Γιώργος Κοροπούλης: Μοναξιασμένοι

Ο Γιώργος Κοροπούλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960. Σπούδασε Οδοντιατρική και ειδικεύτηκε στο να μην την ασκεί. Από το 1980 εργάζεται ως διορθωτής και επιμελητής κειμένων και αρθρογραφεί (άλλοτε συστηματικά, άλλοτε όχι) σε εφημερίδες και περιοδικά. Κατά καιρούς, εργάστηκες επίσης ως παραγωγός στο ραδιόφωνο και συνέγραψε κείμενα για ντοκυμαντέρ και ταινίες. Μετέφρασε (μεταξύ άλλων) Αχμάτοβα, Καβαλκάντι, Κάτουλο, Λαφόργκ, Μπρεχτ, Παστερνάκ, Ρίλκε, Τσβετάγεβα. Μεταφράζει μετ’ εμποδίων τη Θεία Κωμωδία του Δάντη σε τερτσίνα και ενδεκασύλλαβο.

Γιώργος Κοροπούλης: Μοναξιασμένοι

(απομαγνητοφώνηση: Κωνσταντίνος Σύρμος )


«
Θα πρέπει να φανταστούμε κάποιον, που προσέρχεται να ακούσει τα χάλκινα πνευστά μιας ορχήστρας, όχι επειδή τον ενδιαφέρει η μουσική αλλά επειδή χρειάζεται και αναζητά χαλκό».

-Μπρεχτ


Δημοσιοποιώντας εδώ και πέντε πια μήνες, μια τρίτη δέσμη στοιχείων για την αγορά χαλκού, προσπάθησα να λάβω υπόψη το διογκούμενο έλλειμμα μνήμης. Μια και πιστεύω, ότι η οργανωμένη λήθη βρίσκεται στον πυρήνα της καινούριας, άθλιας από κάθε πλευρά της κατάστασης. Είναι επείγον νομίζω να θυμηθούμε, έστω για λίγο, έστω με κόπο και αποσπασματικά, κάτι από όσα προγραμματίστηκε να ξεχάσουμε: Την προβληματική της νεωτερικότητας, κάποια από τα αίτια κατάρρευσης της δημοκρατίας και ανόδου του φασισμού και, παραλλήλως, να ανακαλέσουμε κείμενα που επεκτείνουν εμμέσως αλλά και αποτελεσματικότερα την διαθέσιμη μνήμη. Δι’ αυτής της σχολιάς οδού επανήλθα στη λογοτεχνία, προπάντων στην ποίηση, που άλλωστε απ’ την άλλη πλευρά της κάνει ως γνωστό, για λίγο να μην νιώθεται η πληγή, για πολύ λίγο όμως πια. Τούτη η εγκωμιασμένη και κυρίαρχη κάποτε πλευρά ξεθωριάζει ταχύτατα. Οι αναγνώσεις, οι κριτικές, το βιογραφικό υλικό, είναι δυνατόν να κλιμακώνονται και να διαπλέκονται ενώ δια της κλιμάκωσης διερωτώμεθα για τη χρήση τους. Νεότερα και παλαιότερα παραδείγματα είναι δυνατόν να αντιπαρατίθενται, να αντιπαραβάλλονται και να δημιουργούν από μόνα τους το ερώτημα που ολοένα εντείνεται.

 
Το πρόβλημα είναι ότι όλα αυτά μου φαίνονται κάθε τόσο −πάλι και πάλι η αίσθηση αυτή επανέρχεται όπως στην ελονοσία ο υπόστροφος πυρετός− ολότελα άχρηστα. Γύρω μας και εντός, ο ζόφος επεκτείνεται και πυκνώνει. Και είναι αναπόφευκτή η αίσθηση καρικατούρας, όταν εσύ παρόλα αυτά μιλάς για τον Πετράρχη σαν να μην κατάλαβες τίποτα. Μου φαίνεται λοιπόν εντιμότερο να αφήνω αυτόν τον υπόστροφο πυρετό να εκδηλώνεται, να ανακόπτω όσο συχνά το αισθάνομαι απαραίτητο τη ροή, καταγράφοντας ένας είδος επίκαιρων στοχασμών εν μέσω των ανεπίκαιρων. Εξίσου αναγκαίο μου φαίνεται, να επικαιροποιήσω τους ανεπίκαιρους, υποτίθεται, στοχασμούς. Γιατί, πράγματι, απ’ τη μια πλευρά της η αυθεντική λογοτεχνία είναι μονίμως επίκαιρη. Χρησιμεύει μάλιστα για να διασπά τη συνοχή του δήθεν επίκαιρου, του μιας χρήσης και αναλώσιμου προϊόντος που πλασάρεται για λογοτεχνία μα που το εμπόρευμα είναι η ψυχή του και άλλην δεν είχε ποτέ. Ό,τι κατεπείγον και ουσιώδες εντοπίζεται στο παρόν, ριζώνει σ’ ένα απόθεμα έργων και μνήμης, αλήθεια είν’ αυτό. Απ’ την άλλη όμως, η διαρκής επικαιρότητα των αυθεντικών έργων τέχνης πρέπει να επερωτάται ακατάπαυστα, ώστε δουλειά μου είναι και να αναδείξω την καινούρια συνθήκη ακρόασης. Πολλά απ’ αυτά που θεωρούσαμε ακουστά πέρασαν στην περιοχή των υπερήχων. Στη θέση τους και ενώ νομίζουμε ότι τα ακούμε ακόμη, τι ακούμε άραγε πια; Έτσι, η δουλειά μου διασπάται για να παραμείνει ακέραιη. Θα προσπαθήσω να το εξηγήσω ευθύς αμέσως αυτό.


