Ο Νίκλας Λούμαν και οι Συστημικές Θεωρίες
Απομαγνητοφώνηση/Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Σύρμος
Προσανατολισμός
Από ιστορική άποψη, ζούμε σε μια εποχή ανακατατάξεων, ή, για
να το εκφράσω διαφορετικά, σε μια εποχή η οποία μπορεί να αντιληφθεί για πρώτη
φορά τις πραγματικές συνέπειες της μοντέρνας κοινωνίας. Εννοώ με αυτό, είτε τις
συνέπειες μιας μονεταριστικής οικονομίας, η οποία ακύρωσε όλους τους παλαιότερους
τύπους οικονομίας, είτε τις οικολογικές συνέπειες της τεχνικής. Ή και τις
συνέπειες ενός ευρέως διαδεδομένου ατομικισμού, που αφορά τις απαιτήσεις και
τις προσδοκίες κάθε ανθρώπου. Πιστεύω ότι δεν μπορούμε να απαντήσουμε πλέον σε
όλα αυτά, εάν βασιστούμε σε παλαιότερα φιλοσοφικά ή κοινωνιολογικά θεωρητικά
υποδείγματα. Πρέπει με νέα μέσα να περιγράψουμε την πραγματικότητα, όπως αυτή
εμφανίζεται στην κοινωνία σήμερα. Πρέπει δε, τούτο να γίνει με έναν τρόπο, που
δεν θα αδικεί καμιά πλευρά της. Που δεν θα είναι δηλαδή μόνο μια θεωρία για τον
καπιταλισμό, ούτε και μια θεωρία που θα είναι μόνο θεωρία του κράτους. Αλλά μια
θεωρία, που θα στηρίζεται κυρίως στην οικονομία. Πράγμα που σημαίνει ότι θα
στηρίζεται στο πολιτικό φαινόμενο. Χρειαζόμαστε μια θεωρία της σύγχρονης κοινωνίας, που να έχει
ευρύτατη εφαρμογή, να είναι δηλαδή εξαιρετικά αφηρημένη στις θεωρητικές της
βάσης. Με την έκφραση αυτή εννοώ, ότι όταν θέλουμε να επεκταθούμε σε πολύ διαφορετικούς
χώρους, όπως η θρησκεία, οι ατομικές σχέσεις, το κράτος, ή η κοινωνία, εξετάζοντάς τους από την οπτική της οικονομίας ή των μέσων ενημέρωσης, χρειαζόμαστε ένα πολύ
θεωρητικό εργαλείο. Αυτό είναι, εν πάση περιπτώσει το ενδιαφέρον μου και
σκέπτομαι ότι, με τον τρόπο αυτόν καταλήγουμε στην αναγκαιότητα ενός
προσανατολισμού.
Υπερθεωρία
Την έννοια της υπερθεωρίας, την χρησιμοποίησα αρχικώς ο ίδιος
και μάλιστα με ειρωνικό τρόπο. Την είχα φανταστεί σαν μια θεωρία, που είναι
κατά κάποιο τρόπο «εξοπλισμένη», με μεγαλύτερο αριθμό οκτανίων απ’ ό,τι οι άλλες
θεωρίες. Η έννοια αυτή ενεπλάκη στη συζήτηση και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε με πολεμικό ή κριτικό τρόπο, υποδηλώνοντας μια αλαζονεία εκ μέρους μου. Δηλαδή,
σαν να ήθελα να διατυπώσω την άριστη ή τη μόνη ορθή θεωρία. Αυτό που μπορούμε
να πούμε, είναι ότι πρέπει να αποτελεί μια θεωρία με διεπιστημονικό
προσανατολισμό. Η θεωρία αυτή, δεν δεσμεύεται μόνο από τα ιδιαίτερα
κοινωνιολογικά μέσα, ούτε όσον αφορά την προέλευση των σκέψεων, ούτε όσον αφορά
την εμπειρική μέθοδο. Προσανατολίζεται με έμφαση στην υπέρ- ή στη δι-επιστημονική
εξέλιξη των επιστημών. Όπως είναι για παράδειγμα η Βιολογία, η Κυβερνητική, η
Θεωρία της πληροφορίας, η Θεωρία της επικοινωνίας, η Γλωσσολογία κτλ. Αποτελεί
δηλαδή μια υπερθεωρία, με την έννοια της υπέρ-επιστημονικότητας. Αλλά πέραν
αυτού, είναι μία γενική θεωρία, που επιδιώκει να συγκρίνει τελείως διαφορετικά
αντικείμενα. Είναι μια θεωρία η οποία εξελίσσεται, συγκρίνοντας πράγματα τα
οποία ενώ φυσιολογικά στη ζωή δεν είναι ίδια, τα κάνει, παρόλα αυτά, συγκρίσιμα:
τον έρωτα στις προσωπικές σχέσεις, με το χρήμα στην οικονομία, ή την εξουσία
στην πολιτική, με τη γνώση που βασίζεται στην έρευνα. Στο μέτρο δε, που τούτο
όντως επιτυγχάνεται, τότε τα αντικείμενα αποσυνδέονται από το εκάστοτε
συγκεκριμένο φαινόμενο και το γεγονός αυτό μπορεί να χαρακτηρισθεί ως
υπερθεωρία.
