνωριζόμασταν κι όλοι οι φίλοι κι οι φίλες με κορόιδευαν. “Να ο πατέρας σου, δεν τον βλέπεις; Δεν πας κοντά του;”. Απ’ το παράθυρο του σπιτιού φαινόταν ένα μέρος του σχολείου. Ο πατέρας μου στηνόταν στο παράθυρο για να με παρατηρεί. Δεν ξέρω πως δεν σκέφτηκε να πάρει κιάλια γι’ αυτή τη δουλειά. Να κρύβεσαι. Να κρύβεσαι και να μην κάνεις τίποτα άλλο. Αν περνούσα το κεφάλι μου απ’ την πόρτα έτρωγα δύο χαστούκια. Γι’ αυτό υπέφερα πολύ». 

«Ιδιαίτερα Χαρακτηριστικά», του Πιέρ Μπουρντιέ,
απ’ το βιβλίο του: «Η Αθλιότητα του Κόσμου».


Η αυτονομία της επιστήμης και της διανόησης. Πιστεύω πως το θέμα αυτό είναι πιο ζωτικό σήμερα παρά ποτέ, στο μέτρο που οι πιο σημαντικές κατακτήσεις της αυτονομίας απειλούνται μ’ ένα τρόπο – συχνά πολύ – διακριτικό από πολύ διαφορετικές κοινωνικές δυνάμεις. Π.χ., βλέπω την αυτονομία των πανεπιστημίων, που σε κάθε χώρα παίρνει άλλη μορφή ανάλογα με τον τρόπο χρηματοδότησης, τη σχέση με το κράτος κ.τ.λ. Η αυτονομία των πανεπιστημίων απειλείται από διάφορους λόγους. Απ’ την επέμβαση νέων μορφών μαικηνισμού, από νέες μορφές κρατικής επέμβασης, απ’ την αναθεώρηση της ανεξαρτησίας τους ως προς το κράτος, απ’ τις τάσεις ιδιωτικοποίησης των πανεπιστημίων κ.τ.λ. Όλες αυτές οι απειλές δεν συσχετίζονται, ούτε συγκλίνουν, αλλά είναι σε μεγάλο βαθμό ανησυχητικές, γιατί οι πανεπιστημιακοί δεν είναι προετοιμασμένοι – τουλάχιστον στην Ευρώπη – ν’ αντιμετωπίσουν αυτές τις απειλές.

Είναι αλήθεια ότι η φιλοσοφία της αυτονομίας απειλείται, γιατί οι πανεπιστημιακοί απευθύνονται σε εξωτερικές πηγές για να χρηματοδοτήσουν τις έρευνες τους και χάνουν την αίσθηση της προτεραιότητας της αυτονομίας. Βλέπω στα μικρά επαρχιακά πανεπιστήμια να υπογράφονται συμβόλαια με μικρές τοπικές εταιρίες ή και με την τοπική διοίκηση χωρίς γενική φιλοσοφία, αλλά απ’ το ένα στο άλλο, χωρίς να βλέπουν πως επηρεάζεται η έρευνά τους. Π.χ., συμβαίνει συχνά να υπογράφουν κάποιοι ένα συμβόλαιο και με βάση το συμβόλαιο να προσλαμβάνουν προσωπικό. Μετά για να πληρώσουν το προσωπικό υπογράφουν άλλο συμβόλαιο. Κι έτσι δεν δουλεύουν πια για τους σκοπούς μιας έρευνας, αλλά για να συντηρήσουν την ομάδα ερευνητών τους. Φυσικά αυτό είναι απόλυτα νόμιμο και δεν θα ήθελα να διώξω έναν εδραιωμένο ερευνητή, επειδή δεν θα μπορούσαμε να τον πληρώσουμε. Αλλά νομίζω πως πρόκειται για μία διαδικασία εντελώς ολέθρια.


Στην ομάδα μας το συνειδητοποιήσαμε αυτό πριν πολύ καιρό και πήραμε μια συλλογική απόφαση μέσα στη δεκαετία του ’70. Είχα εκφράσει τότε την εξής πρόταση: «Να υπογράφουμε συμβόλαια μόνο για έρευνες ήδη ολοκληρωμένες». Έτσι, έρευνες χρηματοδοτήθηκαν μετά το τέλος τους, ώστε το νέο συμβόλαιο βοηθούσε μια έρευνα που είχαμε επιλέξει, αλλά το δικαιολογούσε μια ήδη έτοιμη έρευνα. Κρατήσαμε αρκετά καλά αυτή τη γραμμή. Κι έτσι γλυτώσαμε απ’ την εξωτερική επέμβαση. Κι αν εξετάσουμε αυτά που έχουμε ήδη κάνει, θα δούμε πως κάθε νέα έρευνα πηγάζει από μια προηγούμενη κι όχι από μια κρατική προσφορά.