 
Μεταφράζοντας το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο, του Ντάρελ, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος χρησιμοποιεί θυμάμαι τη λέξη «μοναξιασμένος», εκεί που θα περιμέναμε να γράψει: «μοναχικός». Το νόημα σε γενικές γραμμές δεν αλλάζει προφανώς. Η επιλογή όμως του Χουρμούζιου, δημιουργεί την εντύπωση διάβρωσης μάλλον παρά κατάστασης, παθήματος μάλλον παρά συνθήκης. Κάτι τραχύ και συσπειρωμένο, αγκαθωτό και βουβό, κάτι λιγότερο παθητικό και εξευγενισμένο. Πιο άγριο εν τέλει και μαζί παραιτημένο και κατατονικό προκύπτει καθώς ο μοναχικός μετασχηματίζεται σε μοναξιασμένο. Ίσως φταίει το ότι καταρρέουν πολλές συνδηλώσεις. Δεν λέμε, επί παραδείγματι, ότι κάποιος έλαβε το μοναξιασμένο σχήμα όταν καρεί μοναχός. Κανείς δε θα υπέγραφε την επιστολή του σε παλαιό περιοδικό ή το σχόλιο του σε παμπάλαιο λεύκωμα, ως μοναξιασμένη καρδιά, κ.λ.π, κ.λ.π. Χάνουν λοιπόν οι συνδηλώσεις ενώ κερδίζουν έδαφος η παρετυμολογία και ο ήχος. Φυσικά ο Χουρμούζιος, δεν κάνει εκ προθέσεως το μετασχηματισμό, μιας και τον διαθέτουμε όμως, θα μπορούσαμε να μιμηθούμε τον Εγγονόπουλο, που αναρωτιόταν σκωπτικά αλλά όχι μόνο σκωπτικά, όχι εντελώς σκωπτικά: Αν ζηλεύουν ή αν ζουλεύουν οι Θεοί, σαν να ήταν αυτό το μόνο ερώτημα που τώρα πια εκκρεμεί και όχι αν οι Θεοί ζηλεύουν ή όχι.

Περπατώντας μετά τα μεσάνυχτα στην ερημωμένη Αθήνα και ηχογραφώντας τα βήματά μου νοερά, συλλαμβάνω με την περιφερική μου όραση τον άμορφο σωρό: σώμα-κουβέρτες, ένα σε κάθε είσοδο πολυκατοικίας πια, σε κάθε εσοχή. Συλλαμβάνω με την περιφερική μου όραση τον σωρό κουβάρι, να παραπαίει όλος μαζί στην Τοσίτσα, έχοντας πάρει τη νοθευμένη δόση του. Συλλαμβάνω με την περιφερική μου όραση το σύμπλοκο πλάτη, μπουκάλια, καθρέφτης, στα βάθη των μπαρ που απέμειναν ανοιχτά, να αναπαράγεται επ’ άπειρων. Και αναρωτιέμαι αν οι άνθρωποι αυτοί εξ ορισμού μόνοι, αφού το πρωταρχικό ερώτημα απαντήθηκε, οι Θεοί ζηλεύουν έτσι κι αλλιώς. Θα μπορούσαν καθώς χάνεται καθένας μέσα στη δική του δίνη και η συνθήκη του παγιώνεται, να χαρακτηριστούν μοναχικοί δίχως να γίνουμε αγενείς, δίχως να αισθητικοποιήσουμε το κακό. Στη μεγάλη σύνθλιψη που έχει αρχίσει, ο βίος παίρνει σιγά-σιγά τα χαρακτηριστικά που ο Χομπς φαντάστηκε κάνοντας ένα ξόρκι εν αγνοία του, να ισχύουν πριν από την Μεγάλη Έκρηξη. Τείνει να γίνει ενδεής, βρώμικος, κτηνώδης, βραχύς, κυριευμένος από το φόβο και οι άνθρωποι που συλλαμβάνει η περιφερική μου όραση είναι μοναξιασμένοι. Χτυπημένοι από μια αιφνιδίως εκδηλωμένη και αλλιώτικη μοναξιά, που καιρό τώρα κατέτρωγε τα συλλογικά θεμέλια. Κι ‘ναι ολοένα περισσότεροι, τόσοι που η περιφερική όραση κάθεαυτήν, να καταντά αυταπάτη και πρόσχημα.
 
Θέλω να πω, κι αν κοιτούσα καθέναν που βρίσκεται –υποτίθεται  πάνω από το όριο της κατάρρευσης, αν τον κοιτούσα στην δουλειά, στο λεωφορείο, στις παρέες, στο δρόμο κατάματα, μια οποιαδήποτε στιγμή της εργάσιμης μέρας που καλύπτει τώρα πια και τη νύχτα∙ και τον πάλαι-ποτέ ελεύθερο χρόνο του. Είναι ολοένα πιθανότερο πως θα έβλεπα μέσ’ τα μάτια του κάτι τραχύ και συσπειρωμένο, αγκαθωτό και βουβό, κάτι λιγότερο παθητικό κι εξευγενισμένο, πιο άγριο εν τέλει και μαζί παρετημένο και κατατονικό. Κάτι που απλώς δεν εκδηλώθηκε ακόμα. Ολοένα περισσότεροι νιώθουν μόνοι τους και επιπλέον, όχι όπως θα το ένιωθαν ίσως εχθές. Γιατί τείνουν πια, να συμπέσουν δύο επινοήσεις των απαρχών της νεωτερικότητας: η έννοια του νομικού προσώπου, η ατομικότητα δηλαδή και η γκιλοτίνα. Και αυτό το μοναξιασμένο, οξύμωρο πλήθος, ψάχνει απεγνωσμένα να βρει μορφές αλληλεγγύης που θα έδιναν νόημα και διέξοδο σε ό,τι το συνέχει έτσι κι αλλιώς. Αλλά στο νόμισμα που στροβιλίζουμε ‘μεις, αγορεύοντας περί ανεργίας σαν να ήταν μόνο μετρήσιμο μέγεθος και περί μισαλλοδοξίας σα να μη ρίζωνε στη μοναξιασμένη ζωή, αυτή η πλευρά πάντοτε χάνει.
 
Στις αλήστου μνήμης καταλήψεις του ’79 κυριαρχούσε το σύνθημα: «Εκτός από τον ιμπεριαλισμό, υπάρχει κι η μοναξιά», γιατί τόσο ήτανε το μυαλό που κουβαλούσαμε τότε. Μπορούσαμε να δούμε, θέλω να πω, τι ψευδεπίγραφο περιείχε η μετονομασία «ιμπεριαλισμός» και ποιαν υπεκφυγή προϋπέθετε. Μπορούσαμε να δούμε την απατηλή μερίκευση δηλαδή. Αλλά, δεν ξέραμε ακόμη ότι από μιαν άποψη, υπάρχει μόνο η μοναξιά. Όπως από μιαν άποψη στο δελτίο ειδήσεων, μετράει πια μόνο το δελτίο καιρού. Δεν είχαμε δει, όπως το έθεσε ο Ντεμπόρ, ακόμη τον ουρανό να σκοτεινιάζει εξαιτίας της κυβέρνησης, τα δέντρα δεν είχαν πεθάνει από ασφυξία και τ’ αστέρια δεν είχαν σβήσει από την πρόοδο της αλλοτρίωσης.
 
Μέσα σ’ αυτή την ολοκληρωμένη όπως θα λέγαμε στα μαθηματικά, μοναξιά, ο χαλκός που αναζητάμε εντοπίζεται θαμμένος ολοένα βαθύτερα και ολοένα συχνότερα συναντάμε προσομοιώσεις του. Θα πρέπει να κάνουμε κόλπα, να μεταχειριστούμε τεχνάσματα ώστε και οι προσομοιώσεις να αποκαλυφθούν. Θα πρέπει να εντοπίσουμε τα καινούρια προβλήματα που ίσως, το ξαναλέω, αφορούν καθεαυτήν την συνθήκη ακρόασης. Θα προσπαθήσω λοιπόν εφεξής να επινοήσω τέτοια τεχνάσματα. Ένα καλό κόλπο είναι να αναπαρασταθεί η καινούρια συνθήκη ακρόασης ώστε να καταστεί ας πούμε, ορατή. Θα φυλλομετρήσουμε ένα άυλο βιβλίο, μιαν αισθηματική ιστορία, το κρυφό νήμα που την διαπερνά είναι η πεποίθησή μου ότι έχουμε οδηγηθεί σε μια αλλαγή παραδείγματος, όπως θα το έθετε για τις επιστήμες ο Τόμας Κούν. Και, επειδή αυτά τα κόλπα είναι ζόρικα κι εμείς μοναχικοί, επειδή επιπλέον έχει τους δικούς του νόμους το ραδιόφωνο αλλά και κανείς δε μπορεί να πηδήξει έξω από την σκιά του, όχι χωρίς βοήθεια τουλάχιστον, θα προσφύγω σε φίλους.

________________________
Εκπομπή: Στοιχεία για την Αγορά Χαλκού
Γιώργος Κοροπούλης 

Προτάσεις