Κανόνες
Η κοινωνία μας είναι πολυφωνική σε πολλές της όψεις και
είναι δύσκολο να αντιληφθούμε την ύπαρξη των κανόνων, παρά μόνο με έναν τρόπο
καθαρά ιδεολογικό. Ο Χάμπερμας όμως πιστεύει, ότι μπορεί να δημιουργήσει μια
θεωρία διαλόγου, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια συναίνεση ως προς τη
δημιουργία λογικών κανόνων. Αυτή δε η θεωρία συνιστά ένα πρότυπο, το οποίο λόγω
ακριβώς της απουσίας του, έλκει πολλούς ανθρώπους. Εγώ όμως, σκέπτομαι ότι με
ένα συστημικό, θεωρητικό εργαλείο, το οποίο προτιμώ, απαντάμε σε παρόμοιες
ανάγκες. Απαντάμε δηλαδή στην αναγκαιότητα γνώσης, του είδους της κοινωνίας που
ζούμε. Είναι προφανές ότι τα παλαιά θεωρητικά υποδείγματα, δεν επαρκούν για την
περιγραφή της σύγχρονης κοινωνίας. Χρειαζόμαστε γι’ αυτό το λόγο, εκτός από ένα
κανονιστικό υπόδειγμα και ένα καθαρώς περιγραφικό ή γνωστικό. Σκέπτομαι δε,
ότι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό περισσότερα από τη σύγχρονη Κοινωνιολογία, τη
Φιλοσοφία, την κοινωνική Φιλοσοφία ή από άλλες ειδικές επιστήμες. Εντοπίζω
λοιπόν την αποστολή μου σε αυτό το σημείο. Και, σχετικά με την απήχηση του
έργου μου, μπορεί να την θεωρήσει κανείς ως μια ανταπόκριση στην παραπάνω
αναγκαιότητα.
Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης
Το ζήτημα των ΜΜΕ αποτελεί δίχως άλλο, ένα από τα
σοβαρότερα θέματα που μπορεί να θέσει κανείς σήμερα. Η ίδια η έρευνα για τα
μέσα επικοινωνίας, έχει πράγματι ασχοληθεί μέχρι τώρα μόνο με δευτερεύουσες
πλευρές του προβλήματος. Τούτο οφείλεται, αφενός μεν γιατί ξεκινά από την
οπτική της λεγόμενης «έρευνας των επιπτώσεων». Δηλαδή από την προσπάθεια
διακρίβωσης των αποτελεσμάτων των μέσω επικοινωνίας, στη διαμόρφωση
συγκεκριμένων αντιλήψεων του πληθυσμού. Για παράδειγμα, ποια εκλογική
προπαγάνδα είναι σημαντική στο πολιτικό επίπεδο, ή ποιος τύπος διαφημίσεων
είναι στη διαφημιστική έρευνα αποδεκτός ή μη. Ακολούθως, υπήρξε μια δεύτερη, περισσότερο τεχνολογική θεώρηση. Αρχίζει με τη γραφή και την εκτύπωση των
βιβλίων, συνεχίζει με τις σύγχρονες ασύρματες τεχνικές και ασχολείται κυρίως με
τις επιδράσεις της νέας τεχνολογίας στην κοινωνία, στην κοινωνική επικοινωνία.
Σκέπτομαι λοιπόν, ότι οι έρευνες αυτές είτε ως τεχνολογικές είτε ως έρευνες
αποτελεσμάτων, ήταν πολύ εξειδικευμένες. Θα πρέπει να δημιουργήσουμε ένα είδος: Κοινωνιολογίας των Μέσων Ενημέρωσης, που δεν θα τις αντιλαμβάνεται μόνο ως ένα
πολιτισμικό, επιστημονικό, οικονομικό ή πολιτικό υποσύστημα. Αλλά, ως ένα
σύστημα που λειτουργεί με ιδιαίτερο κώδικα, κανόνες επιλογής και ιδιαίτερα
προγράμματα. Να είναι δηλαδή, ένα σύστημα που θα λειτουργεί σύμφωνα με τη δική
του λογική και τους κανόνες επιλογής. Μόνον όταν αναπτυχθεί μια τέτοια θεωρία, θα μπορέσουμε όντως να αντιληφθούμε, πως η σύγχρονη κοινωνία διαμορφώνει τα
μέσα ενημέρωσης σε σύγκριση, για παράδειγμα, με το χρήμα, την πολιτική εξουσία
ή τις προσωπικές σχέσεις. Η εικόνα που έχει ο φυσιολογικός άνθρωπος για το
σύγχρονο κόσμο, είναι χωρίς αμφιβολία επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από τα ΜΜΕ.
Και μάλιστα, τόσο από τον έντυπο τύπο: εφημερίδες και τα συναφή. Όσο και από
την τηλεόραση, δηλαδή από το φιλμ. Διαθέτουμε ως προς αυτά αρκετά καλή γνώση, τόσο για τους κανόνες των επιλογών τους, όσο και για το είδος της επιλογής
τους, που αφορά το τι θα προβληθεί ή το τι θα τυπωθεί.
