
Η διασύνδεση πολέμου, βίας και εγκλημάτων στις γυναίκες
Καταγράφοντας το ανομολόγητο, Τάσος Κωστόπουλος
[...] Η πηγή που θα εξετάσουμε εδώ
αποτελεί πολύτιμο ντοκουμέντο, όχι μόνο λόγω της σπανιότητας παρόμοιων
καταθέσεων αλλά και χάρη στην πληθώρα των σχετικών πληροφοριών που περιέχει.
Πρόκειται για το ημερολόγιο του στρατιώτη Ιωάννη Γκιοτσαλίδη από το ημιορεινό
χωριό Καταβόθρα (σημ. Μεταμόρφωση) της Λακωνίας, μετανάστη στις ΗΠΑ (αμέρικαν
μπόης, κατά τη δική του ορολογία), από όπου επέστρεψε αμέσως μετά το ξέσπασμα
του πολέμου για να καταταγεί στο 8ο Σύνταγμα της γενέτειράς του. Στις 8
Νοεμβρίου 1912 παρουσιάστηκε στο Ναύπλιο και στις 15 Δεκεμβρίου αποβιβάστηκε
στην Πρέβεζα για να ενταχθεί στις δυνάμεις που πολιορκούσαν τα Γιάννενα· μετά
την παράδοση της πόλης, η μονάδα του θα μεταφερθεί το Μάρτιο του 1913 στη
Θεσσαλονίκη και το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς θα μετάσχει στον
«διασυμμαχικό» Β´ Βαλκανικό Πόλεμο. Οριακά εγγράμματος, γράφει με μια
ορθογραφία σχεδόν φωνητική σε ένα δεμένο σημειωματάριο που πιθανότατα έφερε από
τη Νέα Υόρκη· σε αντίθεση με τα περισσότερα τεκμήρια αυτής της κατηγορίας,
εντυπωσιάζει ωστόσο εδώ η απουσία της παραμικρής, έστω, μνείας σε οικογένεια ή
άλλους κοινωνικούς δεσμούς. Κατά πάσα πιθανότητα, ο συντάκτης επέλεξε την οδό
της πλήρους ανωνυμίας για λόγους αυτοπροστασίας: το ονοματεπώνυμο και τα
υπόλοιπα στοιχεία του τα παραθέτει έτσι στην τελευταία μόνον από τις 147
σελίδες του τεφτεριού ― κι αυτό μετά το τέλος του πολέμου, τον Δεκέμβριο του
1913, όταν επ’ ευκαιρία μιας μετάθεσης επισκέπτεται το σπίτι του και, λογικά,
αποθηκεύει εκεί το ενοχοποιητικό τεκμήριό του. Έχοντας ακολουθήσει άγνωστο
ποιαν ακριβώς διαδρομή, το αποκαλυπτικό αυτό ντοκουμέντο φυλάσσεται σήμερα στο
Αρχείο Βαλκανικών Πολέμων του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου.
Κατά την πρώτη φάση του πολέμου ο
Γκιοτσαλίδης δεν παραθέτει την παραμικρή πληροφορία για επιλήψιμες πρακτικές,
ιδίως σε σχέση με το άλλο φύλο. Κατά πάσα πιθανότητα δεν του δόθηκε καν η
σχετική ευκαιρία, καθώς η ζωή που περιγράφει είναι κυριολεκτικά
εξοντωτική: επερικαλούσα να έρθει μια σφαίρα και να με πάρει εκτός
θανάτου για να πάγω εις το νοσοκομείο διότι δεν υποφέρεται πλέον το κρύο και η
πείνα, σημειώνει στις 10 Ιανουαρίου, λίγο μετά την καταγραφή του
αυτοτραυματισμού κάποιων συμπολεμιστών του που έγιναν αντιληπτοί και το
κλείσανε το σπίτι τους.
