Εντουάρντο Γκαλεάνο: Ο φόβος εξουσιάζει
Θυμάμαι τον καιρό της εξορίας στις ακτές της Καταλονίας. Μια
μέρα μας έκαναν δώρο ένα ινδικό χοιρίδιο. Έφτασε στο σπίτι σε ένα κλουβί.
Λυπήθηκα να το βλέπω έτσι φυλακισμένο, και το μεσημέρι του άνοιξα το κλουβί. Όταν
γύρισα σπίτι το σούρουπο, το βρήκα όπως το είχα αφήσει, στο βάθος του κλουβιού κολλημένο στα κάγκελα. Έτρεμε από το φόβο της ελευθερίας. Αναρωτιέμαι μήπως ο
κόσμος του καιρού μας, μας μετατρέπει όλους σε εκείνο το ινδικό χοιρίδιο.
Η πείνα τρέφεται από το φόβο. Ο φόβος από τη σιωπή που
ζαλίζει τους δρόμους. Ο φόβος απειλεί. Αν αγαπάτε, θα πάθετε AIDS. Αν καπνίζετε, θα πάθετε καρκίνο. Αν
αναπνέετε, θα μολυνθείτε. Αν πίνετε, θα έχετε ατυχήματα. Αν τρώτε, θα πάθετε
χοληστερίνη. Αν μιλάτε, θα μείνετε άνεργος. Αν περπατάτε, θα νιώσετε βία. Αν
σκέφτεστε, θα νιώσετε αγωνία. Αν αμφιβάλλετε, θα τρελαθείτε. Αν νιώθετε, θα
είστε μόνος. Αυτοί που δουλεύουν φοβούνται ότι θα χάσουν τη δουλειά τους. Αυτοί
που δε δουλεύουν, φοβούνται ότι ποτέ δεν θα βρουν δουλειά. Όποιος δε φοβάται
την πείνα, φοβάται το φαγητό. Οι αυτοκινητιστές φοβούνται να περπατήσουν και οι
πεζοί φοβούνται μην τους πατήσουν. Η δημοκρατία φοβάται να θυμηθεί και η γλώσσα
φοβάται να πει. Οι άμαχοι φοβούνται τους στρατιωτικούς. Οι στρατιωτικοί φοβούνται
την έλλειψη όπλων. Τα όπλα φοβούνται την έλλειψη πολέμων. Είναι καιροί φόβου. Φόβο
της γυναίκας στη βία του άντρα και φόβος του άντρα στη γυναίκα που δεν φοβάται.
Φόβος στους κλέφτες και φόβος στην αστυνομία. Φόβο στην πόρτα χωρίς κλειδαριά.
Στο χρόνο χωρίς ρολόγια. Στο παιδί χωρίς τηλεόραση. Φόβος στη νύχτα χωρίς
υπνωτικά χάπια και στο πρωινό, χωρίς χάπια για το ξύπνημα. Φόβο στη μοναξιά και
φόβο στο πλήθος. Φόβο σε ό,τι ήταν. Φόβο σε ό,τι θα είναι. Φόβο να πεθάνεις,
φόβο να ζήσεις.
Το τσεκούρι
Δεν ξέρουμε αν έγινε πριν από λίγο ή πριν από αιώνες ή ποτέ.
Την ώρα που πήγαινε για δουλειά, ένας ξυλοκόπος ανακάλυψε ότι του έλειπε το
τσεκούρι του. Παρατήρησε το γείτονά του. Ο γείτονας έμοιαζε πολύ με έναν κλέφτη
τσεκουριών. Ήταν σίγουρο: το βλέμμα, οι χειρονομίες, ο τρόπος που μιλούσε.
Κάποιες μέρες μετά ο ξυλοκόπος βρήκε το τσεκούρι που είχε χάσει. Όταν παρατήρησε
και πάλι το γείτονά του, επιβεβαίωσε ότι δεν έμοιαζε καθόλου με κλέφτη
τσεκουριών, ούτε στο βλέμμα, ούτε στις χειρονομίες, ούτε στον τρόπο που μίλαγε.