Τα ΜΜΕ έχουν μια προτίμηση για το νέο. Δεν μπορούν να εκπέμπουν
ή να τυπώνουν όλο τα ίδια. Μετατοπίζουν την πληροφορία προς μια τέτοια
κατεύθυνση, έτσι ώστε να υπάρχει πάντα κάτι νέο. Αποτέλεσμα τούτου είναι να
εμφανίζεται η κοινωνία ως εξαιρετικά ταραχώδης, αν και στην πραγματικότητα
πολλά πράγματα παραμένουν μάλλον όπως ήταν πάντοτε. Τα ΜΜΕ προτιμούν επίσης τις
συγκρούσεις. Υπάρχει μια συνεχής αφήγηση συγκρούσεων. Όταν οι άνθρωποι
συμφωνούν, τότε δεν υπάρχει τίποτε που να αξίζει να μεταδοθεί. Με τον τρόπο
αυτόν παρουσιάζεται η εικόνα μιας κοινωνίας σχεδόν διαλυμένης από τις
συγκρούσεις και ο βαθμός συναίνεσης υποτιμάται. Τα ΜΜΕ προτιμούν και τα τοπικά
γεγονότα. Προτιμούν πάντοτε να επιλέγουν εντόπιες ομάδες αποδεκτών. Εάν σε ένα
νησί ένας σκύλος δαγκώσει έναν άνθρωπο, τότε αυτό θα αποτελεί είδηση ενώ αν
αυτό συμβεί κάπου αλλού, όχι. Υπάρχει μια τοπική προτίμηση, μια επιταγή κατά
κάποιον τρόπο, να παρατηρείται ο κόσμος με κέντρο τη Σάμο ή το Μπίλεφελντ. Αυτό
νομίζω ότι έχει συνέπειες ως προς την παραμόρφωση της παγκόσμιας συνείδησης στη
σύγχρονη κοινωνία, ανεξάρτητα από το εάν η είδηση είναι έντυπη ή τηλεοπτική. Η
τηλεοπτική εικόνα έχει βέβαια πρόσθετες επιπτώσεις, εφ’ όσον εντελώς
συγκεκριμένες καταστάσεις, ακόμη και της ιδιωτικής ζωής των άλλων, τις θεωρούμε
σαν δική μας ιδιωτική ζωή. Ή την καθημερινότητά μας, την αξιολογούμε σύμφωνα με
τα τηλεοπτικά πρότυπα, και, εάν δεν είναι τόσο ωραία, τότε απογοητευόμαστε, ή επιζητούμε ακόμη και συγκρούσεις που έχουμε δει στην τηλεόραση. Η εικόνα είναι
λιγότερο δραματική και περισσότερο αισιόδοξη και γι’ αυτό, πολύ περισσότερο
εντυπωσιακή από την πραγματικότητα. Δεν γνωρίζουμε όμως ακριβώς, σε ποια έκταση
η αντίληψή μας για την πραγματικότητα μεταλλάσσεται μέσω της τηλεόρασης.
Υποθέτουμε πάντως ότι είναι πολύ μεγάλη, ιδιαίτερα δε, όσον αφορά την πλήρη
μετατόπιση ή άρση των ορίων μεταξύ Ιδιωτικού και Δημοσίου, ή μεταξύ των γενεών.
Η τεχνολογία
Για να προσδιορίσουμε τον ρόλο της τεχνολογίας στη σύγχρονη
κοινωνία, θα πρέπει καταρχήν να συμφωνήσουμε στην έννοια. Τι δηλαδή
περιγράφουμε μ’ αυτήν και ποια πραγματικά γεγονότα αποτελούν «τεχνολογία».
Νομίζω ότι η καλύτερη δυνατότητα προσφέρεται, εάν ξεκινήσουμε από μία αιτιατή
αντίληψη. Περιγράφοντας την τεχνολογία ως μια σταθερή σύνδεση αιτιών και
αποτελεσμάτων. Σταθερή σύνδεση, όχι κατ’ ανάγκην με την έννοια ενός κανόνα
χωρίς εξαιρέσεις, αλλά ως τρόπο, χάρη στον οποίο μπορούμε να υπολογίζουμε ότι ένα
αυτοκίνητο θα ξεκινήσει εάν το βάλουμε εμπρός. Η τεχνολογία έχει επίσης το
πλεονέκτημα, να μπορεί να υπολογίζει τους πόρους που χρειαζόμαστε, ώστε να
μπορούν να λειτουργούν οι αιτιακές αλυσίδες και να μπορούμε να αναγνωρίζουμε τα
λάθη, που πρέπει να εξαλείψουμε. Η τεχνολογία μπορεί επιπλέον να υπολογίσει τη
συνέπεια αυτού που αποκαλούμε «end
of the pipe”, δηλαδή του «τέλος των πηγών ενέργειας». Διαθέτοντας μια τέτοια έννοια της τεχνολογίας, γνωρίζουμε πλέον σήμερα, ότι αυτή
δεν αποτελεί μια φωτοτυπία των φυσικών φαινομένων. Υπάρχουν στην περιστροφή των
αστέρων, των πλανητών, όπως και στις μείζονες προϋποθέσεις ύπαρξης της γης,
αιτιακές δομές. Συνήθως όμως η φύση, δεν υπακούει σε αυστηρές αλλά σε χαλαρές
συνδέσεις αιτίων και αποτελεσμάτων. Τούτο σημαίνει ότι υπάρχει ορισμένη
ελαστικότητα, μια ορισμένη ανοχή έναντι των λαθών. Και, πάντως, πριν ένα
σύστημα καταστραφεί, μπορεί να αντέξει πάρα πολλά. Έτσι όμως αίρεται η παλαιά
αντίληψη σύμφωνα με την οποία, η τεχνολογία είναι μια απλή απομίμηση της φύσης.
Πρέπει να γίνει σαφές στην κοινωνία, ότι η τεχνολογία αποτελεί κυρίως μια
επιλογή μεταξύ πολλών δυνατοτήτων. Οι αιτιακές δυνατότητες που είναι
τεχνολογικοποιήσιμες είναι περιορισμένες και σήμερα βρισκόμαστε πολύ κοντά στο
όριο της τεχνολογικοποίησης. Αυτό ισχύει κυρίως για ό,τι εννοούμε ως
«τεχνολογία υψηλού κινδύνου». Δηλαδή για τεχνολογίες, όπως η ατομική, η
γενετική, που είναι καταστροφικά επικίνδυνες. Γι’ αυτές γνωρίζουμε όλο και
περισσότερο ότι, εάν δεν λειτουργήσει η τεχνολογία, τότε η φύση περιέρχεται σε
ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Έτσι λοιπόν, το πρόβλημα που ξαναδημιουργείται είναι
η ύπαρξη τεχνολογιών -ας τις ονομάσουμε: «ανάσχεσης», «πλαισίωσης» και
«περιορισμού» των βλαπτικών συνεπειών. Τεχνολογιών δηλαδή ασφαλείας. Νομίζω
μάλιστα, ότι αυτό είναι το πρόβλημα που απασχολεί κυρίως σήμερα τους πολιτικούς
και την κοινή γνώμη –εάν δηλαδή μπορούμε να ελέγξουμε τις επικίνδυνες
τεχνολογίες με την επανα-τεχνολογικοποίησή τους ή εάν είμαστε έκθετοι σε
απρόβλεπτες συμπτώσεις.