Στη Γαλλία η κρατική προσφορά ήταν φοβερή για την έρευνα. Η έρευνα στις κοινωνικές επιστήμες στη Γαλλία έπεσε θύμα της υπερβολικής χρηματοδότησης. Αυτό ακούγεται πολύ παράξενο κι υποτίθεται ότι πολλοί απ’ τους συναδέλφους μου θα σοκαριστούν. Τα χρήματα είναι απαραίτητα στις κοινωνικές επιστήμες γιατί χρειάζονται πολλά δείγματα. Όσο ανόητο κι αν φαίνεται, ο αριθμός των ανθρώπων που ερωτώνται εξαρτάται απ’ τα χρήματα, αλλά κι η επιστημονική ποιότητα της έρευνας εξαρτάται απ’ αυτό. Κι αυτό αποτελεί την αρνητική της πλευρά, η θετική πλευρά είναι η ελευθερία μας να προσδιορίζουμε τις υποθέσεις, η ευκρίνεια των υποθέσεων που εξαρτάται απ’ τις μεθόδους. Όλα αυτά τα πράγματα είναι εντελώς ανεξάρτητα απ’ το χρήμα. Υπάρχουν ηλίθιοι γεμάτοι λεφτά που κάνουν ηλίθιες έρευνες. Νομίζω ότι πάντα υπήρχαν, σε όλες τις επιστημονικές κοινότητες, ορισμένοι άνθρωποι που δέχονται παραγγελίες κι υποδείξεις. Εγώ λυπάμαι γι’ αυτό.

Αυτό είναι το κεντρικό πρόβλημα των κοινωνικών επιστημών. Πάντα ρωτάγαμε αν οι κοινωνικές επιστήμες είναι όντως επιστήμη. Οι κοινωνικές επιστήμες βρίσκονται σε ιδιαίτερη θέση. Αν ορίσουμε ένα θεωρητικό χώρο, όπου θα κατανέμαμε τους διάφορους κοινωνικούς και άλλους κόσμους, στη μία άκρη θα βάζαμε την επιστήμη - τα μαθηματικά και στην άλλη την πολιτική που συμπεριλαμβάνει τους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους, τους υπεύθυνους για τον πολιτικό διάλογο στην κοινωνία. Μεταξύ των δύο άκρων κάπου στη μέση είναι η κοινωνιολογία. Κι οι κοινωνικές επιστήμες, απ’ τις μεθόδους τους είναι γεγονός ότι έχουν συγκροτηθεί, ότι έχουν ένα εισόδημα, μια ιστορία.

Όταν εργάζομαι εγώ ή εσείς, θέτουμε σε λειτουργία τη δουλειά δύο αιώνων. Έχουμε τον Μαξ Βέμπερ, τον Μαρξ, τον Ντυρκέμ, έχουμε τους σύγχρονους κοινωνιολόγους, τις τεχνικές, την ανάλυση της αλληλουχίας των γεγονότων, κ.τ.λ., και τα θέτουμε όλα αυτά σε λειτουργία. Άρα είμαστε σαν έναν μαθηματικό ή έναν φυσικό, αφού κουβαλάμε ένα παρελθόν που μας κάνει αυτόνομους, γιατί κατακτήθηκε ενάντια σ’ όλες τις κοινωνικές δυνάμεις. Απ’ την άλλη, στο μέτρο που μιλάμε για τον κοινωνικό κόσμο κι υποτίθεται πως λέμε την αλήθεια για την κοινωνία, λέμε πως το σχολικό σύστημα ενισχύει τις ανισότητες και το αποδεικνύουμε παρουσιάζοντας στατιστικές κ.τ.λ. Αφού λοιπόν μιλάμε για τον κοινωνικό κόσμο, είμαστε σ’ ανταγωνισμό μ’ ανθρώπους του πολιτικού κόσμου που κι αυτοί έχουν κάτι να πούνε πάνω σ’ αυτό το θέμα. Οι θρησκευτικές δυνάμεις, οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι κ.τ.λ., νιώθουν πως ο ανταγωνισμός μας είναι ανυπόφορος. Γιατί όταν λέμε ότι δεν υπάρχει επιστημονική απάντηση στο θέμα, ενώ αυτοί απαντάνε παραπέμποντας το θέμα στη κακή επιστήμη, εμείς τους κατακρίνουμε σιωπηλά. Αφού λέμε πως δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι είναι αλήθεια. Άρα, η ύπαρξή μας δημιούργησε πρόβλημα στον πολιτικό χώρο, αφού αμφισβητούμε με την ύπαρξη μας το μονοπώλιο της αλήθειας κι αυτά που αναφέρουμε ως αληθινά. Εκεί επιμένουμε συλλογικά σ’ αυτό το μονοπώλιο.