Η τέχνη της διαταγής
Ένας αυτοκράτορας στην Κίνα, δεν γνωρίζουμε το όνομά του, τη
δυναστεία του, ούτε τον καιρό του. Φώναξε μια νύχτα τον κύριο σύμβουλό του και
του εμπιστεύτηκε την αγωνία, που δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Του είπε: «Κανείς
δεν με φοβάται». Καθώς κανείς δεν τον φοβόταν, κανείς δεν τον σεβόταν και καθώς
κανείς δεν τον σεβόταν, κανείς δεν υπάκουε. Ο σύμβουλος σκέφτηκε μια στιγμή και
είπε: «Λείπουν οι ποινές». Ο αυτοκράτορας, έκπληκτος, του είπε ότι δεν έλειπαν
ποινές, γιατί ο ίδιος έστελνε στην αγχόνη όποιον δεν υποκλινόταν στο πέρασμά
του. Ο σύμβουλος τον προειδοποίησε: «Όμως αυτοί είναι οι ένοχοι. Αν τιμωρείται
μόνο τους ενόχους, μόνο οι ένοχοι θα φοβούνται». Ο Κινέζος αυτοκράτορας
σκέφτηκε πολύ και έφτασε στο συμπέρασμα ότι ο σύμβουλος είχε δίκιο και διέταξε
να του κόψουν το κεφάλι. Η εκτέλεση έγινε σε μια μεγάλη, δημόσια εκδήλωση στην
κεντρική πλατεία της αυτοκρατορίας. Και ο σύμβουλος ήταν ο πρώτος μιας μακράς
λίστας.
Εργοστάσια
Ήταν το έτος 1964, ο δράκος του διεθνούς κομμουνισμού άνοιγε
τα εφτά του σαγόνια για να φάει τη Χιλή. Οι διαφημίσεις, κυρίως στην τηλεόραση,
βομβάρδιζαν τους Χιλιανούς δείχνοντας εικόνες από καμένες εκκλησίες, ρωσικά
τανκς, γενειοφόρους αντάρτες που απήγαγαν παιδιά και τα πήγαιναν μακριά. Και
έγιναν εκλογές και ο φόβος νίκησε. Ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, ο χαμένος υποψήφιος,
μου είπε τι ήταν αυτό που τον πόνεσε πιο πολύ από αυτή την οδυνηρή εμπειρία: Η
εργαζόμενη στο διπλανό σπίτι, στη γειτονιά της Προβιδένθια. Ήταν μια φτωχή
γυναίκα, που δούλευε 20 ώρες τη μέρα, ασχολιόταν με τα παιδιά, έπλενε και
σιδέρωνε τα ρούχα, σφουγγάριζε, μαγείρευε. Όλη μέρα και όλη νύχτα δούλευε χωρίς
σταματημό. Αυτή η γυναίκα, είχε διπλώσει τα ρούχα της σε μια πλαστική
σακούλα και την είχε θάψει στον κήπο, γιατί φοβόταν μην νικήσουν οι Κόκκινοι
και της πάρουν την ιδιοκτησία.
Ασφάλεια
Καθώς κοιμόταν, μας είδε στο όνειρο της η Έλενα. Ήμασταν και οι
δύο στην ουρά με πολλούς άλλους ταξιδιώτες σε κάποιο αεροδρόμιο, ποιος ξέρει
ποιο, όλα τα αεροδρόμια είναι σχεδόν τα ίδια. Κάθε ταξιδιώτης είχε ένα μαξιλάρι
κάτω από το μπράτσο. Ήμασταν κοντά σε μια μηχανή που μας περίμενε. Περνούσαν τα
μαξιλάρια κάτω από τη μηχανή και η μηχανή διάβαζε τα όνειρα της προηγούμενης
νύχτας. Ήταν μια μηχανή ανίχνευσης επικίνδυνων ονείρων για την δημόσια τάξη.
Σήμα κινδύνου
«Η κυβέρνηση της Νικαράγουα επέβαλλε μια νέα δικτατορία.
Αρνήθηκε να ανακοινώσει τις εκλογές που είχε υποσχεθεί. Έχει υπό την κυριαρχία
της σχεδόν όλα τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία υποβάλλονται σε ισχυρή λογοκρισία.