Η σχέση μεταξύ επιστήμης και τεχνολογίας, είναι πολύ
περισσότερο πολύπλοκη απ’ ό,τι μπορεί κανείς να υποθέσει. Εάν πάρουμε από τη
μία, ως παράδειγμα την ατμομηχανή, τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ανάπτυξη
της τεχνολογίας δίχως την προϋποτιθέμενη επιστήμη, είναι εντελώς ανέφικτη. Από
την άλλη όμως, υπάρχουν πολλά τεχνολογικά ή μηχανικά προβλήματα, που συνδέονται
με την ύπαρξη της τεχνολογίας και για τα οποία δεν υπάρχει καμιά επιστημονική
απάντηση. Γι’ αυτά πρέπει, κατά κάποιον τρόπο, να πειραματισθούμε. Ας πάρουμε
για παράδειγμα μια ατμομηχανή, που ρυθμίζει την πίεση του ατμού, τον
αποκαλούμενο «governor». Από
την στιγμή που αυτός κατασκευάσθηκε, μπορέσαμε να δημιουργήσουμε τον
σιδηρόδρομο. Όταν όμως σχεδιάζαμε τον σιδηρόδρομο, δεν γνωρίζαμε εάν οι
σιδερένιοι τροχοί θα μπορούσαν να λειτουργήσουν επί της σιδηροτροχιάς. Ή, εάν
ένα τρένο θα μπορούσε πράγματι να ταξιδέψει, αν συρόταν από μια ατμομηχανή.
Καμιά επιστήμη δεν θα μπορούσε ν’ απαντήσει σ’ αυτό το πρόβλημα. Εάν σκεφθούμε
και τις τεχνολογίες, που χρησιμοποιούνται στα σύγχρονα πειράματα του καθαρισμού
καυσαερίων –εξ όσων γνωρίζω από την αυστριακή βιομηχανία χάλυβα στο Λιντζ-, θα
δούμε ότι ούτε και γι’ αυτές δεν παίρνουμε καμιά επιστημονική πληροφορία. Για
το αν, ας πούμε, οι δίσκοι που τοποθετούμε για την συγκέντρωση του ατμού και
τον εγκλωβισμό του θείου, αντέχουν πέντε ή δέκα χρόνια. Ή, εάν καθαρίζουν
καλύτερα με μηχανικό παρά με χημικό τρόπο. Δεν υπάρχουν επιστημονικές
απαντήσεις γι’ αυτά τα πρακτικά προβλήματα, παρόλο που οι επιστήμονες
ασχολούνται με τη διάγνωση και την επίλυσή τους. Σημαντικά τμήματα της
σύγχρονης τεχνολογίας –ιδιαιτέρως δε, όλες οι τεχνολογίες ασφαλείας. Όπως είναι
η περίφραξη των σκουπιδότοπων-, στηρίζονται απλώς στην πρακτική εμπειρία κι όχι
σε επιστημονικές ελεγχόμενες κανονικότητες. Αυτό δε, σημαίνει ότι και στον χώρο
της διακινδύνευσης πρέπει να αναλάβει κανείς, κατ’ αρχήν, τον κίνδυνο. Πρέπει
για παράδειγμα να δημιουργηθούν μεταλλαγμένα όντα σύμφωνα με την γενετική
τεχνολογία, προκειμένου να δούμε στη συνέχεια ποιοι κίνδυνοι μπορούν να
ελεγχθούν και με ποιες άλλες τεχνολογίες. Τούτο σημαίνει ότι το σύνολο της
τεχνολογίας, αποτελεί ένα μεγάλο πειραματικό εργαστήριο, με όλους τους δυνατούς
κινδύνους. Οι οποίοι πρέπει στη συνέχεια να ληφθούν υπ’ όψιν, ούτως ώστε να
δούμε με ποια τεχνική μπορούμε ν’ ασχοληθούμε ξανά, τεχνολογικά, με την
διακινδύνευση.
Συστημική Θεωρία
Καταρχάς, είναι απολύτως ορθό ότι οι κλασσικές κοινωνικές
επιστήμες έχουν αντιμετωπίσει το Κοινωνικό (την κοινωνία ως αντικείμενο, που
ως τέτοιο διαφέρει από τα άλλα ψυχικά ή φυσικά αντικείμενα) και έχουν εξετάσει
τις δομές και τις διαδικασίες εντός αυτού του αντικειμένου. Το περιβάλλον δεν
απετέλεσε αντικείμενο παρατήρησης, σαν να μην έπαιζε κανέναν ρόλο για το ίδιο
το σύστημα. Αυτή η οπτική, νομίζω ότι άλλαξε για πρώτη φορά στη Βιολογία μέσα σ’
αυτόν τον αιώνα. Ήδη από τη δεκαετία του ’20, ή και ακόμη νωρίτερα, επικρατούσε περισσότερο
η αντίληψη ότι τα βιολογικά φαινόμενα, θα μπορούσαν να ερμηνευθούν κυρίως ως
άμυνα ή υποστήριξη σε σχέση προς το περιβάλλον. Στη συνέχεια ανεπτύχθη στην
Κυβερνητική ένα ρυθμιστικό πρότυπο πράγμα, που σημαίνει: είτε ότι ένα feed-back σταθεροποιεί
τη σχέση ενός συστήματος, με ένα εντελώς διαφορετικό προς αυτό περιβάλλον. Για
παράδειγμα, όταν η εσωτερική θερμοκρασία διατηρείται σταθερή, ακόμη κι αν η
εξωτερική θερμοκρασία ανεβαίνει. Είτε ότι ένα σύστημα αλλάζει, με την έννοια
της διεύρυνσής του από το περιβάλλον. Η συστημική θεωρία αποτελεί ανάπτυξη
αυτών των δεδομένων, που όμως δεν έγινε στην αρχή δεκτή από την Κοινωνιολογία.
Επειδή είχε έναν, τρόπον τινά, φυσικό ή έναν σχεδόν τεχνικό, έναν σχεδιαστικό
τόνο. Μόνον όταν η συστημική θεωρία συνδεθεί με μια θεωρία του νοήματος και
όταν, ταυτοχρόνως διευκρινισθεί, ότι το νόημα απαιτεί πάντοτε την ύπαρξη
διαφόρων διακρίσεων, τότε μπορεί πράγματι να αναπτυχθεί μια θεωρία των
κοινωνικών φαινομένων ως συστημική θεωρία. Η οποία θα λαμβάνει υπόψιν της τη
διαφορά του συστήματος από το περιβάλλον.
Κατά την δεκαετία 1970-80, υποστηρίχθηκε η άποψη αυτή από
μια γενικότερη διαφοροποιητική τάση στη Λογική, στα Μαθηματικά και σε μια
ορισμένη έκταση και στη Φιλοσοφία. Η τάση αυτή δεν θεωρεί την ερευνητική
ενότητα ως ένα αντικείμενο, ή ως μία ουσία ή ως ένα σχήμα, αλλά ως μία διαφορά
την οποία αναπαράγει ως διαφορά. Τούτο σημαίνει ότι η κοινωνική θεωρία, πρέπει
να αντιληφθή την κοινωνία ως διαφορά συστήματος και περιβάλλοντος. Η οποία
διατηρείται ως διαφορά και αναπαράγεται, όχι όμως, βεβαίως, μέσω του
περιβάλλοντος, αλλά μέσω του ίδιου του συστήματος. Με τον τρόπο αυτόν φθάνουμε
στις θεωρίες για την αυτό-αναφορά, την αυτό-οργάνωση και την αυτό-ποίηση, δηλαδή,
την αυτό-αναπαραγωγή. Οι οποίες αναφέρονται σαφώς στη διατήρηση μιας διαφοράς.
Διάκριση
Η διάκριση του συστήματος από το περιβάλλον, αποτελεί μόνον
την πρώτη προσέγγιση μιας πολύπλοκης προβληματικής. Κατά τη διάρκεια αυτού του
αιώνα αναπτύχθηκαν πολλές συμπληρώσεις της, οι οποίες, πρέπει να εξετασθούν
ενιαία προκειμένου ν’ αποκτήσουμε μια ρεαλιστική εικόνα της σύγχρονης
κοινωνίας. Μια διάκριση αναφέρεται στην εσωτερική διαφοροποίηση. Η κλασσική
παράδοση έχει περιγράψει ένα διαφοροποιημένο σύστημα, ως ένα σύνολο που
αποτελείται από μέρη. Η συστημική θεωρία όμως, ισχυρίζεται ότι εντός του συστήματος επαναλαμβάνεται η διάκριση μεταξύ συστήματος και περιβάλλοντος. Αυτό
σημαίνει ότι, χρησιμοποιούμε το σύστημα ως εξωτερικό όριο, προκειμένου να
χαράξουμε ακόμη μια φορά εσωτερικά όρια, ώστε να επαναληφθεί το ίδιο. Αυτή
είναι η αντίληψη του εσωτερικού περιβάλλοντος που αναπτύχθηκε στη Βιολογία. Δηλαδή:
το στομάχι και ο εγκέφαλος χρειάζονται μια κανονική, ομαλή θερμοκρασία αίματος.
Μια δεύτερη εξέλιξη προήλθε από την θέση, που αργότερα χαρακτηρίσθηκε ως
«εργαλειακή κλειστότητα». Τούτο αποτελεί κυρίως, φυσιολογία του εγκεφάλου.
Γνωρίζουμε δηλαδή, ότι ο εγκέφαλος δεν έχει καμιά απολύτως επαφή με το
περιβάλλον σε ό,τι αφορά τις ιδιαίτερες εργαλειοποιήσεις του. Ο εγκέφαλος δεν
μπορεί να βγει ή να καταλάβει τίποτε έξω από αυτόν τον ίδιο. Χρειάζεται
πολύπλοκους μεταλλακτικούς και βιοχημικούς μηχανισμούς, που βρίσκονται στα όριά
μας. Όπως είναι για παράδειγμα τα μάτια ή τα αυτιά μας. Το πρόβλημα λοιπόν που
τίθεται είναι, πως μπορεί κανείς να γνωρίσει τον εγκέφαλο όταν αυτός δεν έχει
καμιά επαφή με το περιβάλλον; Το πρόβλημα μπορεί να απαντηθεί από τη συστημική
θεωρία βάσει της ιδέας, ότι η διαφορά του συστήματος με το περιβάλλον του, φωτοτυπείται, κατά κάποιο τρόπο, εντός του ίδιου του συστήματος.
Με τις
εργαλειοποιήσεις που επιτελεί το σύστημα εντός του, καταλήγουμε εκ νέου σε μια
διάκριση συστήματος και περιβάλλοντος. Έτσι, δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν όλα όσα
βρίσκονται εκτός του συστήματος, αλλά μόνον όσα είναι σημαντικά γι’ αυτό.
Νομίζω δε, ότι μόνον σε ένα επίπεδο «επανεισαγωγής» στο δι’ αυτής διακριθέν,
μπορεί κανείς να εννοήσει τα οικολογικά προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας. Με
τον τρόπο αυτόν, μπορεί ν’ αποδειχθεί ότι η κοινωνία μπορεί να διατηρηθεί και
να εξακολουθήσει να λειτουργεί, παρά την κακή προσαρμογή της στο περιβάλλον.
Επειδή διαθέτει παραστάσεις για τη διαφορά συστήματος/περιβάλλοντος, οι οποίες
είναι εσωτερικά επαρκείς για να συντηρήσουν τις εργαλειοποιήσεις της,
αδιαφορώντας, καταρχάς, για το τι συμβαίνει στο περιβάλλον.
Κοινωνιολογία
Νομίζω ότι πρέπει καταρχήν να δεχθούμε, ότι η Κοινωνιολογία μπορεί να έχει μόνο μια πολύ μικρή συμβολή στη λύση των οικολογικών
προβλημάτων. Διότι σ’ αυτά εμπλέκονται εξαιρετικά πολύπλοκα φυσικά, χημικά και
βιολογικά προβλήματα, η ερμηνεία των οποίων δεν είναι αποστολή της
Κοινωνιολογίας. Αυτό που μπορεί να κάνει η Κοινωνιολογία, είναι απλώς να ερμηνεύσει
ή τουλάχιστον να περιγράψει τη συμβολή της κοινωνίας, στην καταστροφή των
οικολογικών ισορροπιών. Και να εξετάσει ποιες δυνατότητες έχει η κοινωνία, να
αντιδράσει σε μια πληροφορία, που μπορεί να στηρίζεται σε μια κοινωνιολογική διαφορά
του συστήματος από το περιβάλλον του. Νομίζω ότι τότε γίνεται κατανοητό γιατί
περιήλθαμε σε τέτοιες δυσκολίες. Δηλαδή, μπορούμε να εξηγήσουμε πως είναι
δυνατόν μια κοινωνία να επιβιώνει, παρά την κακή προσαρμογή της στο περιβάλλον.
Παρόλο ότι καταναλώνει ή καταστρέφει περιβαντολλοντικές πηγές, η επικοινωνία
εξακολουθεί να υφίσταται. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να μιλούν, να γράφουν, να
επικοινωνούν ηλεκτρονικά και η κοινωνία βρίσκεται σε λειτουργία, παρά την κακή
περιβαλλοντική προσαρμογή της. Νομίζω ότι αυτό μπορεί να ερμηνευθεί με μια
θεωρία της εργαλειακής κλειστότητας. Μια θεωρία για την κωφότητα και την
τυφλότητα ενός συστήματος, το οποίο δεσμεύεται μόνο από τις δικές του
επικοινωνίες και τις οποίες δεν μπορεί να μεταβάλλει πολύ γρήγορα. Αυτό όμως
απαιτεί μια νέα τυπολογία ορθολογισμού. Μια νέα τυπολογία εξισορρόπησης του
συστήματος και του περιβάλλοντος εντός της κοινωνίας, εντός της κοινωνικής
επικοινωνίας. Διαφορετικά περιερχόμαστε σε δυσκολίες, οι οποίες θα αυξάνονται
διαρκώς, όσο θα υπάρχει όλο και λιγότερος σχεδιασμός για διορθώσεις.
Πολιτικά Κόμματα
Εάν το πρόβλημα είναι: Πώς η κοινωνία μπορεί να κατευθύνει
την προσοχή της στα οικολογικά προβλήματα; Πράγμα που σημαίνει, όχι μόνο να
αλλάξει τη συνείδηση του καθενός ατομικά, αλλά να αλλάξει κυρίως το είδος της
κοινωνικής επικοινωνίας. Τότε πρέπει να παραδεχθούμε ότι η προβληματική αυτή
δημιουργήθηκε από τις οικολογικές κινήσεις, τα πράσινα κόμματα κι ένα τμήμα του
Club της
Ρώμης. Βέβαια, η ύπαρξή τους δε σημαίνει οπωσδήποτε και πολιτική
αποτελεσματικότητα, διότι σύμφωνα με τις δημοκρατικές αντιλήψεις, αυτή
παράγεται με τη δημιουργία πολιτικών κομμάτων. Η οικολογική κίνηση δηλαδή,
μπορεί να γίνει όντως πολιτικά αποτελεσματική εάν δημιουργήσει κόμματα και εάν
αντιπροσωπευθεί από κόμματα. Αυτό δηλώνει με τη σειρά του, ότι ένα κόμμα δεν
μπορεί να είναι μονοθεματικό, δεν μπορεί να περιορίζεται σ’ ένα μόνο θέμα. Πρέπει
να είναι ικανό για συμμαχίες, γι’ ανάληψη ευθυνών και σε άλλα θέματα, όπως για
παράδειγμα, στα οικονομικά. Προς το παρόν όμως φαίνεται ότι τα πράσινα κόμματα,
δεν έχουν επαρκή ικανότητα συμμαχιών στο σύνολο του πολιτικού πεδίου, ώστε να
μπορούν να παραιτηθούν από οικολογικά ζητήματα, όταν αυτά είναι οικονομικώς
ανέφικτα, ή όταν άλλοι λόγοι συνηγορούν εναντίον τους. Προς το παρόν δεν υπάρχει
καμιά τάση δημιουργίας δύο νέων ειδών κομμάτων –από τη μία, ας πούμε η
βιομηχανία και η εργασία, δηλαδή σοσιαλιστικά και φιλελεύθερα κόμματα κι από
την άλλη, η οντολογία- με τρόπο τέτοιο ώστε να μπορούσε να ψηφίζει κανείς υπέρ
των οικολογικών και εναντίον των οικονομικών προτιμήσεων, ή αντιστρόφως. Στο
μέτρο που δεν υφίσταται αυτή η κατάσταση, νομίζω ότι τα κόμματα έχουν
περισσότερες ευκαιρίες στο κοινοτικό επίπεδο, σε θέματα που αφορούν την
αποκομιδή σκουπιδιών, τη δόμηση, τους δρόμους κ.ο.κ.
