Ο Όσκαρ Ουάιλντ στην Ελλάδα: «Δεν έμεινε εποχή να θρηνούμε τις μέρες τις παλιές»
(μετάφραση: Κωνσταντίνος Σύρμος)
Wilde και Καθολικισμός
Η ρομαντική ιστορία του Oscar Wilde με τον Καθολικισμό, ξεκίνησε στην Ιρλανδία. Το καλοκαίρι του 1859, η Jane «Speranza» Wilde, γνώρισε στους γιους της, κατά την διάρκεια των διακοπών τους στην
Βόρεια ακτογραμμή της Ιρλανδίας, την Καθολική πίστη. Μετά από την γνωριμία
και την φιλία της με τον Αιδεσιμότατο Πατήρ Prideaux Fox, έναν ιερέα του
αναμορφωτήριου Glencree, για Καθολικά αγόρια, άρχισε να παρακολουθεί την
Mass (θεία λειτουργία της Καθολικής Εκκλησίας) του αναμορφωτηρίου, με τους
γιους της Oscar και William. Η Speranza προέβει επίσης σε όλες τις απαραίτητες
διαδικασίες, για να λάβουν τα αγόρια Καθολικό Βάπτισμα και θρησκευτική
διδασκαλία (Coakley [1994] 112-13).¹ Ο Ellmann, αναφέρει πως ο Oscar ήταν στην ηλικία
των τεσσάρων με πέντε ετών, όταν συνέβη η μύησή του στον Καθολικισμό, αν και δεν
επέφερε κάποια μακροπρόθεσμη αλλαγή στις θρησκευτικές του
πρακτικές (Ellmann [1988] 19). Με την παιδική του ηλικία στο παρελθόν, το
ενδιαφέρον του Oscar για τον Καθολικισμό, επέστρεψε όταν ήταν στο Κολέγιο
Trinity ως προπτυχιακός φοιτητής. Έκανε παρέα με μια ομάδα Ιησουιτών, με βάση
το νότιο Δουβλίνο και ξεκίνησε να παρακολουθεί Καθολικές Θείες Λειτουργίες,
όπως έκανε κι η μητέρα του στο παρελθόν (Coakley [1994] 155). Με την ελπίδα να κατευνάσει
την θρησκευτική περιέργεια του γιου του, ο Σερ William Wilde σκέφτηκε, πως το
καλύτερο θα ήταν να στείλει τον Oscar στην Οξφόρδη. Δεν πρέπει να είχε
συνειδητοποιήσει, πως η Καθολική μεταστροφή ήταν ένα κοινό φαινόμενο στους
φοιτητές και τους ακαδημαϊκούς, με τον John Henry Newmann να ξεχωρίζει από
όσους μετεστράφησαν. Ο προγυμναστής του Wilde, Αιδ. John Pentland Mahaffy,
παρότρυνε με την σειρά του την κίνηση αυτή. Υποπτευόταν πως στον Ουάιλντ, δεν
θα προτεινόταν υποτροφία στο Trinity, γι' αυτό και τον ενθάρρυνε να δοκιμάσει
την τύχη του στο Όξφορντ (Ellmann [1988] 35).² Αφότου κέρδισε μια υποτροφία στο
Κολέγιο Magdalen, ο Wilde έφυγε από την Ιρλανδία, για να λάβει κλασσικές
σπουδές στο Όξφορντ, το 1874, όπου ο «Πυρετός της Ρώμης», έγινε έντονος γι'
αυτόν.
Ο Wilde ασχολείτο με τον Καθολικισμό, κυρίως από την θέση του θεατή που θαυμάζει. Δεν ήταν οικονομικά ανεξάρτητος, κάτι που θα του επέτρεπε να μεταστραφεί και να εναντιωθεί στις επιθυμίες του πατέρα του. Γνώριζε πως αν ενέδιδε στον Καθολικισμό, θα το έκανε παίρνοντας το ρίσκο της αποκοπής και της αποκλήρωσης. Καθόλη τη διάρκεια των προπτυχιακών του χρόνων, τον Wilde τον βάραινε η διστακτικότητά του και γινόταν ακόμη πιο επίπονη όταν οι άλλοι νεαροί, που ήδη είχαν μεταστραφεί, του θύμιζαν το πνευματικό του αργοπόρημα. Το ανέφερε μάλιστα και σε ένα γράμμα στον φίλο του William Ward: "Αισθάνομαι σαν απατεώνας και προδότης του εαυτού μου σε αυτά τα θέματα και πρέπει να κάνω κάτι αποφασιστικό" (Γράμματα, 20-21).³ Ο Wilde δεν ήταν ικανοποιημένος με την Προτεσταντική Εκκλησία, που βασιζόταν στην ορθολογική ερμηνεία της Βίβλου, προτιμούσε την Καθολική προσέγγιση στην πίστη. Η οποία ήταν κυρίως ένα είδος συναισθηματικής εμπειρίας, που ανάβλυζε από την καρδιά όχι από την εκλογίκευση του νου. Ένα χρόνο μετά, όταν ο Ward βρισκόταν στην Ρώμη, ο Wilde παρότρυνε τον Προτεστάντη ομότιμό του, να αγκαλιάσει συναισθηματικά το πνεύμα του Καθολικισμού: «Να αγγιχτείς από αυτό, να αισθανθείς την φοβερή γοητεία της Εκκλησίας, την ακραία της ομορφιά και την αίσθησή της, και να αφήσεις κάθε κομμάτι της φύσεως σου να έχει χαρά και χώρο» (Μάρτιος 1877, Γράμματα, 39). Παρότι ο Wilde, δεν ήταν ελεύθερος ο ίδιος να αισθανθεί όλα αυτά, τον παρηγορούσε η σκέψη πως ο Ward μπορεί να βίωνε αυτό το όνειρο γι' αυτόν.