Θέλω να πω σε όλους όσους επικαλούνται το Βιετνάμ, ότι δεν υπάρχει καμία
πρόθεση να αποσταλούν στρατιωτικές δυνάμεις στην Κεντρική Αμερική».
Ρόναλντ Ρήγκαν
Πρόεδρος των Η.Π.Α
Πανικοβάλλεται στην εισβολή, μια χώρα που ποτέ κανείς δεν
εισέβαλλε κι όμως έχει την κακή συνήθεια να εισβάλλει στις άλλες. Τη δεκαετία
του ’80, ο κίνδυνος λεγόταν Νικαράγουα. Ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρήγκαν, φόβιζε τον
κόσμο και προήγγειλε τον επικείμενο κίνδυνο, την απειλή της εισβολής, που
ερχόταν από την Κεντρική Αμερική, από το Μεξικό, που μέσω του Τέξας θα έμπαινε
στις Η.Π.Α και θα κυρίευε τη χώρα. Ενώ, πίσω από τον πρόεδρο, ένας χάρτης
έδειχνε αυτήν τη κόκκινη κηλίδα που προχωρούσε. Οι φοβισμένοι τηλεθεατές δεν
είχαν ιδέα που έπεφτε η Νικαράγουα. Ούτε ήξεραν ότι αυτή ξυπόλητη χώρα, είχε
ρημαχτεί από μισό αιώνα δικτατορίας, κατασκευασμένης στην Ουάσιγκτον και από
ένα σεισμό που δεν άφησε τίποτα όρθιο. Αυτοί οι φοβισμένοι τηλεθεατές δεν
ήξεραν ότι αυτή η «άγρια» χώρα, είχε συνολικά πέντε ασανσέρ και μόνο μία
κυλιόμενη σκάλα, που δεν λειτουργούσε.
Χορός του Διαβόλου
Πριν από κάποιους αιώνες, ο Λούθηρος προειδοποίησε ότι ο Σατανάς
δε βρίσκεται μόνο ανάμεσα στους Μαυριτανούς ή τους Τούρκους, αλλά ότι κατοικεί
μέσα στο σπίτι μας. Ότι ο Σατανάς βρίσκεται στο ψωμί που τρώμε και στο νερό που
πίνουμε. Πέρασαν οι αιώνες κι έτσι συνέχισε να είναι. Το έτος 1982, το δαιμόνιο
είχε το θράσος να επισκεφθεί τον Πάπα στο Βατικανό. Εμφανίστηκε το δαιμόνιο με
μορφή γυναίκας. Μιας γυναίκας που μούγκριζε και που σερνόταν στα πατώματα. Ο
Πάπας Ιωάννης Παύλος ΙΙ, ξεκίνησε μια μάχη σώμα με σώμα στο κακό κι έδιωξε τον
«ξένο» με εξορκισμούς, που προέρχονταν από άλλον Πάπα, που είχε καταφέρει να
ξεριζώσει από τον Γαλιλαίο την διαβολική ιδέα, ότι ο κόσμος γυρνούσε γύρω από
τον ήλιο. Όταν το δαιμόνιο εμφανίστηκε με μορφή φοιτήτριας στο οβάλ γραφείο του
Λευκού Οίκου, ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον δεν το εκδίωξε με αυτές τις απαρχαιωμένες
καθολικές μεθόδους εξορκισμού, αλλά το έδιωξε το κακό με έναν πόλεμο τριών
μηνών, που αφάνισε τη Γιουγκοσλαβία.
