Νίκος Σβορώνος: Ιστορία ενός Ιστορικού
(απομαγνητοφώνηση/επιμέλεια: Κωνσταντίνος Σύρμος)
Ανατράφηκα σε μία οικογένεια, που δεν ήταν πλούσια, ήταν
μάλλον φτωχή. Αυτό μου έδωσε αφορμή, με τα νυχτέρια που κάνανε οι γυναίκες, να
διαβάσω σχεδόν όλη τη λεγόμενη, λαϊκή φιλολογία. Η γιαγιά μου, η οποία ήξερε
σχεδόν απ’ έξω απ’ τον Ερωτόκριτο και
τη Θυσία του Αβραάμ, όταν μ’ έστειλε
να τον αγοράσω, μου είπε, να αγοράσεις τον κρητικό Ερωτόκριτο και όχι τον άλλον. Ποιος ήταν αυτός ο άλλος το ‘μαθα στο
Πανεπιστήμιο. Έφυγα για πρώτη φορά από την Λευκάδα, όταν πήγα φοιτητής στο
πανεπιστήμιο το ’28, όπου ήμουν ως το ’33 που πήρα το δίπλωμα. Θυμάμαι πάρα
πολλούς απ’ τους καθηγητές μας αλλά ιδιαίτερα έναν άνθρωπο που χρωστάω πολλά, τον
Κωνσταντίνο Άμαντο. Σε εκείνον οφείλω την πρώτη μου παρόρμηση προς την έρευνα.
Δεύτερο σημαντικό σημείο στο πανεπιστήμιο για μας, εννοώ για όλη τη γενιά μου
–και σας θυμίζω με υπερηφάνεια, ότι είναι η γενιά που έκανε τον Αλβανικό
πόλεμο, η γενιά που έκανε το Ε.Α.Μ. και την Αντίσταση, ήταν ότι η γενιά μας,
διαμορφώθηκε κυρίως στο προαύλιο του πανεπιστήμιου. Με τις ζωντανές συζητήσεις,
οι οποίες πολλές φορές κατέληγαν σε ξύλο, αλλά συζητήσεις καθαρά ιδεολογικές,
φιλοσοφικές. Παραδείγματος χάρη, μία που δεν θα την ξεχάσω ποτέ, αφορούσε το,
αν είναι ή δεν φιλοσοφία ο μαρξισμός.
Συζητήσεις
Η παρέα μας εξακολούθησε τις συζητήσεις και ύστερα από τα
πανεπιστημιακά μας χρόνια, μετά από το διάβασμα στη βιβλιοθήκη, όταν εκείνη
έκλεινε. Πριν απ’ τον πόλεμο και στην κατοχή όταν είχαμε καιρό. Οι περίπατοί
μας, ήταν σε αυτές τις περιοχές, εδώ στο Ζάππειο. Βόλτες για ώρες πολλές και
συζήτηση που δεν είχε τελειωμό. Συζήτηση για φιλοσοφία, για τα προβλήματα του
τόπου μας. Βέβαια, κατά το διάστημα της κατοχής, όσοι από μας είχανε κάποιο
ενεργότερο μέρος στην αντίσταση, βρίσκαμε την ευκαιρία να συζητούμε διάφορα
προβλήματα, τα οποία καταλαβαίνει κανείς τι αφορούσαν. Ένα από τα νοστιμότερα
επεισόδια, ήταν θυμάμαι το εξής: Μας παρακολουθούσε συνεχώς ένας χαφιές, όπου,
όπως όλους τους χαφιέδες, τους αναγνώριζε κανείς από τα ειδικά τους
χαρακτηριστικά: καμπαρντίνες, ρεπούμπλικα και εφημερίδα. Μου είπαν αργότερα, που
δεν θυμάμαι πως το έμαθα, για μία από τις αναφορές που έκανε ο χαφιές στην
ασφάλεια, η οποία ήταν η εξής: «Οι άνθρωποι αυτοί μιλάνε προφανώς ελληνικά,
αλλά μια συνθηματική γλώσσα την οποία δεν μπορεί να καταλάβει κανείς». Η
συνθηματική αυτή γλώσσα, ήτανε η κοινή φιλοσοφική γλώσσα. Μιλούσαμε δηλαδή για
τον Καντ και για άλλους φιλοσόφους, με φράσεις και λέξεις όπως τα εκ των προτέρων και τα εκ των υστέρων, τα α πριόρι και α προστεριόρι
και άλλα ανάλογα. Γελάσαμε μ’ αυτή την υπόθεση, αλλά για ‘μένα αυτή η ανάμνηση,
από τους περιπάτους στο Ζάππειο, είναι ένα κομμάτι από τη πνευματική μου
διαμόρφωση και ίσως όλων των φίλων, με τους οποίους μείναμε ως τα σήμερα
αχώριστοι. Αξίζει να αναφέρω και τις μεγάλες απεργίες που κάναμε το ’28 και το
’29, όπου είχαμε κλειστεί κάμποσο στο πανεπιστήμιο, με τους γνωστούς αγώνες με
τους χωροφύλακες. Κλείσαμε το πανεπιστήμιο, του βάλαμε και μια ταινία μεγάλη
«ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ» και είχαμε κάνει κι ένα τραγουδάκι, το οποίο τραγουδούσαμε και
θυμάμαι ότι άρχιζε έτσι: «Ενοικιάζεται, ενοικιάζεται και θα γίνει μαγαζί.