________________
¹ Κάποιοι θεωρούν πως αυτό είναι ένα
φημολογούμενο ανέκδοτο, υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε πως αυτά τα γεγονότα
συνέβησαν, βασισμένοι στην μαρτυρία του Αιδ. Pr. Fox, την φιλία του με την
Speranza και την βάπτιση των γιων της. Η πλήρη μαρτυρία αναπαράγεται
στο Mason (1914) 118-19.
² Λέγεται πως αφότου ο Wilde έγινε
δεκτός στο κολέγιο Magdalen. Ο Mahaffy εκανε μία ιδιαιτέρως καυστική
επισήμανση: "Πήγαινε στο Οξφορντ αγαπητέ μου Oscar, εμείς εδώ παραείμαστε
έξυπνοι για 'σένα" - Stanford & McDowell (1971) 39.
³ Στο γράμμα του, ο Wilde αναφέρεται σε μία
συνάντηση με δύο άλλους προπτυχιακούς σπουδαστές, τον Macall (έναν ήδη
μετεστραμμένο στον Καθολικισμό) και τον Williamson (έναν μελλοντικά
μετεστραμμένο): αναφέρει πως οι δυο τους τον χαιρέτισαν με μεγάλη
εγκαρδιότητα" (Γράμματα, 20-21).
Στο ίδιο γράμμα, εκφράζει επίσης την κατήφεια του για
το ότι, ίσως δεν αντέξει να αντισταθεί στην γοητεία της καθολικής πίστης για
πολύ ακόμα, ο Wilde γράφει: «το να μεταβώ στην Ρώμη, θα σημαίνει πως
θυσιάζω τους δύο μου μεγάλους θεούς «Χρήμα και Φιλοδοξία». Αλλά συχνά
καταρρακώνομαι και νιώθω πεσμένος και προβληματισμένος, που μέσα στην απελπισία
μου θα αναζητήσω το καταφύγιο της εκκλησίας, που με συνεπαίρνει με την γοητεία
της» ̇ (Γράμματα, 39). Σε αυτό το κρίσιμο
διάστημα ο Wilde, χρειαζόταν απελπισμένα μία αλλαγή σκηνικού, για να τον
αποτραβήξει από την πνευματική του κατάπτωση. Ήλπιζε να περάσει το Πάσχα στην
Ρώμη, αλλά λόγω της δεινής του οικονομικής θέσης, δεν του έμενε τίποτε άλλο
παρά να εγκαταλείψει την ιδέα και να στείλει τις απολογίες του στον Ward: «Λυπάμαι που το λέω μα δεν θα δω με κανέναν τρόπο την Ιερή πόλη αυτό το
Πάσχα» (14 Μαρτίου 1877, Γράμματα, 41). Όμως, ένας άλλος
στενός του φίλος, ο David Hunter-Blair, λυπήθηκε τον Wilde και του
έστειλε £60, για να μπορέσει να ταξιδέψει στην «Ιερή πόλη» όπως
και σχεδίαζε (Ellmann [1988] 69-70). Ο Hunter-Blair, ήταν ένας μετεστραμμένος
Καθολικός και ήλπιζε πως η ατμόσφαιρα της Ρώμης, θα έδινε επιτέλους το κουράγιο
στον Wilde να ταχθεί στον Καθολικισμό.
Με την παρέα των Mahaffy και
George MacMillan, ο Wilde έφτασε στην Γένοβα και ήταν έτοιμος για το απευθείας
ταξίδι στην Ρώμη. Όμως, όπως ο George Macmillan παρατήρησε, ο Mahaffy είχε κάτι άλλο
στο μυαλό του.
[Ο Wilde] παραείναι τώρα κατενθουσιασμένος με τον Ρωμαϊκό Καθολικισμό,
και είναι πράγματι στον δρόμο προς την Ρώμη, με σκοπό να δει την δόξα της
θρησκείας, η οποία μοιάζει γι' αυτόν η μέγιστη και η πιο συναισθηματική. Ο
Mahaffy, είναι πολύ αποφασισμένος να το αποτρέψει αυτό, αν είναι δυνατό. και
για να το καταφέρει χρησιμοποιεί κάθε επιχείρημα που μπορεί για να τον
μεταπείσει. (Γράμματα, 44)
Συνειδητοποιώντας πως ο πρώην μαθητής του ήταν στα
πρόθυρα της μεταστροφής, ο Mahaffy παρενέβη, πείθοντας τον Wilde να
επισκεφθεί τα αξιοθέατα της Ελλάδας αντί να πάει στην Ρώμη. Σε ένα γράμμα στην
σύζυγό του, υπερηφανευόταν για τον θρίαμβό του: «πήραμε τον Oscar
Wilde μαζί μας, ο οποίος φυσικά, κάτω από μια παρόρμηση της στιγμής, πήγε
από τον Παπισμό στον Παγανισμό» (Stanford & McDowell [1971] 41).