Σε γενικές γραμμές, δείχνει ωστόσο
αυτοσυγκρατημένος: κατά τον αφοπλισμό κάποιων τούρκων αιχμαλώτων,
σημειώνει, επήρα μίαν ταμπακιέρα ως ενθύμιον και τίποτις άλλο. Όταν η μονάδα του μπαίνει στις 21
Φεβρουαρίου στα απελευθερωμένα Γιάννενα, μαζί με την ενθουσιώδη υποδοχή που τους επιφυλάσσει ο ελληνικός πληθυσμός της πόλης και την αδυναμία των λιμοκτονούντων κατοίκων να τους φιλέψουν ο,τιδήποτε, καταγράφει σχεδόν σεμνότυφα ότι
πολλοί συνάδελφοι ζητούσανε φιλί (από τις ντόπιες, προφανώς, Ελληνίδες) αλλά
αυτές άνευ καμιάς κακής ιδέας τους δίνανε δύο, για την ελευθεριά. Δυο μέρες
μετά αποσπάται ως μάγειρος στον ταγματάρχη του και πλέον περνά φίνα, δίχως
περιττές διευκρινίσεις.
Σαφέστερες πληροφορίες για το ενδιαφέρον
του για το άλλο φύλο αποκτάμε μόνο στα τέλη Απριλίου, όταν η μονάδα του
στρατοπεδεύει για ένα δωδεκαήμερο στο σλαβόφωνο χωριουδάκι Νάρες (σημ. Νέα
Φιλαδέλφεια), στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Τσιφλίκι αμιγώς εξαρχικό από το
1904 κατά την ημιεπίσημη ελληνική στατιστική της εποχής, ο οικισμός κατοικούνταν σύμφωνα με μια πρόσφατη ― τότε ― απόρρητη στατιστική του σχολικού επιθεωρητή της Εξαρχίας από 57 «Τσιγγάνους», 52 «Βουλγάρους» (46 εξαρχικούς κι 6 «γρεκομανείς»
πατριαρχικούς) και 6 «Τούρκους». Για τον Πελοποννήσιο American boy μας, τα πράγματα είναι όμως πολύ πιο απλά: Όλο Βούργαροι, μόνον ο δάσκαλος γνωρίζει ελληνικά.
Αποστολή της μονάδας του είναι να επιτηρεί
τους κατοίκους για πιθανές επαφές τους με κομιτατζήδες, τύποις συμμάχους ακόμα,
το καθήκον αυτό δεν αποκλείει όμως κάποιες παράλληλες ενασχολήσεις: Ερωτούσα
τον διδάσκαλον εκ περιεργείας περί πανδρειάς, σημειώνει κατά την αποχώρησή
του, μου έλεγε δε το εξής. Όταν το παιδί θέλει να πανδρευθεί, αναλόγως
τας δυνάμεις οπού έχει πρέπει να δώσει στον πεθερό το ελάχιστον 10 λίρας για να
πάρει το κορίτσι. Είναι δε ωραία κορίτσια, εργατικές και θαρραλέες, το εναντίον
στους άνδρας κακομούρηδες και τεμπέληδες. Η εκδήλωση ενδιαφέροντος είναι
προφανής, απαλλαγμένη ωστόσο από κάθε υποψία βίαιου καταναγκασμού: Ελυπήθην
όπου εφύγαμε διότι σχεδόν τα είχαμεν ψήσει με μερικές, αλλά δύσκολα, διότι δεν
ημπορούμε να συνεννοηθούμε. Τι ωραία να γνώριζα Βουργάρικα²³. Πρόλαβε,
πάντως, να μάθει κάποιες βασικές λέξεις, όπως θα δούμε παρακάτω.