Ενοικιάζεται και ο πρύτανης μαζί». Εν τω μεταξύ, είχε προκηρυχθεί ένας
διαγωνισμός της ακαδημίας Αθηνών για συντάκτη του μεσαιωνικού αρχείου, στον
οποίο πήρα μέρος, πέτυχα. Κατόπιν, προέκυψε πρόβλημα στην πρόσληψή μου, διότι
χρειάζονταν το χαρτί της βαρβαρότητας. Το περίφημο πιστοποιητικό της
βαρβαρότητας όπως το ονόμασε ο Γληνός. Φυσικά δεν το πήρα ποτέ αυτό το πιστοποιητικό
της βαρβαρότητας. Με κάλεσαν στην ασφάλεια, μου ζήτησαν να υπογράψω ένα χαρτί,
ότι δεν ανήκω στο κομμουνιστικό κόμμα και να το αποκηρύξω. Τους είπα, δεν ανήκω
στο κομμουνιστικό κόμμα, αλλά δεν μπορώ να υπογράψω κανένα χαρτί, ότι εγκρίνω ή
αποκηρύσσω τις ιδέες του κόμματος. Τελικά δε μου εδόθη αυτό το χαρτί, αλλά η
τότε διοίκηση της ακαδημίας, ο πρόεδρος της ήτανε ο Θεόφιλος Βορέας και ο γ. γ.
ο καθηγητής Οικονόμος, με διόρισαν χωρίς πιστοποιητικό.
Πόλεμος
Σε λίγο ήρθε ο πόλεμος, στον οποίο πήγαμε οι περισσότεροι
από εμάς και, τι περίεργο, με πολύ κέφι. Είχα επιστρατευθεί, ύστερα από την
πρώτη εισβολή του Μουσολίνι στην Αλβανία, όπου ο Μεταξάς τότε, είχε κάνει μια
μερική επιστράτευση με ειδικές προσκλήσεις ορισμένων κλάσεων και ήμουνα μέσα. Η
επιστράτευση αυτή με βρήκε στα Βλαχοχώρια, όπου είχα σταλεί απ’ την ακαδημία
για περισυλλογή υλικού, το οποίο βρίσκεται ακόμα εις το λαογραφικό αρχείο. Εκεί
με βρήκε η κήρυξη του πολέμου. Στην είσοδο της Κλεισούρας, απέναντι από το
Τεπελένι, πληγώθηκε θανάσιμα ο Ζωίδης, ένας απ’ τους ήρωες του αλβανικού
πολέμου, τον κατέβασα στα Γιάννενα και μετά πήγα στη σχολή Καβάλας, όπου
ξαναγύρισα πλέον στο μέτωπο ως ανθυπολοχαγός. Έμεινα εκεί πέρα ως το τέλος του
πολέμου, ως αξιωματικός του 11ου λόχου, της 4ης
μεραρχίας.
Μετά ήρθαμε εδώ πέρα, στην κατοχή. Άρχισαν οι σκέψεις, για
το τι να κάνουμε, να φύγουμε κι εμείς αν μπορούμε, στη Μέση Ανατολή, να
συνεχίσουμε από εκεί τον αγώνα; Ή να τον συνεχίσουμε μένοντας εδώ; Εν τω
μεταξύ, άρχισε να οργανώνεται το Ε.Α.Μ. πολύ γρήγορα. Μετείχα, όπως το
μεγαλύτερο ποσοστό, στην ΕΑΜική κίνηση και πολύ γρήγορα ενσωματώθηκα στον Ελάς
της Πόλης. Θυμάμαι μάλιστα, ότι η ορκωμοσία και η πρώτη συνεδρίαση του Ελάς της
Πόλης, έγινε κάπου στην Καισαριανή. Έμενα τότε στις ανατολικές συνοικίες, στον
Βύρωνα και θυμάμαι μία από τις πρώτες συνεδριάσεις, που έγινε δίπλα στο
σκοπευτήριο. Ήδη σιγά-σιγά είχαν πυκνωθεί οι αγώνες, με συνέπεια οι ανατολικές
αυτές συνοικίες, να έχουν σχεδόν ελευθερωθεί πριν την απελευθέρωση της Αθήνας.