Από την Κέρκυρα ο Wilde, με ενθουσιασμό ανακοίνωσε την ξαφνική αλλαγή στο
πρόγραμμα του ταξιδιού του, σε μία καρτ ποστάλ προς έναν άλλο φίλο από την
Οξφόρδη, τον Reginald Harding:
Δεν πήγα καθόλου στην Ρώμη! Τι αλλοπρόσαλλο τύπο θα με νομίζεις, μα ο
Mahaffy, ο παλιός μου προγυμναστής, με πήρε μαζί του στην Ελλάδα, να δούμε τις
Μυκήνες και την Αθήνα. Ντρέπομαι φοβερά για τον εαυτό μου αλλά δεν μπορούσα να
κάνω διαφορετικά και θα πάω στην Ρώμη στον γυρισμό. (Γράμματα, 44).
Όντως ο Wilde είχε σοβαρό λόγο να «ντρέπεται
φοβερά», που χρησιμοποίησε τα χρήματα του Hunter-Blair για άλλον τελικά
σκοπό. Η προοπτική να δει τα μεγαλοπρεπή ερείπια της Ελλάδας, έκανε αυτήν την
προδοσία να αξίζει τον κόπο. Εκείνο τον καιρό, μία τέτοιου είδους εξόρμηση ήταν
ασυνήθιστη γιατί ήταν γεμάτη κινδύνους: όπως ο H. Montgomery Hyde το
διατυπώνει: «οι δρόμοι ήταν χάλια, ληστές καραδοκούσαν παντού κι οι
επισκέπτες που κατέφθαναν με τους κύριους τρόπους μεταφοράς, ήταν πιθανό να
απαχθούν» (Hyde [1975] 28). Ως εραστής των κλασσικών ο Wilde, δεν
μπορούσε να αντισταθεί στην ευκαιρία που του δινόταν να εξερευνήσει την Ελλάδα, και τον ενθουσίαζε η προοπτική να ακολουθήσει τον Mahaffy παρά το ενδεχόμενο
ρίσκο.
Ποιήματα
Ποιήματα
Στο Άγιοι Δέκα, ο
Wilde αναφέρεται στην Ελλάδα, ξεκινώντας από την άφιξη του στο νησί της
Κέρκυρας.⁴ Αυτό το ποίημα, καταλήγει με ένα υστερόγραφο που αναφέρει την
Κέρκυρα και ο τίτλος του έργου, πήρε το όνομα ενός βουνού σε αυτή την περιοχή της
Ελλάδας. Σε ακραία αντίθεση με την προαναφερθείσα καρτ ποστάλ, το Άγιοι
Δέκα καταπιάνεται με μια πένθιμη λίστα των Παγανιστών θεών, που ο
Χριστιανισμός εκτόπισε:
Οι Θεοί είναι νεκροί: κι από καιρό δεν φέρνουμε
Στην γκριζομάτα Παλλάδα στέμματα από φύλλα ελιάς!
Της Δήμητρας το παιδί δεν έχει άλλη προσφορά από στάχυα,
Και το μεσημέρι οι αδιάφοροι βοσκοί τραγουδούν,
Γιατί ο Πάνας είναι νεκρός, κι όλες του οι ακολασίες
Στην γκριζομάτα Παλλάδα στέμματα από φύλλα ελιάς!
Της Δήμητρας το παιδί δεν έχει άλλη προσφορά από στάχυα,
Και το μεσημέρι οι αδιάφοροι βοσκοί τραγουδούν,
Γιατί ο Πάνας είναι νεκρός, κι όλες του οι ακολασίες
Στο μυστικό ξέφωτο και το πονηρό στοίχειωμα έχουν τελειώσει
Ο νεαρός Υλας δεν αναζητά πια τις νεροπηγές,
Ο μέγας Πάνας είναι νεκρός, κι ο Υιός της Μαρίας είναι Βασιλιάς.
Κι όμως - ίσως σε αυτό το θαλασσοπαρμένο νησί,
Μασώντας το πικρό φρούτο της μνήμης,
Κάποιος Θεός παραμονεύει κρυμμένος στ' ασφοδίλια.
Αχ Έρωτα! Αν τέτοιος υπάρχει, τότε πρέπον είναι
για μας να σκορπίσουμε τον θυμό του: όχι, για δες
Τα φύλλα σαλεύουν: ας περιμένουμε κοιτάζοντάς τα.
(Άγιοι Δέκα)
Ο νεαρός Υλας δεν αναζητά πια τις νεροπηγές,
Ο μέγας Πάνας είναι νεκρός, κι ο Υιός της Μαρίας είναι Βασιλιάς.
Κι όμως - ίσως σε αυτό το θαλασσοπαρμένο νησί,
Μασώντας το πικρό φρούτο της μνήμης,
Κάποιος Θεός παραμονεύει κρυμμένος στ' ασφοδίλια.
Αχ Έρωτα! Αν τέτοιος υπάρχει, τότε πρέπον είναι
για μας να σκορπίσουμε τον θυμό του: όχι, για δες
Τα φύλλα σαλεύουν: ας περιμένουμε κοιτάζοντάς τα.
(Άγιοι Δέκα)
___________________
⁴ Το ποίημα Άγιοι
Δέκα, πρωτοεμφανίστηκε το 1981 στην ανθολογία του Wilde, Poems:
Mason (1914) 309.
Η συνειδητοποίηση πως, δεν υπάρχει πια κανείς να συνεχίσει τις τελετές τις θρησκείας των αρχαίων Ελλήνων, λυπεί τον Wilde. Με τέσσερις λέξεις διακηρύσσει δραματικά τον θάνατο των αρχαίων θεοτήτων: «Οι θεοί είναι νεκροί» (1). Η Αθηνά ξεχάστηκε - «κι από καιρό δεν φέρνουμε/ Στην γκριζομάτα Παλλάδα στέμματα από φύλλα ελιάς!» - Κι η Περσεφόνη είναι πανομοιότυπα στερημένη από την «προσφορά από στάχυα» (1-3). Στην πέμπτη γραμμή, η απουσία του Πάνα στοιχειώνει το Ελληνικό τοπίο, η βουνοπλαγιά δεν αποτελεί πλέον τόπο Παγανιστικής γιορτής, «Γιατί ο Πάνας είναι νεκρός, κι όλες του οι ακολασίες / Στο μυστικό ξέφωτο και το πονηρό στοίχειωμα έχουν τελειώσει» (5-6). Μόνο φτάνοντας στην όγδοη γραμμή, είναι που ο Wilde θυμίζει στους αναγνώστες του, πως ο ερχομός του Χριστιανισμού κόστισε το τέλος της Παγανιστικής κουλτούρας: «Ο μέγας Πάνας είναι νεκρός, κι ο Υιός της Μαρίας είναι Βασιλιάς». Η ίδια φράση «Ο μέγας Πάνας είναι νεκρός» εμφανίζεται επίσης στην πραγματεία του Πλούταρχου, Περί τών έκλελοιπότων χρηστηρίων. Ο Πλούταρχος επιδεικνύει την ύπαρξη κακών πνευμάτων, παρουσιάζοντας την ιστορία του Θαμούς, του Αιγύπτιου ναύτη που καλέστηκε από μία μυστηριώδη φωνή και η οποία του έδωσε την εντολή να «ανακοινώσει πως ο Μέγας Πάνας είναι νεκρός» καθώς έφτανε κοντά στο Παλώδες (Μορ. 419 Γ). Όταν ο Θαμούς επανέλαβε το μήνυμα, τον υποδέχτηκαν με «μεγάλο αναστεναγμό [...] αναμεμειγμένο με επιφωνήματα εντυπωσιασμού» (Μορ. 419 Δ). Στην Χριστιανική παράδοση, το γεγονός ερμηνεύετε εντελώς διαφορετικά, ως ένα σημάδι της γέννησης του Χριστού, όχι σαν μια κακόβουλη πράξη ενός δαίμονα, όπως ο Πλούταρχος προτείνει (Harvey [1959] 304). Είναι σημαντική η αναφορά του Wilde στον Χριστό ως Υιού της Μαρίας, ένας τίτλος που αναγνωρίζει την σπουδαιότητα της Μαρίας στην Καθολική παράδοση και επίσης δίνει έμφαση στην ευάλωτη ανθρώπινη φύση του Ιησού. Ο ποιητής παραδέχεται, πως ο «Μέγας Πάνας», ακυρώθηκε από έναν θεό που ήρθε στον κόσμο ως βρέφος, εξαρτώμενο από την φροντίδα της Παρθένου Μητέρας. Αν και ο Wilde επηρεάστηκε σημαντικά από τον Καθολικισμό στην Οξφόρδη, το ποίημά του εξετάζει την άνοδο του Χριστιανισμού, χωρίς να νιώθει χαρά για τον ερχομό του. Μόλις έφτασε στην Κέρκυρα, ο Wilde εστίασε την προσοχή του στους Παγανιστές και άρχισε να αναρωτιέται, γιατί οι αρχαίοι θεοί έπρεπε να εξαφανιστούν και αν θα ήταν δυνατόν να τους ανακτήσει.
Στο πνεύμα της αναβίωσης του
Ελληνικού Ρομαντισμού, η δεύτερη στροφή τέρπει την ιδέα, πως ένας από τους
Παγανιστές θεούς παραμένει κρυμμένος «στ' ασφοδίλια», «Μασώντας
το πικρό φρούτο της μνήμης» ̇(10-11). Υπάρχει ελπίδα, πως «κάποιος θεός» μπορεί ξαφνικά να
εμφανιστεί μπροστά στον ταξιδιώτη, καθώς τριγυρνά στο «θαλασσοπαρμένο
νησί» (9-11). Ωστόσο, η αναφορά στο ασφοδίλι, μοιάζει να διαψεύδει κατά ένα
μέρος αυτή την ελπίδα καθώς υπογραμμίζει το χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο και τους
Παγανιστές θεούς, οι οποίοι είναι είτε με τον νεκρό, κατοικώντας στην πεδιάδα
με τα ασφοδίλια στον Κάτω Κόσμο, ή κρύβονται ανάμεσα στα άνθη του ασφόδελου
στην γη, τα οποία επίσης σχετίζονται με τον θάνατο. Τα φτερά της φαντασίας του
ποιητή, κόβονται καθώς συνειδητοποιεί πως οι θεοί πιθανόν να είναι θυμωμένοι,
αφού έχουν υποφέρει χιλιάδες χρόνια παραμέλησης: «αν τέτοιος υπάρχει, τότε
πρέπον είναι για μας να σκορπίσουμε τον θυμό του» (12-13). Ο
ποιητής, δεν δειλιάζει στην πιθανότητα να διαπληκτιστεί με μία εκδικητική
θεότητα, μάλλον αναζητά να επαναπροσδιορίσει την σχέση του με τους αρχαίους και
αναμένει μια αποκάλυψη να προκύψει - «Τα φύλλα σαλεύουν: ας περιμένουμε
κοιτάζοντάς τα» (14). Η ιδέα να παρατηρείς και να περιμένεις, για
έναν Παγανιστή θεό να αναστηθεί εκ νεκρών, σημαίνει πως ο Χριστός δεν αρκεί
στον Ουάιλντ. Με βάση τα γράμματα της Οξφόρδης, γνωρίζουμε πως ο νέος άντρας
που ταξίδεψε στην Ελλάδα, ξόδεψε πολλά αγωνιώδη χρόνια επί του ζητήματος της
αφοσίωσής του στον Καθολικισμό. Αυτό το ποίημα επιβεβαιώνει, πως η αφοσίωσή του
στον Χριστό και τον Καθολικισμό παρέμεινε ασταθής. Ο Χριστός μπορεί να είναι ο
Θεός κι ο βασιλιάς που ο σύγχρονος άνθρωπος λατρεύει, αλλά ο ποιητής εντός του
Wilde, δεν ικανοποιείται. Αρνείται να εγκαταλείψει τους Έλληνες θεούς και
αισθάνεται δυσαρέσκεια που ο ερχομός του Χριστού, ανάγκασε τις παλιές θεότητες
να πεθάνουν ή να κρυφτούν από τον κόσμο. Παρόλα αυτά, το Άγιοι Δέκα, δεν
συνηγορεί ακριβώς στην απόρριψη του Χριστού, είναι περισσότερο ενδεικτικό της
λαχτάρας του Wilde, για σύνδεση και με τις Χριστιανικές και με τις Παγανιστικές
παραδόσεις. Είναι το μοιρολόι ενός μοντέρνου ρομαντικού που απελπίζεται, γιατί
οι αρχαίες συνήθειες ξεπεράστηκαν και υπάρχουν πια μόνο στην φαντασία.
Από την Κέρκυρα, ο Wilde ταξίδεψε
πέρα από τα νησιά του Ιονίου ως το λιμάνι του Κατάκολου, στην ηπειρωτική χώρα,
το οποίο ακόμη θεωρείται ως η πύλη για την Ολυμπία. Στο διάστημα των διακοπών
του Wilde, στον τόπο προέλευσης των Ολυμπιακών αγώνων, Γερμανοί αρχαιολόγοι
πραγματοποιούσαν ανασκαφές. Αξιοποιώντας στο έπακρο τις διασυνδέσεις του, ο
Mahaffy κανόνισε να επισκεφθεί την τοποθεσία με τους συντρόφους του, μετά από
αυτό ο Wilde, ισχυρίστηκε ότι είχε γίνει μάρτυρας του ξεθαμού των Ολύμπιων
μαρμάρων, συμπεριλαμβανομένου του λευκού μπράτσου του Απόλλωνα και του Ερμή του
Πραξιτέλη (Ellmann [1988] 72).⁵ Ο Wilde δεν μας άφησε γραπτές
λεπτομέρειες των εντυπώσεων του από την Ολυμπία, αλλά όπως μας έδειξε ο Ian
Ross, μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα της εμπειρίας του μέσα από τις δημοσιευμένες
περιγραφές των συνταξιδιωτών του. Ο Mahaffy και ο Macmillan, αντέδρασαν με
μεικτά συναισθήματα για την Ολυμπία, νιώθοντας ενθουσιασμό που είδαν να
βγαίνουν μέσα από το έδαφος νέα ευρήματα, αλλά και το ίδιο λυπημένοι,
συνειδητοποιώντας πόσα λίγα έχουν ξεμείνει από τον Ναό του Δία. Στο άρθρο του «Μια βόλτα σε όλη την Πελοπόννησο», ο George Macmillan παραδέχθηκε, πως η πραγματική εικόνα της Ολυμπίας, δεν συγκρίνεται με αυτήν που φανταζόταν. Αναθυμάται να στέκεται ανάμεσα στα «κειμήλια μιας περασμένης δόξας» και να μοιάζουν «μόνο με θραύσματα» του Ελληνικού παρελθόντος, που «ξεθάφτηκε και επαναφέρθηκε στο φως της ημέρας» (Macmillan [1978]
553). Στον ταξιδιωτικό του οδηγό, Σεργιανίσματα και Μελέτες στην
Ελλάδα, ο Mahaffy εκφράζει την δυσαρέσκειά του βλέποντας την «υπερβολική ασχήμια» των εργασιών της ανασκαφής, οι οποίες «παραμόρφωσαν» τον ιερό χώρο με σωρούς από χώμα, χαντάκια, καροτσάκια
και σανίδες (Mahaffy [1878] 287). Αφήνοντας στην άκρη την αρχική τους
απογοήτευση κι οι δύο ταξιδιώτες έμειναν έκθαμβοι, μπροστά στην ομορφιά των γλυπτών
του δυτικού αετώματος, που αναπαριστούν την μάχη ανάμεσα στους Κενταύρους και
τους Λαπίθες,. Αναφέρουν επίσης πως είδαν θραύσματα από τις μετόπες του ναού,
που παρουσίαζαν τους άθλους του Ηρακλή. Παρότι αυτά τα τεχνουργήματα ήταν «μαζί στριμωγμένα» σε «άθλια» υπόστεγα, οι Mahaffy και
Macmillan δεν υποτιμούσαν την σημασία των ανακαλύψεων της Γερμανικής
ομάδας (Mahaffy [1878] 296). Ο Mahaffy, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό στο να
εξισώσει την ποιότητα των μαρμάρων της Ολυμπίας με τα Ελγίνεια μάρμαρα,
προσδοκούσε πως «το μεγαλύτερο μέρος από τα εξαίσια γλυπτά του αετώματος,
[θα] κατατάσσοντο πλέον, στα μεγαλοπρεπέστερα κειμήλια της αγνότερης και
υψηλότερης Ελληνικής τέχνης» (Mahaffy [1878] 290). Δεν θα είμαστε
ποτέ σίγουροι για την αντίδραση του Wilde στην Ολυμπία, αλλά είναι πολύ πιθανό
να είχε τα ίδια συναισθήματα με τον Macmillan και τον Mahaffy. Ήταν στο
πλευρό τους καθώς η διάθεσή τους εναλλασσόταν, ανάμεσα σε διάψευση προσδοκιών
και απόλαυσης. Επίσης, η μελαγχολία του Άγιοι Δέκα, αποκαλύπτει πως η
πραγματικότητα της Ελλάδας, του προκάλεσε μία γλυκόπικρη αίσθηση. Όπως ο
Macmillan και ο Mahaffy, ενθουσιάστηκε κι εκείνος που βρισκόταν στην Ελλάδα,
αλλά το σύγχρονο τοπίο, τον έκανε επίσης να αποκτήσει, την επίγνωση της «νεκρής δόξας» της Ελληνικής
αρχαιότητας.