Η ειδυλλιακή αυτή εικόνα καταρρέει πλήρως
με την κήρυξη του «διασυμμαχικού» πολέμου, όταν στις 21 Ιουνίου η μονάδα του
διασχίζει επί τροχάδην το εκκενωμένο και βομβαρδιζόμενο Κιλκίς ― το κύριο
βουλγαρικό αστικό κέντρο της εμπόλεμης ζώνης, λίγες ώρες προτού αυτό πυρποληθεί
τελειωτικά από τον ελληνικό στρατό. «Επήγαμε σ’ ένα σπίτι» με ένα
συνάδελφό του, γράφει, «εσπάσαμε την πόρτα, μπήκαμε μέσα και βρίσκουμε δυο
μαυροβουνιώτικα περίστροφα δίκανα, φωνογράφο, ραπτομηχανή, ρούχα και ότι άλλο
θέλεις. Εις την γωνίαν του σπιτιού ήτονε μια γρια τυλιγμένη με ρούχα. Της
μιλούσαμε, δεν εμιλούσε. Έξαφνα βλέπουμε και κουνιότανε, είχε ντουφέκι και της
ρίξαμε 3 σφαιρούλες και κοιμάται για ούλα της τα χρόνια».
Το επόμενο διήμερο ακολουθεί τη νικηφόρα
προέλαση του ελληνικού στρατού μέσα από τα πυρπολούμενα ντόπια σλαβικά χωριά ―
από άλλους, διευκρινίζει ― και διαπιστώνει ότι φοβερά καταστροφή ο πόλεμος,
καθώς οι εγκαταλειμένες περιουσίες και τα κοπάδια μετατρέπονται σε βραχύβια
λάφυρα: αρχίσαμε να σφάζουμε πρόβατα αρκετά, άλλος γουρούνι, άλλος βόδι
και μερικοί για γούστο βουβάλι, εφάγαμε αρκετά.
Η αφήγησή του ― όπως
και πολλές άλλες αφηγήσεις συμπολεμιστών του ― αποτυπώνει αυτό που ο Λέων
Τρότσκι, ως πολεμικός ανταποκριτής στην ίδια σύρραξη, αποκάλεσε πόλεμος που
τρέφει τον εαυτό του, τονίζοντας τον ανορθολογικό και υπέρμετρα καταστροφικό
χαρακτήρα αυτής της πρακτικής: Κάθε πράγμα που χρειάζεται στο στρατό
βαραίνει διπλά, τριπλά και τετραπλά τον πληθυσμό. Με μια οργανωμένη υπηρεσία
εφοδιασμού, η κάθε παρεχόμενη λίβρα κρέατος καλύπτει σε γενικές γραμμές το
σκοπό για τον οποίο προορίζεται· με τη ληστεία που έχει ανυψωθεί σε σύστημα,
αντίθετα, για να πάρουν μια λίβρα κρέας συχνά σκοτώνανε ένα βόδι και για να
ζεσταθούνε ξεριζώνανε έναν φράχτη ή καίγανε ένα σπίτι²⁷. Πλήρως
εναρμονισμένες με αυτή την έκτακτη «οικονομία της αρπαγής» (predatory economy)
θα είναι οι επιδόσεις του ήρωά μας και των συνεργατών του στον τομέα που
αποτελεί το αντικείμενο τούτης της εισήγησης: τους βιασμούς «Βουργαρισσών»,
τέσσερα διαδοχικά κρούσματα πραγματοποιημένα σε διαφορετικό το καθένα
περιβάλλον και κάτω από ποικίλες εξωτερικές συνθήκες, με βάση όμως ένα ενιαίο
μοντέλο δράσης. Οι κινήσεις και οι σχεδιασμοί του αποτυπώνονται στο ημερολόγιο
με μια αφήγηση σχεδόν «τεχνική» και κάθε άλλο παρά εξομολογητική, εξαιρετικά
αποκαλυπτική για τους στρατιωτικούς κι εξωστρατιωτικούς μηχανισμούς που
μετατρέπουν συγκεκριμένες μερίδες του γυναικείου τοπικού πληθυσμού σε λεία των
νικητών.