Θρησκεία
Όταν ερωτά κανείς για τη σημασία της θρησκείας στην κοινωνία
μας, ένα τουλάχιστον αφετηριακό σημείο, είναι κατά τη γνώμη μου σίγουρο: Ότι δεν
μπορεί να είναι ικανοποιημένος με τις απαντήσεις, που ανεζήτησε στο ερώτημα αυτό
ο Διαφωτισμός ή ο 19ος αιώνας. Αυτό σημαίνει ότι δεν ξεκινάμε απλώς
με το ότι η θρησκεία πέθανε, ή ότι έχει ένα νόημα μόνο για τις κατώτερες τάξεις.
Η σύγχρονη κοινωνία, ως εκκοσμικευμένη και ενιαία, που δεν χρειάζεται, δεν
χρησιμοποιεί και δεν αναπτύσσει πλέον τη θρησκεία, δεν διαθέτει καμιά θέση γι
αυτήν. Τούτο δε, συνιστά απλώς ένα γεγονός και όχι μια οντολογία. Μπορεί όμως
εναλλακτικά να περιγράψει κανείς τη σύγχρονη κοινωνία, ως ένα λειτουργικά
διαφοροποιημένο σύστημα. Σημαίνει δε αυτό, ότι όλα τα συστήματα: η πολιτική, η
οικονομία, η επιστήμη, η οικογενειακή ζωή αλλά και η θρησκεία, έχουν
περισσότερες ευκαιρίες να αποτυπώσουν και να πραγματώσουν την ιδιαιτερότητά τους.
Αλλά ταυτόχρονα και λιγότερες δυνατότητες να επανακαθορίσουν το σύνολο της κοινωνίας.
Εάν ξεκινήσουμε απ’ αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, τότε είναι σαφές ότι η θρησκεία
σε όλες, όπως και στη σύγχρονη, εποχές, έχει μια κοινωνική λειτουργία. Υπάρχουν
βέβαια πολλοί μεμονωμένοι άνθρωποι, που μπορούν να ζήσουν χωρίς χρήματα ή δίκαιο,
αλλά όχι και χωρίς θρησκεία. Αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτε για την κοινωνική
λειτουργία της θρησκείας. Και το ερώτημά μας αφορά τον εντοπισμό αυτής ακριβώς της
λειτουργίας. Τι λειτουργία έχει δηλαδή η θρησκεία και τι την διακρίνει, φερειπείν,
από την πολιτική ή την επιστήμη ή την οικογενειακή ευτυχία κ.ο.κ. Κάθε δε
δυνατότητα κοινωνικής λειτουργίας της, εάν προσαρμοσθεί στις ατομικές ανάγκες,
είναι ισχυρότερη απ’ ό,τι εκείνες της παραδοσιακής θρησκείας.
Ο άνθρωπος στη
σύγχρονη κοινωνία, αισθάνεται πολύ έντονα ότι δεν έχει πια έναν τόπο και δεν
είναι δεμένος μ’ αυτόν. Δεν πεθαίνει πλέον εκεί που γεννήθηκε και δεν έχει μια
προδιαγραμμένη τύχη που οριακά μόνον μπορεί να αλλάξει. Αλλά αντίθετα, ότι σ’
έναν μακρύ βίο, σχεδόν εβδομήντα χρόνων, αλλάζουν σχεδόν τα πάντα. Βλέπει ότι
δεν μπορεί να ελέγξει πλέον την οικονομία μέσω της επιχείρησής του, βλέπει να
αλλάζουν οι επιστημονικές θεωρίες κτλ. κτλ. Η κινητικότητα ή η παροδικότητα των
μεγάλων συστημάτων, δημιουργεί την αναγκαιότητα να βρίσκεται κανείς κάπου στο
σπίτι ή να γνωρίζει με κάποια βεβαιότητα, ότι κάτι είναι θέλημα Θεού. Ή να
υπάρχει κάποιος παρατηρητής, που να αξιολογεί σωστά τον Θεό σε σχέση με ό,τι
είναι ο ίδιος. Η θρησκεία φαίνεται ότι σ’ αυτό το σημείο έχει προτάσεις, αφού σήμερα
πρέπει να ρωτά κανείς εξίσου, εάν στις παραδοσιακές φόρμες του εκκλησιαστικού
Χριστιανισμού ή του Ισλάμ ή και στις φόρμες της βουδιστικής θρησκείας, έχουν επαρκώς
διευθετηθεί αυτά τα ζητήματα. Ή μήπως θα ‘πρεπε να προσέξουμε καλύτερα μια
θρησκεία, η οποία μπορεί να σταθεί υπό την προϋπόθεση μιας αυτοδύναμης
οικονομίας και μιας αυτοδύναμης πολιτικής.