Έτσι, στον επιστημονικό χώρο της κοινωνιολογίας, υπάρχει πάντα μια ένταση μεταξύ δύο αρχών εξουσίας, δύο αρχών ιεραρχίας κι αξιολόγησης. Η μια επιστημονική, που ρωτάει αν ο κύριος Χ αναγνωρίζεται απ’ τους ειδικούς, αν έχει κάποια φήμη κι αν οι ισχυρισμοί του έχουν τα ίδια αποτελέσματα στην Αυστραλία και στη Γαλλία. Απ’ την άλλη αντιμετωπίζουμε μέσα στο ίδιο κράτος μας τον ανταγωνισμό των πολιτικών. Επομένως, έχουμε στον κόσμο μας δύο κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που θ’ ανταποκριθούν περισσότερο στην πολιτική – είτε είναι δεξιοί είτε αριστεροί – και μπορεί ανάλογα με τις περιστάσεις να είναι οι ίδιοι. Δηλαδή να περνάνε πολύ γρήγορα απ’ τα δεξιά στ’ αριστερά. Στην Γαλλία αλλά και στην Ελλάδα, πρέπει να έχουν γίνει αυτά όταν έχουμε απότομες αλλαγές του καθεστώτος, τότε οι ετερώνυμοι που εξαρτώνται απ’ εξωτερικές πηγές προσαρμόζονται πολύ γρήγορα. Πριν καλά-καλά απαντήσουν σε μια κρατική παραγγελία, π.χ. σχετικά με την ανησυχία στο επίπεδο των διοικητών, που είναι μάλλον παραγγελία της δεξιάς, απαντούν σε μια κρατική παραγγελία πάνω στη φτώχεια, που αφορά μάλλον την αριστερά. Τέτοιοι άνθρωποι είναι ενοχλητικοί από επιστημονικής πλευράς γιατί φέρνουν τον Δούρειο Ίππο μέσα στο σύστημα, επειδή εισάγουν πάντα την ετερονομία. Εξαιτίας τους οι υπόλοιποι μπορούν να πούνε: «Αυτό δεν επιστημονικό, γιατί ο κ. Μπουρντιέ είπε αυτό ενώ ο κύριος τάδε λέει το αντίθετο». Αλλά αυτός που λέει το αντίθετο δεν έχει αναγνωριστεί και δεν διαθέτει τα όργανα παραγωγής κι επαλήθευσης, που είναι ο βασικός όρος για να ανήκεις στον επιστημονικό κόσμο.

Οι πολίτικές ή γραφειοκρατικές περιστάσεις, εθνικές ή διεθνείς, θεωρούν πάντα την κοινωνιολογία σαν μια τέχνη. Δηλαδή σαν ένα όργανο για κάθε στόχο, απ’ το οποίο περιμένουμε τα μέσα μιας πολιτικής. Υπάρχουν πάντα καλυμμένοι στόχοι που δεν δέχεται η επιστήμη. Π.χ. για να καθοδηγούν έρευνες εμπνευσμένες απ’ την επιστήμη, μπορούμε να κάνουμε συμβιβασμούς και να πούμε: «Θέλουν αυτό και ξέρω καλά γιατί το θέλουν». Έκανα μια δουλειά που ήταν χρηματοδοτούμενη απ’ την Κόντακ. Ήξερα πως ήθελαν να πουλήσουν πιο πολλά φιλμ και μηχανές. Εμένα όμως μ’ ενδιέφερε να μελετήσω μία απ’ τις μικρές τέχνες. Τη μοναδική τέχνη που είναι προσιτή σε όλους κι όλοι ασκούν. Απ’ τον χωρικό ως τον διοικητικό, όλοι τραβάνε φωτογραφίες άρα υπάρχει διαπραγμάτευση μεταξύ επιστημονικών συμφερόντων, μεταξύ μιας καθαρά θεωρητικής ερώτησης για την οποία ο αιτών δεν ενδιαφέρεται καθόλου∙ και των πρακτικών συμφερόντων του αιτούντος κι εκεί μπορεί να γίνει συμβιβασμός.



Αν ο επιστημονικός παραγωγός ελέγχει τη δημοσίευσή του, αν δεν τον λογοκρίνουν, αν δεν υπάρχει μυστικότητα – συχνά επιστήμονες δέχονται τη μυστικότητα στην έρευνά τους. Πράγμα τρομερό που κανείς δεν έπρεπε να το δεχτεί ποτέ, γιατί σημαίνει ότι υποκύπτει στις προσταγές της ζήτησης. Ενώ με τη δημοσίευση γίνεται δημόσιο, γίνεται οικουμενικό, προσφέρω στους άλλους τ’ αποτέλεσμα των ερευνών μου, το προσφέρω στο κοινό αλλά και στην κριτική των συναδέλφων μου. Η αιτία της μυστικότητας που δυστυχώς είναι αρκετά συχνή, είναι ένδειξη μιας ετερωνυμίας. Αλλά συχνά οι πιο ετερώνυμοι ερευνητές ενός τομέα, αυτοί που θέλουν να ζήσουν μόνο απ’ την έρευνά τους, αυτοί δεν διστάζουν να πουλήσουν το δυναμικό της εργασίας τους για σκοπούς που δεν ελέγχουν, κι αυτό αποτελεί την ετερωνυμία.

Νομίζω πως ο κόσμος αυτών των κλειστών μικρόκοσμων, των σχετικά προστατευμένων και ποτέ εντελώς κλειστών, ορθώνονταν ενάντια στην επέμβαση της πολιτικής εξουσίας και της εξουσίας του χρήματος. Αυτοί οι μικρόκοσμοι, όπως ο επιστημονικός, ο λογοτεχνικός, ο χώρος της τέχνης και της πολιτικής, είχαν μια αυτονομία σε σχέση με τις δυνάμεις του χρήματος και της δημαγωγίας. Κι όλοι αυτοί οι μικρόκοσμοι διατρυπώνται όλο και πιο πολύ - τα τείχη τους καταρρέουν. Τώρα, με ποιον τρόπο: Νομίζω ότι οι μεσολαβήσεις είναι συχνά πολύ διακριτικές και γι’ αυτό δεν τις συνειδητοποιούμε. Αυτό που προσπάθησα να φέρω στην κοινωνιολογική επιστήμη, είναι η κριτική παράδοση που αντιπροσώπευε ο μαρξισμός. Η κριτική παράδοση δεν είχε ποτέ λάβει καθαρά – παρ’ όλο που την είχε κατονομάσει, αλλά ποτέ πολύ αυστηρά – τη διαδικασία σύστασης των διαχωρισμένων μικρόκοσμων. Κι αυτή η διαδικασία υπήρξε πολύ αργή και δύσκολη. Π.Χ., η σύσταση του φιλοσοφικού χώρου άρχισε τον 5ο αιώνα στην Αθήνα, όπου για πρώτη φορά οι άνθρωποι ασχολούνται με το να συζητάνε ανεξάρτητα και με σχετική αυτονομία, σχετικά με τους άλλους.

Εκτός απ’ τον φιλοσοφικό χώρο, το ίδιο έγινε στον καλλιτεχνικό. Ο νομικός χώρος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Άρχισε να σχηματίζεται στην Πολωνία σιγά σιγά, το 12ο αιώνα. Ο καλλιτεχνικός χώρος χρειάστηκε πολύ χρόνο. Και νομίζω πως αυτό στηρίζεται κι ιστορικά. Άρχισε υποθέτω τον 15ο αιώνα στην Ιταλία κι οι ζωγράφοι διακρίθηκαν μέσα από τους μπογιατζήδες. Δεν ήταν εύκολο. Βλέπουμε ανθρώπους να παλεύουν για να πείσουν ότι δεν αξίζουν μόνο την τιμή της μπογιάς. Πράγμα που έμοιαζε εκπληκτικό, γιατί ως τότε ο κόσμος έλεγε: «η προσωπική εργασία του μπογιατζή με την ώρα, συν η τιμή της μπογιάς που έβαλε». Τον 15ο αιώνα αρχίζουν συζητήσεις πάνω σε συμφωνίες: «Βάλατε ένα μπλε του εξωτερικού και χρυσό που είναι ακριβό, επομένως η δουλειά αξίζει τόσο». Ο καλλιτέχνης έλεγε, όχι υπάρχει και το «χέρι», η ικανότητά μου και θέλω να υπογράψω τη συμφωνία μας. Σιγά σιγά αρχίζουν οι συλλογές σχεδίων των ζωγράφων και στη συνέχεια κι οι βιογραφίες των καλλιτεχνών. Σιγά σιγά οι καλλιτέχνες αντιδρούν και μεταξύ τους. Ορισμένοι συνδυάζονται μεταξύ τους, άλλοι έχουν αντιζηλίες και δημιουργούν ανταγωνιστικές σχολές κ.ο.κ. Το σύστημα αρχίζει να δουλεύει, αλλά νομίζω ότι για μια ολοκληρωμένη αυτονομία θα χρειαστεί να περιμένουμε ως το τέλος του 19ου αιώνα, όπου ολοκληρώνεται με την επανάσταση του εμπρεσιονισμού. Οι καλλιτέχνες δεν ζητάνε πια έγκριση για το περιεχόμενο. Ζωγραφίζουν όπως θέλουν κι ότι θέλουν. Αυτοί οι αυτόνομοι κόσμοι, που έχουν δηλαδή τον δικό τους νόμο, τη δική τους κοινωνική δομή, τις δικές τους διαιρέσεις. Αυτοί οι αυτόνομοι κόσμοι που δεν δέχονται τους νόμους κανενός, είναι πολύ εύθραυστοι. Κι όπως η φιλοσοφία εξαφανίστηκε για έξι περίπου αιώνες, έτσι κι ο κόσμος της κοινωνιολογίας που είναι από τους πιο τρωτούς, για τους λόγους που είπα πριν κι ο κόσμος των μαθηματικών, της βιολογίας για ένα σωρό λόγους, π.χ. τις γενετικές επεμβάσεις κ.τ.λ.

Όλοι αυτοί οι κόσμοι είναι πάρα πολύ εύθραυστοι και μπορεί να υποκύψουν στην ετερονομία, σ’ εξωτερικούς νόμους. Είπα πριν ότι αυτή η διαδικασία γίνεται με διακριτά μέσα. Νομίζω ότι σήμερα μία απ’ τις φρικτότερες μεσολαβήσεις, φυσικά, είναι και το χρήμα που κρύβεται πίσω απ’ όλα. Φαίνεται καθαρά στον καλλιτεχνικό χώρο, όπου συγγραφείς και ζωγράφοι έχουν κάνει μεγάλη προσπάθεια ώσπου να φτάσουν να πουν ότι αυτό που κάνουμε δεν πουλιέται και δεν μας νοιάζει καν. Επιβεβαίωσαν πως η αξία ενός έργου δεν μετριέται σε χρήμα κι έφτασαν μάλιστα να πουν ότι αν πουλιέται είναι ύποπτο, γιατί σημαίνει ότι υπάρχει κάποια ζήτηση κ.τ.λ. Έχουν κάνει μια τέλεια ανατροπή. Αυτό το περιγράφω λέγοντας ότι οι καλλιτεχνικοί κόσμοι – για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Ένγκελς – είναι κόσμοι ανεστραμμένοι, κόσμοι ανάποδοι, όπου οι γνωστοί νόμοι της ζωής: «όσο πιο πλούσιος τόσο πιο πολύ αξίζεις» καταργούνται. Ο Φλομπέρ λέει: «οι τιμές ατιμούν». Δηλαδή η Λεγεώνα της Τιμής, που συνήθως μας τιμά, έναν καλλιτέχνη τον ατιμεί! Αλλά αυτό δεν εμπόδισε πολλούς να δεχτούν τις τιμές της!

Αυτοί οι εύθραυστοι κόσμοι κυκλώνονται σήμερα απ’ τον τύπο. Πιστεύω ότι εδώ έχουμε έναν ιδιαίτερο κλοιό. Δε λέω ότι η δημοσιογραφία είναι κάτι κακό, αλλά πιστεύω ότι η ισχύ του χρήματος δε λειτουργεί μόνη της. Είναι δύσκολο να πεις: «φτιάχνω ένα θεώρημα για 1000 φράγκα» ή «φτιάχνω έναν πίνακα για να πάρω τη Λεγεώνα της Τιμής». Γίνεται κι αυτό, αλλά τέτοιοι άνθρωποι χάνουν την εκτίμηση. Τώρα όμως, αυτό που συμβαίνει όλο και περισσότερο, είναι ότι ο κόσμος της δημοσιογραφίας κυριεύεται απ’ την τηλεόραση. Η τηλεόραση εκπέμπει μία καταπληκτική έλξη, γίνεται ένας ναρκισσιστικός καθρέφτης κι επιβάλλεται. Η τηλεόραση είναι κι αυτή έντονα κυριευμένη απ’ το χρήμα και μέσα απ’ το χρήμα, απ’ τη λογική της αγοράς. Στη Γαλλία αυτό βασίζεται στην ακροαματικότητα κι ο αριθμός θεατών δεν είναι αυτό που ενδιαφέρει, παρά μόνο όσο καθορίζει την αξία μιας εμπορικής διαφήμισης.


Η λογική της αγοράς διεισδύει στην πολιτιστική παραγωγή, που δυστυχώς επικρατεί και που είναι η τηλεόραση∙ και μέσα από την τηλεόραση μπαίνει και στον τύπο. Ο τύπος, που έχει μια αξιοσημείωτη δύναμη καθιέρωσης, αρχίζει να επιβάλλει τη λογική του στους αυτόνομους χώρους. Π.χ. στον νομικό χώρο στη Γαλλία, ο Ρεμί Λενουάρ, ένας συνάδελφος, έκανε μια έρευνα πάνω στους νέους δικαστικούς μεσολαβητές, που εισάγουν στο νομικό κόσμο αξίες που ανήκουν στα μίντια και που συχνά έρχονται σε αντίφαση με τον νομικό κόσμο. Υπήρξαν περιπτώσεις επιστημόνων που είχαν ανάγκη χρημάτων για να κάνουν τις έρευνες τους, αλλά για να βρεις χρήματα πρέπει να είσαι γνωστός και για να είσαι γνωστός πρέπει να περάσεις απ’ τα μίντια. Επομένως, επιστήμονες που δεν είναι αναγκαστικά οι καλύτεροι, αποκτούν φήμη που τους επιτρέπει να ασκήσουν ετερόνομη εξουσία στον επιστημονικό τους κόσμο. Νομίζω, λοιπόν, ότι σήμερα αυτοί οι μικρόκοσμοι κινδυνεύουν. Κινδυνεύει η ελευθερία που στηρίζει τη συλλογική αυτονομία. Πιστεύω λοιπόν, ότι κατά βάθος η ελευθερία δεν είναι ατομική.

Όσο θα υπάρχουν τέτοιοι κόσμοι θα υπάρχουν κι αρετές, θα έχουμε ελευθερία κι υπερβατικότητα σε σχέση με τα πάθη μας. Απ’ τη στιγμή που αυτοί οι κόσμοι εξασθενούν, που τα τείχη τους γκρεμίζονται, η ελευθερία απειλείται. Είναι κάτι που τονίζω στους διανοούμενους εδώ και γενιές. Τους λέω: «υπερεκτιμάται τους εαυτούς σας σε ατομικό επίπεδο, τους δίνετε μεγαλύτερη σημασία απ’ ότι έχετε σαν άτομα κι υποτιμάτε το σύνολό σας. Στο σύνολό σας πληρώνεστε για να δημιουργήσετε το οικουμενικό ή αυτό που σε μια ορισμένη εποχή θεωρείται οικουμενικό. Υπερασπίζοντας λοιπόν την αυτονομία σας και τις ιστορικές κατακτήσεις απ’ τις οποίες καταλήξατε, δεν υπερασπίζεστε τον εαυτό σας αλλά το οικουμενικό. Υπερασπίζεστε τα συμφέροντα όλου του κόσμου. Ακόμα κι αυτών που λένε “προς τι η αφηρημένη τέχνη;”. Γιατί επιτρέπετε την ύπαρξη των ανθρωπολογικών δυνατοτήτων, που δεν θα υπήρχαν χωρίς εσάς. Επομένως δεν υπάρχει λόγος να νιώθετε συντεχνιακή ενοχή». Τους είπα να κάνουν και σωματεία. Υποστήριξα τη δημιουργία ενός διεθνούς κινήματος που δεν λειτουργεί ακόμα όσο θα ήθελα και λέγεται: Παγκόσμιο Κοινοβούλιο Συγγραφέων.

Εκεί είπα, ότι πρέπει να είμαστε ιδεαλιστές και να παλέψουμε με ρεαλιστικό τρόπο για τα συμφέροντα μας σαν συγγραφείς, επιστήμονες, καλλιτέχνες κ.τ.λ. Π.χ., η τιμή των βιβλίων μας αφορά κι η λογοκρισία επίσης. Όταν φυλακίζεται ένας καλλιτέχνης είναι μια ακρότητα, αλλά καθημερινά συμβαίνουν γύρω μας αντίστοιχα πράγματα κι έχουμε καθήκον να αμυνθούμε. Υπερασπιζόμαστε το συμφέρον μας αλλά και την ελευθερία. Πραγματική υπεράσπιση της ελευθερίας σημαίνει: υπεράσπιση συλλογικών συνθηκών που επιτρέπουν την ύπαρξή της. Δυστυχώς αυτό το καταλαβαίνουν καλύτερα οι επιστήμονες. Οι καλλιτέχνες κι οι συγγραφείς δεν το καταλαβαίνουν καθόλου. Βέβαια είναι ιδιαίτερα άτομα, με ιδιαιτερότητες που δουλεύτηκαν κοινωνικά και προσωπικά. Είναι άνθρωποι που θέλουν να παραμείνουν «ίδιοι». Δυσκολεύονται να καταλάβουν πως για να υπερασπιστούν την ιδιοσυγκρασία που τους χαρακτηρίζει, πρέπει, παραδόξως, να είναι συλλογικοί και πως – μόνο αν ενωθούν με κάποιο σύνολο, με άλλους – μπορούν να σώσουν τις συνθήκες της ελεύθερης γραφής ή της πιο αγνής επίσημης έρευνας. Μόλις ακούσουν για συλλογικό σκέφτονται την ένταξη, πράγμα ανόητο, γιατί ένταξη θα υπάρξει μόνο αν τη θελήσουν. Σημαντικό είναι να στηρίξουμε τις συνθήκες για μια παραγωγή, που αποτελεί η ίδια σκοπό του εαυτού της και δεν δέχεται εξωτερικούς νόμους. Ξαναγυρίζουμε στα ίδια.

«Δεν γνωριζόμαστε και δεν μιλιόμαστε. Δεν ζήτησα λοιπόν απ’ τους γείτονές μου να ‘ρθουν μαζί μου, να διαμαρτυρηθούμε, να υποβάλλουμε μια αίτηση. Εγώ δε μετράω… Σκασίλα τους. Ο κόσμος δεν σκάει για ‘μένα. Εγώ δε μετράω. Δε μετράμε πια για τίποτα και μας δείχνουν ότι δε μετράμε. Εδώ είμαστε αμελητέα ποσότητα, μόνο αυτοί αξίζουν. Τίποτα δεν πάει καλά, ούτε θα πάει καλά. Δε θα συμφωνήσουμε, δεν έχουμε τα ίδια γούστα, τις ίδιες συνήθειες, δε βλέπουμε τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο. Δε μπορούμε λοιπόν να συμφωνήσουμε σε τίποτα. Είναι οι διπλανοί μου, ένας τοίχος μας χωρίζει. Μέναμε εδώ πριν έρθουν αυτοί. Έτσι αρχίζει πάντα, πρώτα μια οικογένεια, μετά άλλη μία, η μία φέρνει την άλλη και δεν τελειώνει ποτέ. Σύντομα θα γίνει εδώ σαν πολιτεία. Καταστραφήκαμε για να μείνουμε σπίτι μας. Νιώθαμε σπίτι μας. Μ’ αυτούς δεν ξέρουμε ποτέ πόσοι είναι, ποιοι είναι μέλη της οικογένειας και ποιοι όχι. Πάνε κι έρχονται συνέχεια κι έχουν ένα τσούρμο παιδιά. Τα βλέπεις παντού, στους δρόμους, στο πάρκο. Όταν μπαίνουν και στον κήπο σου, είναι κρίμα!».

«Ιδιαίτερα Χαρακτηριστικά», του Πιέρ Μπουρντιέ,
απ’ το βιβλίο του: «Η Αθλιότητα του Κόσμου».


Μία από τις συνεισφορές των διανοούμενων σ’ αυτό το πρόβλημα, είναι να βγάλουν από τη σιωπή ένα μεγάλο μέρος ανθρώπων και βγάζοντας τους από τη σιωπή, να κάνουν να σωπάσουν αυτοί που επωφελούνται της σιωπής των άλλων, που κάνουν αυτή τη σιωπή να μιλάει. Γιατί αν ο λαός «σιωπά», είναι γιατί τον κάνουν να σιωπά μιλώντας στη θέση του, μπερδεύοντας τη σιωπή του. Εδώ ξαναβρίσκουμε τα μίντια να παίζουν ένα μεγάλο ρόλο. Οι μεγάλοι σοφιστές κατά βάθος είναι τα μίντια. Παίζουν έναν τεράστιο ρόλο στη σιωπή του λαού. Ενάντια λοιπόν στους ομιλητές για τον λαό και στα μεγάφωνα – νομίζω πως αυτή η εικόνα είναι του Μπρεχτ αλλά δεν πειράζει – υπάρχουν οι διανοούμενοι. Γι’ αυτό η μάχη είναι πάντα μια μάχη διανοούμενη. Μπορούμε όμως να πούμε πως δε γίνεται να κάνουμε τίποτα. Δε μπορούμε να πολεμήσουμε στη θέση του λαού. Αυτό τελείωσε. Ήταν μια απλοϊκή αυταπάτη. Αλλά μπορούμε να πολεμήσουμε ενάντια σε αυτούς που εκμεταλλεύονται τη σιωπή του λαού και ξέρουμε γιατί.

Το βιβλίο μου «Η Αθλιότητα του Κόσμου», είχε μια μεγάλη επίδραση για δύο λόγους: Απ’ τη μία οι άνθρωποι νιώσαν την εντύπωση μιας αποκάλυψης. Είπαν: «είναι τα πράγματα που τα ξέραμε αλλά δεν τα εκφράζαμε» κι η εντύπωση της αποκάλυψης πάει μαζί με τη δημοσίευση. Θα σας διηγηθώ ένα αληθινό συμβάν που το εκφράζει. Κάποια βραδιά που συζητούσαμε με άγνωστους αναγνώστες, σηκώθηκε μια ηλικιωμένη κυρία που ήταν καθηγήτρια – ήταν άνθρωποι δηλαδή που είχαν τα όργανα παραγωγής αλλά δεν επαρκούσαν για να κάνουν τη δουλειά που κάναμε – είπε λοιπόν: «τώρα σηκώνομαι και μπορώ να σηκωθώ. Δεν θα το είχα κάνει αν δεν υπήρχε το βιβλίο. Σηκώνομαι γιατί ταυτίστηκα όχι με τη γυναίκα καθηγήτρια αλλά με μια γυναίκα που είχε στήσει ένα φεμινιστικό σωματείο και που παραμερίστηκε από το σωματείο μόλις έγινε επιτυχία. Είχα κι εγώ μια παρόμοια ιστορία και ταυτίστηκα μ’ αυτή. Το γεγονός ότι δημοσιεύτηκε μ’ έκανε να σηκωθώ χωρίς ντροπή και να πω δημόσια αυτό που για ‘μένα ήταν μεγάλος πόνος». Άρα η επίδραση της αποκάλυψης δεν είναι μόνο υποκειμενική. Δεν είναι μόνο το γεγονός πως τώρα βλέπω και ξέρω πράγματα, είναι πως ξέρω ότι το ξέρουν κι άλλοι και λέγεται δημόσια.