Κατ’ αρχήν, ο «στενός» μηχανισμός: τρεις
από τους τέσσερεις βιασμούς πραγματοποιούνται από 2 ή 3 φαντάρους κάθε φορά,
όχι πάντα με την ίδια σύνθεση, ο δε τέταρτος σχεδιάστηκε επίσης από δύο άντρες
(τον αφηγητή και τον προϊστάμενό του γυναικάκια γιατρό), υλοποιήθηκε όμως ως
μέρος μιας πολύ πιο γενικευμένης εφόδου. Πρόκειται για τον ίδιο ακριβώς
μηχανισμό που συναντάμε σε δεκάδες άλλα ημερολόγια κι απομνημονεύματα βετεράνων
να εκστρατεύει για την αναζήτηση τροφής, καυσόξυλων κι άλλων ζωτικών αγαθών
στην ευρύτερη περίμετρο της εκάστοτε επισταθμίας: μικροοικονομία της αρπαγής, είπαμε,
καθώς ο πόλεμος τρέφει τον εαυτό του. Δυο με τρεις ένοπλοι αρκούν συνήθως για
να καταστείλουν τις όποιες μικροαντιστάσεις, να διαφυλάξουν το μυστικό και ―
κυρίως ― να καρπωθούν επαρκώς τη λεία.
Αποκαλυπτικές γι’ αυτή την πρόσληψη είναι
οι ερωτήσεις που οι δυο συναυτουργοί του πρώτου επεισοδίου, ο αφηγητής κι ένας
τουρκόφωνος εθελοντής εκ Καισαρείας, απευθύνουν στα σλάβικα στην ηλικιωμένη
ένοικο του αγροτόσπιτου που χτυπάνε στις 28 Ιουνίου: Има яйца? Има кокошка? Има
путка? ― αυτολεξί: Υπάρχουν αυγά; Υπάρχει κότα; Υπάρχει μουνί;. Η
γριά τους αποπέμπει με τη λακωνική άρνηση «нема» (δεν υπάρχει), στερεότυπη
απάντηση των σλαβόφωνων χωρικών σε κάθε αίτημα τροφοδοσίας, σύμφωνα με τις
περισσότερες αφηγήσεις της εποχής. Αυτοί την παραμερίζουν βίαια, εισβάλλουν σε κάποιο άλλο δωμάτιο κι
ανακαλύπτουν ένα ωραίο τεφαρίκι κρυμμένο. Στο ημερολόγιο, ο ομαδικός βιασμός
καταγράφεται σχεδόν συνθηματικά: Την αρχίζουμε λοιπόν. Αφού εβγάλαμε τα μάτια
μας, την αφήσαμε και φύγαμε.
Αγριότερα εξελίσσονται τα πράγματα στο
δεύτερο επεισόδιο, 48 μόλις ώρες μετά. Στους δυο προηγούμενους έχει προστεθεί
κι ένας τρίτος φαντάρος από την Πάτρα. Στόχος τους τα σπίτια του χωριού
Κολάροβο, στους πρόποδες του Μπέλες, μια δεκαριά χιλιόμετρα έξω από το
Πετρίτσι, κατοικούμενο ― κατά τη βουλγαρική στατιστική του Κάντσοφ ― από 1.000
περίπου «Τούρκους» και 130 χριστιανούς «Βουλγάρους».
Όπως ήταν πιθανότερο, πέφτουν σε κάποιο
μουσουλμανικό σπίτι και, χάρη στην τουρκομάθεια του Καππαδόκη της παρέας, τους
επιφυλάσσεται θερμή υποδοχή: να τσίπουρο, να καπνό, να καφέ. Η έμπρακτη
ελληνοτουρκική συμμαχία κατά των Βουλγάρων, σχέση κρίσιμη για την επιβίωση επί
του πεδίου της μάχης με δεδομένη την παντελή σχεδόν απουσία ελληνικών ή
ελληνοφρόνων πληθυσμών στη γύρω περιοχή, καθορίζει και τα όρια του
εγχειρήματος, παρά τις ορέξεις: Χαρέμια ξέσκεπα, ωραία, άσπρα, Χριστέ
μου. Του λέμε να βγάλει ένανε [Τούρκο] έξω και να του πούμε για θηλυκό.