Δηλαδή ήταν δύσκολο να μπουν μέσα οι Γερμανοί ή οι Ιταλοί. Ήμουν παρών στο
μεγάλο μπλόκο του Βύρωνα, αντίστοιχο με το περίφημο μπλόκο της Κοκκινιάς, με
τους γνωστούς μασκοφόρους χαφιέδες. Τους οποίους καταντήσαμε να λυπόμαστε, όταν
βλέπαμε αυτά τα ανθρώπινα ράκη, εις τα οποία έδιναν ένα κομμάτι ψωμί και το
μασουλούσαν σαν αγρίμια πεινασμένα, για να μας δείχνουν. Να δείχνουν τον έναν ή
τον άλλον. Ευτυχώς εγώ τη γλύτωσα, δεν με αναγνώρισαν. Θυμάμαι πριν από την
πείνα της κατοχής, στο σπίτι που έμενα, εβούιζε η γειτονιά απ’ τα παιδάκια και
στην περίοδο της πείνας, είχαν όλα σωπάσει.
Μάχες της Αθήνας και Ξενιτειά
Μία από τις κύριες στιγμές στη Μάχη της Αθήνας, ήταν κι η μάχη
του Αρδιττού. Μπορεί να την βάλει κανείς δίπλα στη μάχη του Μακρυγιάννη ή τη
μάχη στη Καισαριανή. Τον Αρδιττό, τον είχαν οι δυνάμεις οι ΕΑΜικές, οι
ΕΛΑΣίτικες δυνάμεις και υπήρχαν ορισμένοι φρουροί. Ένα πρωί, όταν ανεβήκαμε να
δούμε τι γίνετε, τα βρήκαμε κατασφαγμένα τα παιδιά από τους Ινδούς. Έγινε τότε μια
αντεπίθεση, ξαναπήραμε τον Αρδιττό, κρατηθήκαμε εκεί πέρα για ορισμένες μέρες
και μετά βέβαια, με την αντεπίθεση τη μεγάλη, εγκαταλείψαμε ολόκληρες τις
ανατολικές συνοικίες και κατευθυνθήκαμε προς τον Υμηττό και προχωρήσαμε,
φθάνοντας ο καθένας όπου έπρεπε. Στην δράση μου στην κατοχή, προσπάθησα να κάνω
το καθήκον μου σαν όλους τους άλλους Έλληνες, συγχρόνως, είχα πάρει άδεια από
την ακαδημία, να διδάξουμε σε ιδιωτικά σχολεία. Και δίδαξα τότε στο Πρότυπο
Λύκειο του Μπρεζά. Το ’45, μετά την απελευθέρωση, η Γαλλία προκήρυξε εξήντα
υποτροφίες σε Έλληνες, ήταν η πρώτη μαζική προκήρυξη υποτροφιών από την Γαλλία,
στην οποία και επέτυχα. Πέτυχα αφού, εν τω μεταξύ, με είχαν θέσει σε
διαθεσιμότητα στην ακαδημία, επί τη βάσει ενός νόμου. Παρά την αντίδραση των
κυβερνήσεων καταφέραμε να φύγουμε στη ξενιτειά. Η δημοκρατική ατμόσφαιρα, το
δημοκρατικό πνεύμα, που βρήκαμε στο Παρίσι, δεν ήταν πλέον στα χαρτιά ήτανε
στην ίδια μας τη ζωή. Ήταν για μας ένα είδος ανακούφισης.
Δεξιά και Αριστερά
Το γιατί έγιναν τα Δεκεμβριανά, είναι εύκολο να το
καταλάβουμε, το γιατί έγινε ο εμφύλιος, είναι δυσκολότερο. Δηλαδή, ποιες είναι
οι συνδέσεις της εσωτερικής μας πολιτικής; Του Κομμουνιστικού Κόμματος που τότε
ηγείτο της πολιτικής Αριστεράς. Επίσης, ποιες είναι οι συνδέσεις της Δεξιάς; Με
τους Δυτικούς, με τους Εγγλέζους και Αμερικάνους από την μία, με τους Ρώσους
απ’ την άλλη. Δύο πράγματα για ‘μένα διαγράφονται μάλλον με σαφήνεια. Το ένα
είναι ότι η Δεξιά, ήδη από τον Δεκέμβριο, ακολουθούσε μια πολιτική σαφή και
συνεπή. Είτε ήταν δική της, είτε ήταν μια πολιτική υποδειγμένη από τους
συμμάχους τους, τους φυσιολογικούς της συμμάχους. Δηλαδή, τη Μεγάλη Βρετανία
και την Αμερική, με ίσως μικρές διαφωνίες στις λεπτομέρειες της πολιτικής.
Αυτήν την πολιτική, με τη βοήθεια των συμμάχων την πήγαν ως το τέλος, βέβαιοι
ότι θα νικήσουν.
Η Αριστερή παράταξη, έδειξε από τον Δεκέμβρη, ένα είδος δισταγμού
στην πολιτική που έπρεπε να διαγράψει. Έχω την εντύπωση, χωρίς αυτές οι απόψεις
μου να έχουν την αξίωση της οριστικότητας, ότι η Αριστερά, προσπάθησε να
ασκήσει πίεση προς τη Δεξιά, για να μπορέσει να βρεθεί ένας συμβιβασμός και να
μπορεί να εξασφαλιστεί μια κάποια ομαλή εξέλιξη. Ήταν βέβαιοι, ότι αν πετύχαινε
αυτή η ομαλή εξέλιξη, θα έπαιρνε με τις εκλογές την εξουσία, ή τουλάχιστον ένα
μεγάλο μέρος της. Σε αυτόν τον υπολογισμό της υπήρχε πρόβλημα, γιατί δεν
υπολόγισε καλά τον συσχετισμό των δυνάμεων. Δεν ήταν σίγουρο ότι η Ρωσία,
ενδιαφέρονταν άμεσα για την Ελλάδα. Αντιθέτως, από το όσα έχουν δημοσιευθεί ως
τα τώρα –όχι από το περίφημο χαρτί της Γιάλτας, που δεν είναι της Γιάλτας, αλλά
της Μόσχας, όχι από αυτά τα κάπως ανεκδοτολογικά γεγονότα- ιδιαίτερα από την
μελέτη μιας Αγγλίδας, της Μπάκερ, όπου έχει παρακολουθήσει μέρα προς μέρα συνομιλίες
(intel) απεσταλμένων Βρετανών,
με τους ομόλογους Ρώσους. Βγαίνει ότι, πολύ αργά η Ρωσία, άρχισε κάπως να
ενδιαφέρεται για τη νότια βαλκανική. Το βάρος της πολιτικής της έπεφτε στη
βόρεια βαλκανική, δηλαδή από τη Βουλγαρία και πάνω. Το πρόβλημα, είναι αν αυτή η
πολιτική, της υπαγωγής της Ελλάδας στη σφαίρα επιρροής της Μεγάλης Βρετανίας,
ήταν ή δεν ήταν με τη συγκατάθεση, γραπτή, προφορική, σιωπηρή ή φανερή, της
Ρωσίας-Σοβιετικής Ένωσης. Και, ποιες ήταν οι σχέσεις της Σοβιετικής Ένωσης, με
τις ελληνικές αριστερές δυνάμεις; Δηλαδή αυτήν την πολιτική, του μη ιδιαίτερου
ενδιαφέροντός τους για την Ελλάδα, οι Ρώσοι την έκαναν γνωστή ή δεν την έκαναν,
στις αριστερές δυνάμεις; Διότι, δεν μπορώ να πιστέψω ότι έτσι όπως ήταν ο
συσχετισμός δυνάμεων, ένας εμφύλιος πόλεμος θα ήταν ευνοϊκός για τις αριστερές
δυνάμεις. Αυτό όφειλαν να το ξέρουν και αυτό νομίζω ήταν το λάθος το πολιτικό.
Έργο
Ξεκίνησα στο επιστημονικό μου πρόγραμμα με μία βασική ιδέα,
να συλλάβω, όσο μπορώ περισσότερο, ένα ιστορικό σύνολο, που λέγεται «νέος
ελληνισμός». Ήδη από τις πρώτες μελέτες, πήρα δύο σημεία που μου φαίνονταν
καίρια, από τα οποία θα μπορούσα να δω προς τα μπρος και προς τα πίσω, την
ιστορική οντότητα που λέγεται νέος
ελληνισμός, για να παρακολουθήσω κατόπιν, την εξέλιξή του. Τα σημεία αυτά,
με τη μελέτη μου, πιστεύω ότι βρίσκονται στον 11ο Βυζαντινό αιώνα,
μ’ ένα τεράστιο σταθμό που λέγεται 18ος αιώνας, ο οποίος πάει ως την
Ελληνική Επανάσταση, που είναι το τρίτο μεγάλο ορόσημο της εξέλιξής μας. Και,
μετά βέβαια, η εξέλιξη του ελληνικού κράτους. Γύρω από αυτούς τους άξονες
γυρίζει ολόκληρο το επιστημονικό μου έργο.
____________
Δικαιώματα: ΕΡΤ ΑΕ