___________________
⁵ Ο Ellman υποπτεύεται πως ο Wilde έλεγε ευφάνταστες
ιστορίες στους φίλους του, αλλά παραδέχεται πως το κεφάλι του Απόλλωνα είχε
ανακαλυφθεί μέρες πριν την άφιξή του και του γλυπτό του Ερμή ακολούθησε λίγο
μετά την αναχώρησή του: Ellmann (1988) 72.
Ο ενθουσιασμός της παρατήρησης των αρχαιολογικών
ανασκαφών στην Ολυμπία, επιστεγάστηκε με ένα δεκαήμερο ταξίδι, καβάλα σε άλογο
μέσα από την Πελοπόννησο (Hyde [1981] 28-29). Όταν οι Wilde, Mahaffy και
Macmillan έφτασαν στο Άργος, σταμάτησαν για να εξερευνήσουν τα ερείπια ενός
Ελληνιστικού θεάτρου, αυτός ο χώρος έγινε το θέμα ενός ποιήματος του
Wilde, Το Θέατρο του Άργους.⁶ Για άλλη μια
φορά ο Wilde, επιστρέφει στο γνώριμο θρηνητικό του τρόπο για την απώλεια της
αρχαίας Ελλάδας, συγκεκριμένα, η πρώτη στροφή αυτού του ποιήματος αναλογίζεται
τον θάνατο της Ελληνικής Τραγωδίας:
Τσουκνίδες και παπαρούνες χαλούν κάθε πετρόσχημο κάθισμα:
Κανένας ποιητής δεν στέφθηκε με ελιά, αθάνατα
Ψαλμωδεί το χαρωπό του τραγούδι, μήτε θορυβώδη Τραγωδία
Τρομάζει τον αέρα, πράσινο καλαμπόκι ανεμίζει γλυκά
Εκεί που κάποτε χόρεψε η Επωδός τα μέτρα φεύγουν,
Μακριά στην Ανατολή μια πορφυρή θαλάσσια ακτή,
οι πλαγιές χρυσού που την Δανάη φυλάκισαν,
Και βεβήλωσαν το Άργος μπροστά μου.
Κανένας ποιητής δεν στέφθηκε με ελιά, αθάνατα
Ψαλμωδεί το χαρωπό του τραγούδι, μήτε θορυβώδη Τραγωδία
Τρομάζει τον αέρα, πράσινο καλαμπόκι ανεμίζει γλυκά
Εκεί που κάποτε χόρεψε η Επωδός τα μέτρα φεύγουν,
Μακριά στην Ανατολή μια πορφυρή θαλάσσια ακτή,
οι πλαγιές χρυσού που την Δανάη φυλάκισαν,
Και βεβήλωσαν το Άργος μπροστά μου.
(Θέατρο του Άργους, 1-8)
Η εντύπωση του Wilde για το θέατρο, επικεντρώνει την
προσοχή στην εγκατάλειψη και την σιωπή τοu τόπου. Το χειροποίητο μαρμάρινο
θέατρο είναι σε απελπιστική κατάσταση καθώς «τσουκνίδες και παπαρούνες
χαλούν κάθε πετρόσχημο κάθισμα» (1). Παρατηρώντας τον άδειο χώρο της
σκηνής, o Wilde μένει εμβρόντητος από την απώλεια της μελωδίας της Ελληνικής
ποίησης: «Κανένας ποιητής δεν στέφθηκε με ελιά, αθάνατα /
Ψαλμωδεί το χαρωπό του τραγούδι, μήτε θορυβώδη
Τραγωδία / Τρομάζει τον αέρα» (2-4). Είναι περίεργο που πρέπει να
περιγράψει το τραγούδι των Ελλήνων ποιητών ως «αθάνατο» ψαλμό,
αφού Το Θέατρο στο Άργος, αναφέρεται στο πέρασμα της
προφορικής ποιητικής παράδοσης. Η ποίηση του Αισχύλου, του Ευριπίδη και του
Σοφοκλή, τιμάται ακόμη, γιατί επιβίωσε στα γραπτά τους, τα τραγούδια τους, αντιθέτως,
ποτέ δεν ανακτήθηκαν. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για το τραγούδισμα χορευτικής
επωδούς, παντοτινά απούσας τώρα που «Πράσινο καλαμπόκι ανεμίζει γλυκά /
Εκεί που κάποτε χόρεψε η Επωδός τα μέτρα φεύγουν» (4-5). Εν μέσω της
καλυμμένης από αγριόχορτα, ερειπωμένης δομής του θεάτρου, ο Wilde φέρνει στον
νου την θύμηση της Δανάης, της μυθικής πριγκίπισσας του Άργους. Η Δανάη
φυλακίστηκε σε μια μεταλλική κάμαρα από τον πατέρα της και έμεινε έγκυος από
τον Δία, που είχε μεταμορφωθεί σε χρυσή βροχή. Το ποίημα του Wilde, συνδέει τον
βιασμό της Δανάης με τα ερείπια του θεάτρου, στον ορίζοντα η ωοτοκία, τα «Βράχια χρυσού που την Δανάη φυλάκισαν» και «βεβήλωσαν το
Άργος μπροστά μου» (7-8). Η σύνδεση ανάμεσα στην Δανάη και το θέατρο είναι
η τρωτότητα. Η Δανάη ρημάζεται από τον Δία, ενώ το θέατρο ρημάζεται από τον
χρόνο και την φύση. Πολύ μεγάλο κομμάτι της Ελληνικής κουλτούρας αφέθηκε να
χαθεί, για τον Wilde, αρχαίοι χώροι σαν το θέατρο του Άργους, υπάρχουν σαν μια
φυσική υπενθύμιση, όλων όσων έχουν χαθεί. Εντούτοις, η δεύτερη στροφή, υπονομεύει
την αρχική αίσθηση της νοσταλγίας, επιμένοντας πως δεν πρέπει να «θρηνούμε
τις μέρες τις παλιές», δεδομένου πως ο σημερινός κόσμος είναι στην ίδια
φριχτή κατάσταση αποσύνθεσης:
Δεν έμεινε εποχή να θρηνούμε τις μέρες τις παλιές,
Το ναυάγιο ενός έθνους στα βράχια του Χρόνου,
Ή τις καταιγίδες τρόμου της παμφάγας Μοίρας,
Τώρα που οι άνθρωποι κραυγάζουν στην πύλη,
Ο κόσμος γεμάτος από πανούκλα κι αμαρτία κ' έγκλημα
Κι ο Θεός ο Ίδιος σχεδόν εκθρονισμένος για τον Χρυσό!
(Θέατρο του Άργους, 9-14)
Εδώ το ποίημα κάνει μία ξαφνική μετατόπιση, όπως
παρατηρεί ο Bobby Fong: «η νύξη του Χριστιανικού Θεού στην τελευταία
γραμμή, είναι μία αναπάντεχη ανατροπή, σε ένα σονέτο γεμάτο από την νοσταλγία για
το Ελληνικό παρελθόν» (Fong [1979] 9). Ο Fong, υποστηρίζει πως η μετατόπιση
από Παγανιστικό σε Χριστιανικό περιεχόμενο «αντανακλά την [Καθολική]
ενασχόληση του Wilde κατά την διάρκεια εκείνων των μηνών» του ταξιδιού, (Fong [1979] 9). Στις 21 Ιουλίου, 1877, Το Θέατρο του Άργους, δημοσιεύθηκε
στο The Pilot, μια Καθολική, Ιρλανδική εθνικιστική εφημερίδα, με έδρα την Βοστόνη. (Fong [1979] 3). Αν και το ποίημα ξεκινά σαν κάποιου είδους
ελεγείας για την Ελληνική Τραγωδία, η απόφαση να το οδηγήσει προς ένα κοινό
Ιρλανδοκαθολικών αναγνωστών, υπονοεί πως το χριστιανικό μήνυμα του Wilde, ήταν
υπέρτερης σπουδαιότητας. Οι τελευταίες γραμμές στο Θέατρο του
Άργους, δημιουργούν την εικόνα ενός ξεπεσμένου κόσμου, κατεστραμμένου
από τον πόλεμο, την πανούκλα, την αμαρτία, το έγκλημα και την απληστία. Η
απώλεια της αρχαιοελληνικής κουλτούρας και δομής, στην αρχή είναι λυπηρή,
αλλά προς το τέλος του ποιήματος, ο Wilde προτρέπει τους Καθολικούς αναγνώστες
να δώσουν περισσότερη προσοχή στο κακό του παρόντος καιρού, που απειλεί να τους
αποξενώσει από τον Θεό. Μοιάζει σαν ο Wilde να προτείνει, πως η ημέρα της κρίσης
πλησιάζει και είμαστε όλοι σε απελπιστική ανάγκη σωτηρίας. Σε προσωπικό επίπεδο
ο Wilde, πιθανόν ασκούσε κριτική και προς τον εαυτό του καθώς δηλώνει με
δραματικότητα, πως ο Θεός είναι «σχεδόν εκθρονισμένος για τον χρυσό».
Όπως κι ο ίδιος είχε ιεραρχήσει τον χρυσό πάνω από τον Θεό. Ο Wilde είχε στο
παρελθόν μνημονεύσει το Χρήμα ως έναν εκ των «μεγάλων Θεών» του και
απέφυγε την μεταστροφή στον Καθολικισμό, γιατί δεν ήταν έτοιμος να θέσει σε
κίνδυνο το εισόδημά του. Προφανώς, η περιήγηση του Mahaffy στην Ελλάδα, δεν
έκανε τον Wilde να ξεχάσει το πάθος του για τον Καθολικισμό και η ενοχή που
συνόδευε την αδράνειά του - τον ακολουθούσε ακόμη και στο Άργος.
Οι δύο παραδόσεις
Στην διαδρομή τους προς Ελλάδα, ο
Mahaffy με υπερηφάνεια σχολιάζει πως ο ταλαντούχος νεαρός προστατευόμενός του, έκανε την μετακίνηση από τον Παπισμό στον Παγανισμό. Φυσικά, τα ποιήματα του
Wilde, αποδεικνύουν πως και το αντίθετο αληθεύει. Ο Wilde δεν ήταν αφοσιωμένος
σθεναρά στον Χριστιανισμό ή τον Παγανισμό, τοποθετούσε την πίστη του κάπου
ανάμεσα. Το Κλασσικό και το Χριστιανικό περιεχόμενο, συμβάδιζε στα ποιήματα σε
μία άβολη συνθήκη αντιθέσεων. Όπως παρατηρούμε στο Θέατρο του
Άργους, Αυτό που ξεκινά ως θρήνος για την Ελληνική Τραγωδία, μπορεί
ξαφνικά να μεταμορφωθεί σε Χριστιανική περισυλλογή του κακού, η οποία μεγεθύνει
την απόσταση ανάμεσα στην ανθρωπότητα και τον Θεό. Στο Άγιοι
Δέκα, ο Wilde κλονίζεται από την απώλεια των Παγανιστών Θεών. Μέσα στους
ασφόδελους της Κέρκυρας, αγανακτεί με τον Χριστό για την καταστροφή της
παλιάς θρησκείας. Από τις βιογραφικές πηγές που διαθέτουμε, μπορούμε να
κατανοήσουμε πως η Χριστιανό-Παγανική διχοτόμηση, αντανακλά την θέση του Wilde
ως κλασικιστή και Χριστιανού, ο οποίος πιέζεται από την Καθολική κοινότητα της
Οξφόρδης, αλλά δεν διαθέτει την απαραίτητη ελευθερία κινήσεων για να ενταχθεί
στην πίστη της επιλογής του. Αν η λατρεία του Χριστού δεν ήταν αρκετή για τον
Wilde, είναι εξίσου αληθές, πως η εμβύθισή του στην κουλτούρα της Ελληνικής
αρχαιότητας, δεν διευθέτησε την πνευματική του δυσαρέσκεια. Αυτό που με σιγουριά
μπορούμε να πούμε επί του θέματος, είναι ότι η Χριστιανό-Παγανική διαμάχη, αποτέλεσε μία παραγωγική αντίθεση, που ενέπνευσε τον προπτυχιακό Wilde. Παρότι
η ένταση αυτή δεν βρίσκει λύση στα ποιήματά του, επανέρχεται στο θέμα αργότερα
στην ζωή του και επιχειρεί να παντρέψει τις δύο παραδόσεις στην λογοτεχνία του
την δεκαετία του 1890.
_________
_________
Leane Grech (University of Melbourne)
ΑΝΑΦΟΡΈΣ:
Coakley, Davis (1994). Oscar Wilde: The Importance of Being Irish. Dublin: Town
House.
Ellmann, Richard (1988
[1987]). Oscar Wilde. London, New York: Penguin Books.
Fong, Bobby (1979). ‘Oscar
Wilde: Five Fugitive Poems’, English Literature in Transition (1880-1920) 22.1:
7-16.
Harvey, Paul (ed.) (1959). The
Oxford Companion to Classical Literature. Oxford: Oxford Univ. Press.
Hart-Davis, Rupert, and Merlin
Holland (eds) (2000). The Complete Letters of Oscar Wilde. London: Fourth
Estate Limited – [Letters].
Hyde, H. Montgomery (1981
[1975]). Oscar Wilde, A Biography. New York: De Capo Press.
Macmillan, George (1878). ‘A
ride across the Peloponnese’. Blackwoods Edinburgh Magazine 123 (Jan.-Jun.):
550-70. Accessed via ‘Archive.Org’ on 24 Oct. 2010:
http://www.archive.org/details/blackwoodsmagaz123edinuoft
Mahaffy, J.P. (1878). Rambles
and Studies in Greece, 2nd Edition. London: Macmillan.
Mason, Stuart (1914).
Bibliography of Oscar Wilde. London: T.W. Laurie.
Murray, Isobel (ed.) (1997).
Oscar Wilde: Complete Poetry. Oxford; New York: Oxford Univ. Press.
Plutarch. ‘The Obsolescence of
the Oracles’, in Moralia. Trans. Frank Cole Babbitt (1936). Vol. 5. Loeb
Classical Library. Cambridge, Mass. and London: Harvard University Press:
399-401.
Ross, Ian (2009). ‘Oscar Wilde
in Greece: Topography and the Hellenist Imagination’. International Journal of
the Classical Tradition 16.2: 176-96.
Stanford, W.B., and R.B
McDowell. (1971). Mahaffy: A Biography of an Anglo-Irishman. London: Routledge & Kegan Paul.