Πραγματικώς, ήρθε μόλις του το είπαμε. Για να προστατεύσει την
οικογένειά του, ο οικοδεσπότης φροντίζει να παροχετεύσει τον κίνδυνο στο πιο
εκτεθειμένο τμήμα της κοινότητας: Γιοκ καρντάση. Βαρ [υπάρχει] Βουργάρ
φαμίλια. Ελάτε εδώ. Μας παίρνει από το χέρι και μας πηγαίνει εις το άκρον του
χωριού. Πέφτουμε μέσα σε κανα-δυο σπίτια και ξετρυπώνουμε μέσα από μια κόφα
τρεις. Τις παίρνουμε και δρόμο. Ο βιασμός θα διαπραχθεί λίγο έξω από
το χωριό και, το κυριότερο, θα επισφραγιστεί με αίμα: «Ο γερο-πατέρας
τους ερχότανε μαζί από πίσω. Ρε φεύγα, τίποτα. 3 και 4 σφαίρες, πα στο διάολο». Μετά
το έγκλημα, ο συντάκτης του ημερολογίου νιώθει για πρώτη και μοναδική φορά
τύψεις, όχι όμως για το φονικό: «Αφού εβγάλαμε τα μάτια μας»,
γράφει, «εμετανόησα διότι ήτονε παρθένος και καταπρώτην φοράν όπου
εδιάπραξα τέτοιο πράγμα εις τα χρονικά μου, να ατιμάσω». Παραδοχή
εντυπωσιακή για την αρχαϊκότητά της: ο φόνος, ο απορφανισμός, ο ομαδικός
βιασμός εκλαμβάνονται σαν απλά πταίσματα σε σχέση με το βαρύ αδίκημα της
διακόρευσης ― τη μόνη πράξη, άλλωστε, που στο ημερολόγιο ενός κατά συρροήν
βιαστή περιγράφεται ως «ατίμωση».
Ντόπιοι συνεργάτες θα δράσουν καταλυτικά
και στο τρίτο επεισόδιο, μια βδομάδα αργότερα, με σκηνικό όχι πλέον κάποιον
αγροτικό οικισμό αλλά το ίδιο το Πετρίτσι ― κωμόπολη με 5.000 περίπου
μουσουλμάνους, 1.700 εξαρχικούς και 209 πατριαρχικούς «γρεκομάνους» στις
παραμονές του πολέμου.
Μαζί με πέντε ακό-μη συμπολεμιστές του, ο
Γκιοτσαλίδης είναι τώρα στρατωτισμένος σε σπίτι ελληνικό, τη φιλοξενία του
οποίου απολαμβάνει με αποτέλεσμα νέους αυτοπεριορισμούς: Μας εδώσανε
ρούχα αρκετά, έχει δε και ωραίαν κόρην ο νοικοκύρης αλλά ελληνίς· και είμεθα το
όλον έξι μαζί και έτσι δεν βγαίνει. Ως από μηχανής Θεός, με σκοπό όχι
τόσο την προστασία της οικογενειακής τιμής όσο το εκδικητικό κλείσιμο παλιών
λογαριασμών, εμφανίζεται εδώ ο αδερφός της κοπέλας, που ενημερώνει την ομόγυρη
για πολλά περί Βουλγάρων. Αυτός θα υποδείξει σε δυο από τους φαντάρους, τον
ήρωά μας κι έναν ακόμη αμέρικαν μπόυ από τα Τρίκκαλα, τον επιθυμητό
στόχο: Του λέμε, πού καταλαβαίνεις ότι υπάρχει καμιά Βουλγάρα εδώ,
καθώς έχουνε μείνει σχεδόν όλαι αι οικογένειαι αλλά δεν βγαίνουνε έξω. Μας
λέγει λοιπόν ότι εγώ θέλω να σας πάγω σε ένα σπίτι Βουλγάρικο, είναι δυο
αδερφάδες και μια νύφη μέσα, οι δε άνδρες έχουνε φύγει. Ήτον κακά στοιχεία εδώ
πέρα αλλά εγώ θα σας πω το σπίτι και να πάτε και αν μπορέσετε πλακώσετέ τες. Η
επίσκεψη ξεκινά ως συνήθως με αναζήτηση τροφής και καταλήγει στις γνωστές
ερωτήσεις˙ είχομεν τα περίστροφά μας και τα ξίφη, υπενθυμίζει ο αφηγητής,
διευκρινίζοντας ότι τελικά δύο από τις τρεις γυναίκες τούς παραδόθηκαν άνευ
αντιστάσεως αλλά με εμφανή τον καταναγκαστικό χαρακτήρα της επαφής: Αυτές
δε τα μούτρα κάτω, μιλιά. Τέλος με νοήματα τες είπαμε ότι δεν τες πειράζουμε.