Πολεμικά ψεύδη
Οι πόλεμοι πωλούνται με ψέματα, όπως πωλούνται τα αυτοκίνητα. Είναι
επιχειρήσεις μάρκετινγκ και η κοινή γνώμη είναι ο στόχος. Το 1964, ο πρόεδρος
Λίντον Τζόνσον, κατηγόρησε τους Βιετναμέζους ότι είχαν επιτεθεί σε δύο
αμερικανικά σκάφη στον κόλπο του Τονκίν. Έτσι, ο πρόεδρος Τζόνσον, εισέβαλλε
στο Βιετνάμ. Όταν ο πόλεμος είχε ξεκοιλιάσει πλήθος Βιετναμέζων - οι περισσότεροι
γυναίκες και παιδιά - ο υπουργός άμυνας του Τζόνσον, Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα,
παραδέχθηκε ότι η επίθεση του Κόλπου του Τονκίν ποτέ δεν έγινε. Οι νεκροί δεν
αναστήθηκαν. Τον Μάρτιο του 2003, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους, ανακοίνωσε ότι το
Ιράκ θα αφάνιζε τον πλανήτη με όπλα μαζικής εξόντωσης. Σύμφωνα με τον ίδιο,
ήταν τα πιο φονικά όπλα που εφευρέθηκαν ποτέ. Τότε, ο πρόεδρος, εισέβαλλε στο
Ιράκ και όταν ο πόλεμος είχε ξεκοιλιάσει μεγάλο πλήθος ιρακινών - οι
περισσότεροι γυναίκες και παιδιά - ο ίδιος ο Μπους παραδέχθηκε, ότι τα όπλα
μαζικής εξόντωσης δεν υπήρχαν, ότι αυτά τα «πιο φονικά όπλα που εφευρέθηκαν
ποτέ» τα είχε επινοήσει ο ίδιος. Όταν, πάνε πια κάποια χρόνια, η μάνα μου μου
έδινε οδηγίες για τη ζωή, μαζί με άλλα μου είπε ότι το ψέμα έχει κοντά ποδάρια.
Όμως το ψέμα έχει ποδάρια πολύ μακριά, γιατί στις επόμενες εκλογές ο λαός
επιβράβευσε τον Μπους επανεκλέγοντάς τον.
Μια συνηθισμένη περίπτωση
Η κυρία Τσίλα Μόντι, ήταν κάποιας ηλικίας και ήταν με το ένα
πόδι στον τάφο. Το ήξερε καλά ο γιος της ο Οράσιο, αλλά κατατρόμαξε όταν την
είδε έτσι. Τα χέρια τρεμάμενα, τα μάτια ορθάνοιχτα, τα πόδια ήταν αδύναμα, να
μη μπορούν να περπατήσουν. «Τι συνέβη;» ρώτησε ο γιος. Η μητέρα, με ό,τι της
απέμεινε από φωνή, κατάφερε να μουρμουρίσει: «Με έκλεψαν». Ο γιος ήθελε να
μάθει τι πράγματα της έκλεψαν. Εκείνη πήδηξε πάνω και αναστήθηκε, εξοργισμένη,
προσβεβλημένη:
«Ξέρεις καλά ότι δεν έχω τίποτα στην κατοχή μου. Τι θα μου
έκλεβαν; Τίποτα! Που σου ‘ρθε τέτοιο πράγμα; Έχω εγώ πράγματα; Το ξέρει καλά ο
Θεός, ότι όταν έρθει η ώρα μου θα ανέβω χωρίς τίποτα».
«Καλά, ησύχασε» είπε ο Οράσιο… «αλλά λες ότι σε έκλεψαν».
«Ναι, με έκλεψαν».
«Και τι σου πήραν;»
«Τις ιδέες!»
Οι χαμένες μου τρίχες
Οι κομμωτές με ταπεινώνουν χρεώνοντάς μου τα μισά. Κάθε τρίχα
που χάνω, κάθε μία από τις τελευταίες μου τρίχες είναι ένας σύντροφος που
πέφτει και πριν πέσει είχε όνομα ή τουλάχιστον νούμερο. Με παρηγορεί να θυμάμαι
τη φράση ενός καρδιακού φίλου, που μου είπε μια φορά: «Αν τα μαλλιά ήταν
σημαντικά, θα ήταν μέσα στο κεφάλι, όχι έξω». Επίσης με παρηγορεί όταν
επιβεβαιώνω, ότι όλα αυτά τα χρόνια μου έπεσαν πολλές τρίχες αλλά καμιά ιδέα.
Το οποίο είναι ένα πλεονέκτημα σε σύγκριση με όλους αυτούς τους μεταμελημένους
εκεί έξω.
____________________