Ας πάρουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Έγινε ένα σωματείο για να μελετήσει το εκπαιδευτικό σύστημα. Παντού στην Ευρώπη η εκπαίδευση πάσχει. Έχει προβλήματα αριθμών, κρίσεων κ.τ.λ. Τι γίνεται γι’ αυτό; Απ’ τη μια υπάρχει η απάντηση του κράτους, που όπως ξέρουμε είναι λίγο στα σύννεφα. Οι απαντήσεις των συνδικάτων που είναι στερεότυπες, πάντα οι ίδιες: «είμαστε υπέρ αλλά δεν καλοξέρουμε γιατί!» και τίποτα άλλο εκτός από τις συζητήσεις στους διαδρόμους: «Τώρα στις πανεπιστημιακές σχολές διαμαρτύρονται οι γονείς όπως γινόταν παλιά στη μέση εκπαίδευση! Αίσχος!». Πρότεινα να φτιάξουμε έναν χώρο όπου αυτά που δεν λέγονται να μπορούν να λεχθούν δημόσια μπροστά στους συναδέλφους κι όχι μόνο μυστικά κι ένοχα. Αυτό έδωσε, πιστεύω, μια νέα μορφή πολιτικής δράσης. Ανακαλύψαμε ότι παραδεχόμαστε ότι οι φοιτητές είναι πολλοί, αλλά είμαστε εναντίον του περιορισμού του αριθμού τους. Αυτό όμως είναι αντίφαση. Τι πρέπει να γίνει; Αν πούμε όχι στον περιορισμό, αρνιόμαστε το πρόβλημα.

Αυτές οι νέες μορφές πολιτικής δράσης δύσκολα θα επεκταθούν γιατί υπάρχουν οι παλιές συνήθειες οι «καθυστερημένες». Καθυστέρησαν οι πνευματικές δομές σε σχέση με τις κοινωνικές κι οι άνθρωποι δυσκολεύονται ν’ αλλάξουν συνήθειες. Προτιμούν να πούνε: «Διαδήλωση! Γι’ άλλους καθηγητές και έδρες!». Είναι πολύ πιο εύκολο και δεν χρειάζεται σκέψη ενώ αν αρχίσουμε τα: «ναι, αλλά», τα χάνουμε. Πιστεύω λοιπόν πως η κρίση των αριστερών κομμάτων βασίζεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει σε κανένα επίπεδο – όχι μόνο στην εργατική τάξη, εκεί απλά είναι πιο εμφανές – δεν υπάρχει πουθενά σύνδεση μεταξύ αυτών που παραδεχόμαστε ιδιωτικά κι αυτών που μπορούμε να ανακοινώσουμε δημόσια. Επομένως, χρειάζεται νέα εκπαίδευση. Η βασική λειτουργία της «Αθλιότητας του Κόσμου» είναι ότι είπαμε στους ανθρώπους ότι υπάρχει δημόσια ομολογία των πολιτικών πραγμάτων, που συνήθως παραμένουν ιδιωτικά κι η δυσφορία της δυσαρμονίας μεταξύ ιδιωτικής εμπειρίας και δημοσίευσης, είναι κοινή σε πολύ διαφορετικές κατηγορίες.

Γλώσσα

Οι εθνικοί διανοούμενοι κόσμοι δεν έχουν συγχρονιστεί κι έχουν χρόνους εξέλιξης πολύ άνισους. Αλλού οι Γερμανοί υπερτερούν, αλλού οι Γάλλοι. Η Ελλάδα  είναι σε πολύ ιδιαίτερη θέση γιατί είναι μια χώρα με τεράστια διανοητική διασπορά. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η Ελλάδα είναι διανοητικά διεθνής. Με αφορμή την κοινή γλώσσα, υπάρχει ο κίνδυνος ενός Ευρωπαϊκού εθνικισμού, εκτός αν δηλώσουν συμμετοχή οι διανοούμενοι. Για να γλυτώσουμε από μια κοινή ευρωπαϊκή κουλτούρα όπου όλοι μιλάνε κακά αγγλικά και λένε τετριμμένα πράγματα, πρέπει να οργανώσουμε την κυκλοφορία του καλύτερου της εθνικής μας παράδοσης, χωρίς εθνικισμό. Το σημαντικό είναι οι άνθρωποι να συνεχίσουν να λένε πράγματα κι ας είναι στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά ή ελληνικά. Το τρομερό είναι η ομοιογένεια, ο εκχυδαϊσμός που ακολουθεί συνήθως την αγγλικανοποίηση. Όλοι χάνουν κι εγώ πρώτος όταν γράφω στα αγγλικά, γιατί πιθανόν χάνω πολλά απ’ όσα έχω να πω. Στο βάθος, οι άνθρωποι πρέπει να γράφουν στη γλώσσα τους και να μεταφράζονται υπό σωστές συνθήκες, αλλά πάνω απ’ όλα να συνεχίσουν να παράγουν πρωτότυπα πράγματα. Ωστόσο, υπάρχουν δείγματα ομοιογένειας, ισοπέδωσης π.χ., στην λογοτεχνία. Στην παγκόσμια λογοτεχνία – Ουμπέρτο Έκο, Μπετρούτσι, κ.τ.λ., είναι λογοτεχνία φτιαγμένη για παγκόσμια εμπορικότητα, που δεν είναι αναγκαστικά καλή λογοτεχνία. Αυτό συμβαίνει και στο θέατρο, το Μπρόντγουεϊ μπήκε παντού. Άρα, να υποστηρίξουμε την εθνική δημιουργία χωρίς εθνικισμό. Μετά, το πρόβλημα της γλώσσας είναι σχετικά δευτερεύον.

___________________
Δημοσιογραφική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Τσουκαλάς