Τους εδώσαμε ένα τάληρο βουλγάρικο, το πήρε η μια. Η σχεδόν σαδιστική
περιγραφή του «συναινετικού» αυτού βιασμού ολοκληρώνεται με τη χαμηλόφωνη
εγγραφή του στις δέλτους των εθνικών αγώνων: Επήγαμε στο σπίτι, το
είπαμε του παιδιού, εχάρη δε όσον δεν ημπορώ να σας πω. Του είπαμε αύριο θα
πάμε μαζί, αλλά είπε όχι, δεν πρέπει να ξέρουνε ότι εγώ σας έστειλα.
Το τέταρτο και τελευταίο συμβάν
καταγράφεται με μια δόση ηθελημένης αοριστίας, καθώς η σχετική περιγραφή
κινείται στο μεταίχμιο μεταξύ εθνικής νίκης κι αποχαιρετιστήριου ξεφαντώματος.
Μετά την εκεχειρία της 18ης Ιουλίου, η
μονάδα του Γκιοτσαλίδη είναι στρατωνισμένη σε ένα μη κατονομαζόμενο χωριό του
Μάλες. Η απουσία εχθροπραξιών περιστέλλει κάπως τις επιθετικές διαθέσεις, καθώς
ενδεχόμενες βιαιοπραγίες σε βάρος του ντόπιου πληθυσμού είναι πολύ πιο εύκολο
να καταγγελθούν και να τιμωρηθούν, δυσκολότερο δε να δικαιολογηθούν ή να
παρακαμφθούν εν ονόματι μιας μάχιμης συντροφικότητας· η ύφεση αυτή επιτρέπει,
από την άλλη, πολύ πιο μακροπρόθεσμους και λιγότερο σπασμωδικούς σχεδιασμούς.
Ενδιαφέρουσα καινοτομία συνιστά εδώ κυρίως η διαταξική συνεργασία ανάμεσα στον
οριακά εγγράμματο αφηγητή και τον επιστήμονα προϊστάμενό του: Είναι οικογένειες
εδώ αρκετές, σημειώνει ο Λάκωνας τραυματιοφορέας στο ημερολόγιό του. Τους
λέμε ελληνικά, μας λένε βουργάρικα και δόστου παντομίμα δουλεύει. Υπάρχουν
ωραία θηλυκά αλλά πάντοτε κρυμένες. Έχω τον ιατρόν όπου είναι γυναικάκιας, έτσι
εσμίξαμε. Με στέλνει μέσα στα σπίτια και γυρεύω αυγά δήθεν. Εγώ φέρω το σταυρό
στο χέρι, αυτοί λοιπόν νομίζουνε ότι είμαι γιατρός κι αρχινάνε νέμα ντοκτόρ
νέμα. Παραπλεύρως από το σπίτι που καθόμαστε έχει δυο κόρες ωραίες. Την μία την
λένε Ελενίτσα, είναι ξανθιά και ωραία, αλλά δεν ημπορούμε να συνεννοηθούμε. Το
είπα του γιατρού και αρχίσαμε τας επισκέψεις. Τέλος είπαμε πολλά, τους εδώσαμε
μερικά σουλινάρια κινίνη, ζάχαρη και τσάι αρκετό, ευχaριστηθήκαμε. Τώρα εμείς
σκεπτόμεθα πως πρέπει να προχωρήσουμε, διά της αρπαγής ή με το καλό. Τέλος θα
σκεφτούμε και θα αποφασίσουμε καλύτερα. Η τελική επίλυση του διλήμματος,
στις παραμονές της αναχώρησης του ελληνικού στρατού από την περιοχή,
αποτυπώνεται σχεδόν σιβυλλικά: Ησυχία επικρατεί, ειμή μόνον οι χωρικοί
βρίσκουνε το μπελά τους από πολλά ζητήματα. Συνάμα δε, γίνεται και έφοδος. Έτσι
έγινε και εκάναμε και εμείς έφοδον αυτήν την βραδυά και έφοδον τολμηρήν και
αποφασιστική. Επεράσαμε ωραία.