Ηθική
Προς το παρόν φαίνεται να κυριαρχεί μια τάση στενής σύνδεσης
της θρησκείας με την ηθική, με τρόπο που η θρησκεία να θεωρείται κατά κάποιον
τρόπο, υποστήριγμα των ηθικών κρίσεων. Αφού οι μεγάλες ηθικές θεωρίες του
υπερβατισμού, της υλικής ηθικής των αξιών ή του ωφελισμού, δεν έχουν τίποτε να
πουν για τα σύγχρονα προβλήματα. Είμαι ωστόσο μάλλον σκεπτικιστής, επειδή η
θρησκεία έχει ακριβώς μια παράδοση να δυσπιστεί στις ηθικές κρίσεις. Η διαφορά,
για παράδειγμα, Θεού και Διαβόλου, είναι καταρχήν μια διαφορά της Δημιουργίας. Ο
Θεός δηλαδή ο ίδιος δημιούργησε αυτή τη διαφορά, η οποία πάντως επιβίωσε πολλών
–για ποιο λόγο άραγε;
Σήμερα η αναβίωση της Κόλασης είναι ελάχιστα πιστευτή κι
αυτό σημαίνει ότι η Ηθική μένει χωρίς κυρώσεις, αλλά και ότι τα ηθικά
προβλήματα βρίσκονται ως έναν βαθμό εκτός ελέγχου. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει
Ηθική για το πώς να φερθεί κανείς σε μια κατάσταση διακινδύνευσης. Πρέπει να
ενδώσει στον κίνδυνο ή όχι; Σαφείς ηθικοί κανόνες γι αυτά δεν υπάρχουν. Υπάρχει
επίσης το παράδοξο, ότι οι καλύτερες γνώμες μπορεί να έχουν κακά αποτελέσματα. Όταν,
ας πούμε, οι πολιτικοί έχουν καλές ιδέες πρέπει να είναι κανείς δύσπιστος. Αλλά
και αντιστρόφως. Το επίπεδο της γενικής ευημερίας προκύπτει, σύμφωνα με τα
δεδομένα της οικονομικής θεωρίας, από τον καθαρό εγωισμό. Όλα αυτά για τα οποία
η θρησκεία δεν διαθέτει καμιά απάντηση, αποτελούν προβλήματα, παραδοξότητες,
θεμέλια για μια Ηθική. Νομίζω γι’ αυτό ότι χρειαζόμαστε μια ανάλυση, που θα
στηρίζεται σε μια κοινωνική θεωρία, προκειμένου να δούμε τι δυνατότητες έχει η
θρησκεία στην κοινωνία μας, και μάλιστα, καταρχάς, ανεξαρτήτως δογματικών
διατυπώσεων, σαν μια αποκοπή από την ορθολογική ιδεολογία του 18ου
αιώνα. Χρειαζόμαστε επίσης μια θεωρητική κοινωνική ανάλυση, για να ξέρουμε πότε
ο κώδικας: καλό-κακό ή ωραίο-άσχημο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί με έλλογο τρόπο.
Δημοκρατία
Μου φαίνεται ότι η ερώτηση για το μέλλον της Δημοκρατίας,
αφορά κυρίως ένα εννοιολογικό πρόβλημα. Είναι βέβαιο ότι πρέπει να αποδομήσουμε
τα, τρόπον τινά, κλασσικά χαρακτηριστικά της έννοιας, τα οποία είναι είτε
παράδοξα είτε ουτοπικά. Παραδοξολογία είναι να πιστεύει κανείς ότι ο λαός
εξουσιάζει τον λαό. Τούτο, συνιστά μια παραδοξότητα, επειδή η εξουσία απαιτεί
πάντοτε μια διαφορά. Ουτοπία είναι να συνδέει κανείς τη Δημοκρατία με την ιδέα της
ισότητας, της ελευθερίας και της αυτοπραγμάτωσης του καθενός. Οι έννοιες αυτές
ανήκουν στην συζήτηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά όχι κατ’ ανάγκη στη
συζήτηση για έναν τύπο διακυβέρνησης. Γι’ αυτό θεωρώ ότι έννοια της Δημοκρατίας
πρέπει να περιοριστεί σ’ έναν τύπο, που θα ήθελα να χαρακτηρίσω ως Κώδικα, που
πρέπει να αναγνωρισθεί και να διατηρηθεί, ως διαφορά κυβέρνησης και
αντιπολίτευσης. Η διαφορά αυτή, διανοίγει και συντηρεί πολιτικά τη δυνατότητα, ν’
αναλάβει τη διακυβέρνηση η αντιπολίτευση και η κυβέρνηση να μετατοπισθεί στην αντιπολίτευση,
αδιάφορα με το πολιτικό φάσμα και με ποιο κόμμα σχετίζεται, και με το πώς συμβαίνει
η κάθε αλλαγή. Αυτό σημαίνει ότι οι εκλογές αποτελούν έναν τύπο εξωτερίκευσης της
παρελθούσας πολιτικής κι έτσι μπορεί κανείς να καταψηφίσει μια κυβέρνηση, εάν
δεν είναι ευχαριστημένος μ’ αυτήν. Αλλά και ότι η αντιπολίτευση μπορεί να
παρουσιάσει και να εφαρμόσει νέες π.χ. οικολογικές αρχές. Νομίζω ότι ο τύπος της
Δημοκρατίας θα έπρεπε να περιοριστεί, έτσι ώστε το Κράτος να αποτελεί την
κορυφή, που θα είναι διαιρεμένη σε Κυβέρνηση και Αντιπολίτευση. Πλην όμως θα
παραμένει ως οργάνωση άθικτο, ώστε να μπορεί να υπάρξει διακυβέρνηση. Εάν δεν
μπορεί να υπάρξει διακυβέρνηση, η Δημοκρατία δεν έχει απολύτως κανένα νόημα.
Δικαιώματα: ΕΡΤ ΑΕ