Συνοψίζοντας τις πληροφορίες που παρέχει η
πηγή που μόλις αναλύσαμε, και διασταυρώνοντάς τες με τις διαθέσιμες μαρτυρίες
κι επεξεργασίες που αφορούν τόσο τους Βαλκανικούς του 1912-13 όσο και τις
πολεμικές πρακτικές εν γένει, καταλήγουμε σε ορισμένα συμπεράσματα για τις
παραμέτρους που διευκολύνουν τη διάπραξη βιασμών από στρατιώτες σε βάρος του
άμαχου γυναικείου πληθυσμού.
Παραμέτρους χρονικά επικαθορισμένες,
εννοείται, οι οποίες ισχύουν στα συμφραζόμενα της «ευρωπαϊκής» κοινωνίας του
ύστερου 19ου και του 20ού αιώνα αλλά όχι απαραίτητα στις συρράξεις παλιότερων
εποχών ή σε εντελώς διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα.
Ένας πρώτος παράγοντας είναι ο σταδιακός
εκβαρβαρισμός των πολεμιστών από τη χρονική παράταξη της σύρραξης, φαινόμενο
που έχει παρατηρηθεί και αλλού³⁷. Στην περίπτωση του βιασμού, «ηδονιστικού»
εγκλήματος ποιοτικά διαφορετικού από τα εγκλήματα πολέμου που αποτελούν απλά
υπερβάσεις της «νόμιμης» στρατιωτικής βίας (εκτελέσεις αιχμαλώτων,
«προληπτικούς» φόνους πολιτών που εκλαμβάνονται ως αντίπαλοι στρατιώτες ή εν
δυνάμει εχθροί, εμπρησμούς εχθρικών οικισμών και κάθε είδους αντίποινα),
σημαντικό ρόλο φαίνεται επίσης να διαδραματίζει η εναλλαγή της καθαυτό
πολεμικής δραστηριότητας με ειρηνικά διαλείμματα που επαναφέρουν σε λειτουργία
μιαν ευρύτερη γκάμα ενστίκτων, πέρα από την απλή φυσική επιβίωση· η «οργανική»
αυτή προϋπόθεση εξηγεί ενδεχομένως και την παρατήρηση ότι τα πρωτεία στη
διάπραξη βιασμών έχουν συνήθως οι άνδρες των βοηθητικών σωμάτων κι όχι εκείνοι
των κατεξοχήν μάχιμων μονάδων. Η παραμονή του ήρωά μας σε ένα σλαβόφωνο
χωριουδάκι στα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης την άνοιξη του 1913, ο συγχρωτισμός του
με τις ντόπιες κοπέλες και το ομολογημένο ενδιαφέρον του «περί παντρειάς»
εμφανίζονται στην αφήγησή του ως τομή σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο στα
χαρακώματα της Ηπείρου. Από την άλλη, το ημερολόγιό του δεν μας αποκαλύπτει το
παραμικρό για τον εσωτερικό μηχανισμό της μεταπήδησης από το «ψήσιμο» μιας
αμοιβαία αποδεκτής ερωτικής επαφής στην αγριότητα των διαδοχικών βιασμών. Το
ερώτημα αν αυτοί οι τελευταίοι προϋπήρχαν στο μυαλό του συντάκτη ως ανομολόγητη
πρόθεση ή πρόκειται για επιλογές που διαμορφώθηκαν στην πορεία, κάτω από την
επίδραση εξωτερικών παραγόντων, δεν είναι έτσι δυνατό να απαντηθεί.
Αντικειμενικό δεδομένο συνιστά, αντίθετα,
η διαμόρφωση ενός περιρρέοντος κλίματος που διευκόλυνε τη διάπραξη παρόμοιων
εγκλημάτων. Αναφέρομαι στην ιδεολογική προπαρασκευή που προσέδωσε στο
«διασυμμαχικό» Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο τα χαρακτηριστικά όχι μιας
«απελευθερωτικής» εξόρμησης (όπως ο πρώτος) αλλά εκστρατείας για τη φυσική
εξολόθρευση του προ-αιώνιου «φυλετικού» εχθρού. Αποτυπωμένη σε πάμπολλα
ντοκουμέντα της εποχής και θεσμικά αποκρυσταλωμένη στην επίσημη διακήρυξη του
αρχιστράτηγου βασιλιά Κωνσταντίνου πως οι Βούλγαροι δεν έχουσι δικαίωμα να
τάσσονται μεταξύ των πεπολιτισμένων εθνών και να επικαλούνται τους νόμους τους
(29.6.1913), η ανθρωποφαγική αυτή διάθεση δεν αποπροσωποποιούσε μόνο τον αντίπαλο, τόσο στη
στρατιωτική όσο και στην άμαχη εκδοχή του, αίροντας τις όποιες ηθικές αναστολές
για την κακομεταχείρισή του˙ μοιραία εκλαμβανόταν επίσης ως έμμεση υπόσχεση
ατιμωρησίας για τις όποιες «υπερβάσεις», ακόμη κι αν αυτές ξέφευγαν από το
πλαίσιο της καθαρά πολεμικής δραστηριότητας. Σε οριακές στιγμές η υπόσχεση αυτή
μπορούσε να πάρει ακόμη και τη μορφή ρητής δήλωσης των διοικητών, με την
αναγόρευση των βιασμών σε μιαν ακόμη εκδοχή άτυπων αντιποίνων σε βάρος του
πληθυσμού ― πρακτική που στην περίπτωση του Πετριτσίου ομολογείται, όπως
είδαμε, ευθέως από τον στρατηγό Πάγκαλο. Σε κάθε περίπτωση, η «φυλετική» πρόσληψη μιας σύρραξης αποδεικνύεται καθοριστική για τη γενίκευση τέτοιων φαινομένων, επιβεβαιώνοντας την ανάλυση της Μπαρουνμίλερ για το βιασμό ― και δη τον ομαδικό ―
ως μηχανισμό συλλογικής επιβεβαίωσης κάθε λογής κυριαρχικών δομών, υφιστάμενων
ή υπό διαμόρφωση.
Τρίτος και τελευταίος παράγοντας που
αναδεικνύεται από την πηγή μας είναι η καθοριστική συμβολή των ντόπιων
«εξωτερικών» συνεργατών, όχι μόνο ως ηθικών αυτουργών αλλά και ως εκείνου του
κρίσιμου συνδετικού κρίκου που προσδίδει στις «αντεκδικήσεις» σεξουαλικής υφής συγκεκριμένη
μορφή, προστατεύοντας ένα τμήμα του τοπικού γυναικείου πληθυσμού και
στοχοποιώντας κάποιο άλλο. Στις μισές από τις τέσσερεις διαδοχικές περιπτώσεις
ομαδικών βιασμών που περιγράφει στο ημερολόγιό του ο Γκιοτσαλίδης, η επιλογή
των θυμάτων έγινε από τέτοιους συνεργάτες ― με σκοπό είτε την παροχέτευση του
κινδύνου που απειλούσε τη δική τους οικογένεια είτε την υπόγεια προσβολή
συμπολιτών τους που ανήκαν στο αντίπαλο εθνικό στρατόπεδο. Επιβεβαιώνεται έτσι
η κομβική σημασία της διαπλοκής ενός κατοχικού στρατού με μερίδα της εγχώριας
κοινωνίας, όσον αφορά όχι μόνο την άσκηση πολιτικά στοχευμένης στρατιωτικής
βίας (εθνικής ή αντεπαναστατικής), αλλά και τις «παράπλευρες», μη
προγραμματισμένες εκδοχές αυτής της τελευταίας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου